Froso Chatoglou
πάρε την λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου
Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024
Τρίτη 9 Απριλίου 2024
ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ: Το βιβλίο της ανησυχίας
Η κούραση όλων των προσδοκιών και όλων όσα αυτές περιέχουν, η απώλεια των προσδοκιών, το άχρηστο της ύπαρξής τους, η εκ των προτέρων κούραση που πρέπει να τις έχεις για να τις χάσεις ύστερα, η πληγή που σου αφήνουν, η ντροπή του νου που τις είχες, γνωρίζοντας το τέλος τους.
Η συνείδηση της μη συνείδησης της ζωής είναι ο αρχαιότερος φόρος της διάνοιας.
Στην καρδιά μου βασιλεύει μια ειρήνη αγωνιώδης, κι η ηρεμία μου είναι όλη παραίτηση.
Υπάρχει ένα πεπρωμένο κοινό-καθότι αφηρημένο- για τους ανθρώπους και για τα πράγματα, ένας προορισμός εξίσου αδιάφορος στην άλγεβρα του μυστηρίου.
από μακρυά με διαπλάθανε σύμφωνα με τα παιχνίδια σκοτεινών κληρονομικών νόμων και τα μοιραία τους καλούπια.
τις σκέψεις μου τις πιο αφηρημένες τις βλέπω μέσα μου.
Η αληθινή πραγματικότητα ενός αντικειμένου είναι ίσα ίσα ένα τμήμα του. Το υπόλοιπο δεν είναι παρά το βαρύ τίμημα που πληρώνει στην ύλη, σε αντάλλαγμα για την ύπαρξή του στο χώρο.
Δεν δραπέτευσα από τη ζωή με την πλήρη έννοια της λέξης, με την έννοια του να εξασφαλίσω ένα μαλακότερο στρώμα για την ψυχή μου, απλά μετακόμισα από τη ζωή και βρήκα στα όνειρά μου την ίδια αντικειμενικότητα που έβρισκα και στη ζωή.
Ζωή είναι η άγνοια του εαυτού σου. Σκέψη είναι η ανεπαρκής γνώση του εαυτού σου
Παρακμή είναι η πλήρης απώλεια της ασυνειδησίας, γιατί η ασυνειδησία είναι το θεμέλιο της ζωής. Αν η καρδιά μπορούσε να σκεφτεί, θα σταματούσε.
πίστη δεν αποκτάς με το νου
αδιάφοροι προς το θείο και περιφρονητικοί απέναντι στο ανθρώπινο, αφιερωθήκαμε μάταια στην αίσθηση χωρίς σκοπό, καλλιεργημένη μέσα σ'έναν εκλεπτυσμένο επικουρισμό, όπως ταίριαζε στην εγκεφαλικότητα των νεύρων μας.
Είναι ένα μεθύσι του να μην είσαι τίποτα κι από θέληση δεν απομένει πααρά ένας κουβάς που έριξε στο πέρασμά της η αδιάφορη κίνηση κάποιου ποδιού... Δεν είναι θλίψη αυτό που νιώθω... Θα' λεγε κανείς ένα κρυολόγημα ψυχής...Έρημες ελπίδες μου, γεννημένες μέσα στη ζωή που αναγκάστηκα να κάνω!
Ό,τι κοιμάται είναι παιδί και πάλι...Κοιμάται γιατί κοιμόμαστε όλοι. Η ζωή ολόκληρη είναι ένα όνειρο...Κοιμόμαστε τη ζωή μας, παιδιά αιώνια του Πεπρωμένου.
Δεν μπορώ να προβλέψω για την αυριανή ζωή μου, παρά ότι θα είναι ακριβώς αυτό που δεν μπορώ να προβλέψω, αυτό που δεν επιθυμώ, αυτό που θα μου επιβληθεί εκ των έξω, μέχρι και με τη μεσολάβηση της ίδιας μου της βούλησης.
Η ζωή για μένα είναι ένα πανδοχείο όπου πρέπει να σταθώ ώσπου να έρθει η ταχυδρομική άμαξαγια την άβυσσο...Για όλους μας θα πέσει η νύχτα και η άμαξα θα φτάσει.
Να τους εκπαιδεύσω στην πνευματική αντισηψία... να μην νιώθουν κανένα συναίσθημα μάτω από το βλέμμα των άλλων ή μπρος στη γνώμη των άλλων.
όλοι αυτοί είναι η ίδια άγνοια διαφοροποιημένη σε πολλά κορμιά και πρόσωπα, σαν μαριονέτες που κινούνται από κλωστές που καταλήγουν όλες στα δάκτυλα ενός αόρατου χεριού.
Ποτέ δεν αγαπάμε κανέναν. Αγαπάμε αποκλειστικά την εικόνα που διαμορφώνουμε για κάποιον...Στην ουσία δεν αγαπάμε παρά τον εαυτό μας.
Ζωή είναι να μην σκέφτεσαι
Τα παιδιά είναι μεγάλοι λογοτέχνες γιατί μιλούν όπως νιώθουν, κι όχι όπως πρέπει να νιώθουν... Άκουσα κάποτε ένα παιδί να λέει, όχι "θέλω να κλάψω", όπως θα έλεγε ένας ενήλικας, δηλαδή ένας ηλίθιος, αλλά "θέλω δάκρυα".
Αν η ελευθερία δεν υπάρχει μέσα μου, δεν υπάρχει για μένα σε κανένα μέρος τού κόσμου.
Η ζωή είναι αυτό που εμείς το κάναμε να είναι. Τα ταξίδια είναι οι ίδιοι οι ταξιδιώτες. Αυτό που βλέπουμε, δεν είναι αυτό που βλέπουμε, είναι αυτό που είμαστε.
Γράφω νανουρίζοντάς με, όπως κάνει μια τρελή μάνα με το νεκρό παιδί της.
Η βία , όποια και να είναι αυτή, ήταν για μένα πάντα μια χονδροειδής εκδοχή τής ανθώπινης βλακείας... Επαναστάτης ή μεταρρυθμιστής το λάθος είναι το ίδιο. Ανίκανος να κυριαρχήσει ή να μεταρρυθμίσει την ίδια τη σστάση του απέναντι στη ζωή, που είναι το παν, είτε το ίδιο του το είναι, που είναι σχεδόν το παν...Κάθε επαναστάτης, κάθε μεταρρυθμιστής είναι ένας δραπέτης. Μάχομαι σημαίνει είμαι ανίκανος να δώσω μάχη εναντίον του εαυτού μου.
Όλος ο υπόλοιπος κόσμος είναι τοπίο, κορνίζα που αξιοποιεί τις αισθήσεις μας, βιβλιοδεσία των σκέψεών μας.
Τυραννιέμαι από τη νοσταλγία του μέλλοντος.
Η μεγαλόπρεπη κηδεία της ελπίδας.
Ο καθένας έχει το δικό του αλκοόλ. Περιπλανιέμαι βαδίζοντας μεθυσμένος από αισθήσεις.
Είμαι μονίμως εν αμύνη… Κρυώνω στη ζωή. Φοβάμαι πάντα μήπως μιλούν για μένα.
Η τέχνη συνίσταται στο να κάνουμε τους άλλους να νιώσουν αυτό που νιώθουμς εμείς, στο να τους απελευθερώσουμε από τον εαυτό τους, προτείνοντας την προσωπικότητά μας σαν μια ιδιόμορφη απελευθέρωση. Αυτό που νιώθω είναι ολότελα αμεταβίβαστο...Πρέπει να μεταφράσω τα συναισθήματά μου στη δική του γλώσσα.. Αυτό που τελικά πρέπει να κάνω είναι να μετατρέψω τα συναισθήματά μου σε ένα κοινό ανθρώπινο συναίσθημα-τύπο,ακόμη κι αν έτσι αλλοιώνω την αληθινή φύση αυτού που είχα νιώσει.
Χρησιμοποιούμε το ψέμα και το παραμύθι, για να καταλαβαινόμαστε μεταξύ μας, πράγμα που με την αλήθεια καθαρή και αμεταβίβαστη, δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει. Η τέχνη ψεύδεται διότι είναι κοινωνική.
Με πονάει το κεφάλι μου και το σύμπαν ολόκληρο... Πιστεύω ότι ανάμεσα σ'αυτό που μέσα μας είναι πνεύμα μόνο κι αυτό που είναι το πνεύμα του σώματος υπάρχει μια σχέση συμβίωσης στην οποία μπορεί να προκύψουν καβγάδες. Και όπως συνήθως συμβαίνει, το κατώτερο από τα δυο μέρη είναι αυτό που παρενοχλεί το άλλο... Με πονάει το κεφάλι μου σημαίνει ότι έχω συνείδηση τής προσβολής που μου κάνει η ύλη.
Δεν ξέρω τι νόημα έχει τούτο το ταξίδι που με αναγκάσανε να κάνω ανάμεσα σε μια νύχτα και μια άλλη νύχτα, συντροφευμέ.νος από το σύμπαν ολόκληρο. Ξέρω πως μπορώ να διαβάζω για να διασκεδάζω το χρόνο μου. Θεωρώ την ανάγνωση τον απλούστερο τρόπο να κάνω ευχάριστο αυτό το ταξίδι, όπως και κάθε άλλο.
Απομονώθηκα κι έτσι απομονωμένος, όξυνα την ευαισθησία μου που ήταν ήδη υπερβολικά αναπτυγμένη.
Ένας μη συνειδητός τόσο πολύ που αισθανόταν την πραγματικότητα
Ποτέ δεν νιώθω τόσο κοντά στην αλήθεια όσο στο θέατρο ή το τσίρκο: ξέρω ότι παρακολουθώ επιτέλους την ακριβή αποτίμηση της ζωής... Όλα είναι θέατρο. Κι αν θέλω την αλήθεια, ας ξαναπιάσω το μυθιστόρημά μου.
Η πλήξη είναι στην ουσία, η σαρκική συνείδηση τής εκτεταμένης κενότητας των πραγμάτων...Αχ, αυτό είναι η πλήξη, ακριβώς αυτό. Ότι μέσα σ'όλα αυτά - ουρανό, γη, σύμπαν-δεν υπάρχω παρά μόνο εγώ.
Είμαι ολόκληρος μια αόριστη νοσταλγία, ούτε του παρελθόντος, ούτε του μέλλοντος: είμαι μια νοσταλγία τού παρόντος ανώνυμη, εκτενής, ακατανόητη.
Κατασκευάζουμε πραγματικότητες. Ένα τραπέζι από ξύλο πεύκου είναι πάντα πεύκο μα άλλο τόσο είναι και τραπέζι. Καθόμαστε στο τραπέζι και όχι στο πεύκο. Ο έρωτας είναι ένα ένστικτο ωστόσο δεν ερωτευόμαστε με το σεξουαλικό ένστικτο, αλλά με την προϋπόθεση ενός άλλου συναισθήματος.
το πρώτο βήμα είναι η εξαιρετική- η υπέρμετρη -αίσθηση των ησσόνων πραγμάτων. Να ξέρεις να γευτείς στο φλιτζάνι το τσάι που δοκιμάζεις, την ύψιστη ηδονή που ο φυσιολογικός άνθρωπος νιώθει μονάχα στις μεγάλες χαρές...
Είναι η οικειότητα κι όχι η απλή επαφή με τους ανθρώπους που είναι επιβλαβής
Όχι να τον αποφεύγει σαν στωικός ή επικούρειος, αντίθετα, να αναζητεί την ηδονή μέσα στον πόνο... Μετατρέποντάς τον σε ένα απροσδιόριστο αντικείμενο ανάλυσης... Να πλάσει ένα άλλο Εγώ που να υποφέρει αυτό που υποφέρουμε...Να δώσει στους πόνους μια ένταση τόσο υπερβολική, ώστε η ίδια τους η ακρότητα να του προσφέρει απόλαυση.
Δεν γράφω για να εκδοθώ ή για να κάνω τέχνη. Γράφω γιατί αυτός είναι ο ύστατος σκοπός της ασχολίας μου να καλλιεργώ ψυχικές καταστάσεις.. Για να δώσω μια πλήρη εξωτερικότητα σ’αυτό που είναι εσωτερικό.
Δεν βλέπω καμιά δυσκολία στην κατασκευή ενός οργάνου ακριβείας προορισμένου για μια χρήση αυτοαναλυτική από ατσάλι και μπρούτζο της σκέψης.
Το Εγώ, αυτό που ανήκει στον καθένα από μας, είναι ίσως μια διάσταση θεϊκή.
Εμείς, τα εγγόνια του Πεπρωμένου, τα θετά παιδιά του Θεού που παντρεύτηκε με την Αιώνια Νύχτα, όταν χήρεψε από το Χάος που μας έφερε στον κόσμο.
Σαν μια στενάχωρη σκέψη την ώρα της χαράς, που προοιωνίζεται ποιος ξέρει τι.
Ας ταξιδεύουν λοιπόν αυτοί που δεν υπάρχουν!
Θεέ μου, Θεέ μου, σε ποιανού τη ζωή είμαι θεατής;
Είμαι ένας νομάδας της αυτογνωσίας
Η ύπαρξη του κακού είναι ένα πράγμα, ο σκοπός της ύπαρξης αυτού του κακού είναι ένα άλλο πράγμα...Δεν μπορούμε να αρνηθούμε την ύπαρξη του κακού, μα μπορούμε να αρνηθούμε να θεωρήσουμε την ύπαρξη του κακού, κακή.
Μακάριοι αυτοί που πιστεύουν ακόμη, έστω και στην απιστία, αυτοί που μπορούν ακόμη να κάτσουν στον ήλιο ανυποψίαστοι.
Το βιβλίο αυτό είναι το βιβλίο της δειλίας μου.
Αν σου είναι αδύνατο να ζήσεις μόνος, έχεις γεννηθεί σκλάβος.
Η ζωή είναι ο δισταγμός ανάμεσα στο θαυμαστικό και το ερωτηματικό. Σε περίπτωση αμφιβολίας υπάρχει η τελεία.
Τετάρτη 3 Απριλίου 2024
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: Αναφορά στον Γκρέκο
Σαν γνώρισα πιο καλά τη φύση του ανθρώπου, βλογώ τη βίτσα του (δάσκαλου) Πατερόπουλου. Αυτή μας έμαθε πως ο πόνος είναι ο πιο μεγάλος οδηγός στον ανήφορο που φέρνει από το ζώο στον άνθρωπο.
-Τι θα πει φαντασία; ρώτησα τον πατέρα μου
-Αέρας κοπανιστός, μου απάντησε
Να σαι νέος, 25 χρόνων, γερός, να μην αγαπάς κανένα πρόσωπο ορισμένο, άντρα ή γυναίκα, που να σου στενεύει την καρδιά και να μη σε αφήνει ν’αγαπήσεις με ίση αφιλοκέρδεια και σφοδρότητα τα πάντα και να οδοιποράς πεζός, ολομόναχος μ’ένα δισάκι στον ώμο…
Μονάχα όταν γεράσει κανείς ή όταν πέσει σε αρρώστια ή δυστυχία χωρίζουν κι αντιμάχουνται το ένα το άλλο, και πότε θέλει το κορμί να κάνει κουμάντο, πότε η ψυχή σηκώνει σημαία δικιά της και θέλει να φύγει και το μυαλό ανήμπορο θωράει και καταγράφει την αποσύνθεση.
Χωρίς έλεος είναι η ομορφιά, δεν την κοιτάζεις, αυτή σε κοιτάζει και δε συχωρνάει
Γιατί το’ξερα καλά, οι θεοί ζηλεύουν κι είναι ύβρις να’σαι ευτυχής και να το ξέρεις. Για να ξορκίσω το κακό μάτι τους κατάφευγα σε κωμικά τεχνάσματα να ελαττώσω την ευτυχία μου… Ξανάβαζα τα στενά παπούτσια, ξαναγίνουμοουν δυστυχής κι οι θεοί δεν είχαν πια λόγο να επέμβουν. Πλέρωνα μαθές κι εγώ το φόρο του ανθρώπου.
Μυστήριο τι η μνήμη του ανθρώπου, απ’ όλα που τής δίνεις, διαλέγει να περισώσει.
Η ευτυχία απάνω στη γης είναι κομμένη στο μπόι του ανθρώπου.Δεν είναι σπάνιο πουλί να το κυνηγούμε πότε στον ουρανό, πότε στο μυαλό μας. Η ευτυχία είναι ένα κατοικίδιο πουλί στην αυλή μας.
Κιντύνευα… Ή να συνηθίσω τη χαρά και με τον καιρό να ξεθυμάνει και να εξευτελιστεί, ή να μην τη συνηθίσω, να τη νιώθω πάντα τόσο μεγάλη και τότε ήμουν χαμένος. Είδα κάποτε μια μέλισσα πνιγμένη μέσα στο μέλι και κατάλαβα.
Δεν υπάρχει δύναμη πιο ιμπεριαλιστική στον κόσμο από την ψυχή του ανθρώπου. Καταχτάει, καταχτάται κι όλο κι η αυτοκρατορία της τής φαντάζει στενή.
Και δε μ’ένοιαζε να βρω – μάντευα πως αυτό ήταν αδύνατο και μάταιο- ποιος αντικειμενικά είναι ο σκοπός της ζωής, παρά ποιος είναι ο σκοπός που εγώ, από δικού μου, τής δίνω, σύμφωνα με τις ψυχικές και πνευματικές μου ανάγκες.
Τους είχε ξεράνει το νου και την καρδιά η καθημερινή έγνοια της ζωής.
Είσαι κατσίκα κακόμοιρη ψυχή μου. Πεινάς κι αντί να φας κρέας και ψωμί και να πιεις κρασί, παίρνεις μια κόλλα άσπρο χαρτί και γράφεις: κρέας, ψωμί, κρασί. Και τρως το χαρτί.
Προσπαθούσα με το γράψιμο να παρηγορηθώ για την αναξιότητά μου.
(Στον Σικελιανό) Εσύ πιστεύεις πως βρήκες τη λύτρωση και λυτρώθηκες. Εγώ πιστεύω πως λύτρωση δεν υπάρχει και πιστεύοντάς το λυτρώθηκα.
Παλικαριά μεγάλη να θες να ξεπεράσεις τα σύνορα του ανθρώπου. Μα παλικαριά μεγάλη και ν’αναγνωρίζεις χωρίς τρόμο τα σύνορα και να μην απελπίζεσαι.
Ποια είναι η πιο αψηλή κορυφή, όπου μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος; Να νικήσει το Εγώ.
Χαρά στο νέο που θαρρεί πως έχει χρέος να ξαναδημιουργήσει τον κόσμο… Αλίμονο σε όποιον αρχίζει τη ζωή του χωρίς παραφροσύνη.
Αγαπούσα πάντα τους ανθρώπους, μα από μακρυά.
-Δε θα χωριστούμε ποτέ! Φώναξε ο φίλος μου. Θα ζευτούμε σαν δυο βόδια να οργώσουμε τη γης! (ο Σικελιανός)
Πέρασαν τα χρόνια, είδαμε. Ζευτήκαμε σαν βόδια και οργώσαμε τον αέρα.
Τις μικρές αρετές φοβούμαι πιο πολύ από τις μεγάλες κακίες, γιατί έχουν ωραίο πρόσωπο κι εύκολα ξεγελούνε.
Όλη η σαδιστική λαχτάρα της Εκκλησίας να φοβερίσει τον άνθρωπο και να τον πάει στον Παράδεισο όχι με την αγάπη παρά με τον τρόμο.
Τίποτε δεν πάει χαμένο. Αν δε σωθούν αυτοί, θα σωθούμε εμείς, επιχειρώντας το αδύνατο.
Από τη νεότητά μου η πρωταρχική αγωνία μου, απ’όπου πήγαζαν όλες μου οι χαρές κι όλες μου οι πίκρες ήταν τούτη: η ακατάπαυστη ανήλεη πάλη ανάμεσα στο πνεύμα και τη σάρκα.
Ό,τι δεν πεθυμήσαμε αρκετά, αυτό λέμε ανύπαρκτο.
Το θάμα κουτουλάει την πραγματικότητα, ανοίγει τρύπα και μπαίνει.
Πιότερο από το κρασί κι από τον έρωτα, πιο ύπουλα κι από την ιδέα, η τέχνη μπορεί να μαυλίσει τον άνθρωπο και να τον κάμει να ξεχάσει.
Ποιο’ναι το πιο αιμοβόρο θεριό; Η νέα πίστη. Ποιο’ναι το πιο φυτοφάγο ζώο; Η πίστη που γέρασε.
Ο άνθρωπος δεν είναι αθάνατος, παρά υπηρετεί Κάτι ή Κάποιον αθάνατο.
Αν άκουγα τη φωνή του, όχι τη φωνή του, την κραυγή του, η ζωή μου θα’χε πάρει αξία… Μα δεν τόλμησα (για τον Ζορμπά)
Το ξέρω, ό,τι γράφω δε θα’ναι ποτέ άρτιο ως τέχνη. Γιατί η πρόθεσή μου μάχεται να ξεπεράσει τα σύνορα της τέχνης κι έτσι παραμορφώνεται η ουσία της ομορφιάς, η αρμονία… Σκοπός μου γράφοντας δεν είναι η ομορφιά, είναι η λύτρωση.
“Κοίταξε αν μπορείς το φόβο κατάματα κι ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει”.
Υπάρχει τίποτα αληθινότερο από την αλήθεια; Ναι, το παραμύθι. Αυτό δίνει νόημα αθάνατο στην εφήμερη αλήθεια.
“Εμείς οι άνθρωποι το λέμε παραμύθι. Η τριανταφυλλιά το λέει τριαντάφυλλο”.
Η ομορφιά της θάλασσας ήταν τόσο αβάσταχτη που μονάχα το Αχ! μπορούσε να τη χωρέσει.
Δεν έχω στην εξουσία μου παρά τα είκοσι τέσσερα γράμματα της αλφαβήτας. Θα κηρύξω επιστράτεψη, θα σηκώσω στρατό, θα παλέψω με το θάνατο.
Σαν γνώρισα πιο καλά τη φύση του ανθρώπου, βλογώ τη βίτσα του (δάσκαλου) Πατερόπουλου. Αυτή μας έμαθε πως ο πόνος είναι ο πιο μεγάλος οδηγός στον ανήφορο που φέρνει από το ζώο στον άνθρωπο.
-Τι θα πει φαντασία; ρώτησα τον πατέρα μου
-Αέρας κοπανιστός, μου απάντησε
Να σαι νέος, 25 χρόνων, γερός, να μην αγαπάς κανένα πρόσωπο ορισμένο, άντρα ή γυναίκα, που να σου στενεύει την καρδιά και να μη σε αφήνει ν’αγαπήσεις με ίση αφιλοκέρδεια και σφοδρότητα τα πάντα και να οδοιποράς πεζός, ολομόναχος μ’ένα δισάκι στον ώμο…
Μονάχα όταν γεράσει κανείς ή όταν πέσει σε αρρώστια ή δυστυχία χωρίζουν κι αντιμάχουνται το ένα το άλλο, και πότε θέλει το κορμί να κάνει κουμάντο, πότε η ψυχή σηκώνει σημαία δικιά της και θέλει να φύγει και το μυαλό ανήμπορο θωράει και καταγράφει την αποσύνθεση.
Χωρίς έλεος είναι η ομορφιά, δεν την κοιτάζεις, αυτή σε κοιτάζει και δε συχωρνάει
Γιατί το’ξερα καλά, οι θεοί ζηλεύουν κι είναι ύβρις να’σαι ευτυχής και να το ξέρεις. Για να ξορκίσω το κακό μάτι τους κατάφευγα σε κωμικά τεχνάσματα να ελαττώσω την ευτυχία μου… Ξανάβαζα τα στενά παπούτσια, ξαναγίνουμοουν δυστυχής κι οι θεοί δεν είχαν πια λόγο να επέμβουν. Πλέρωνα μαθές κι εγώ το φόρο του ανθρώπου.
Μυστήριο τι η μνήμη του ανθρώπου, απ’ όλα που τής δίνεις, διαλέγει να περισώσει.
Η ευτυχία απάνω στη γης είναι κομμένη στο μπόι του ανθρώπου.Δεν είναι σπάνιο πουλί να το κυνηγούμε πότε στον ουρανό, πότε στο μυαλό μας. Η ευτυχία είναι ένα κατοικίδιο πουλί στην αυλή μας.
Κιντύνευα… Ή να συνηθίσω τη χαρά και με τον καιρό να ξεθυμάνει και να εξευτελιστεί, ή να μην τη συνηθίσω, να τη νιώθω πάντα τόσο μεγάλη και τότε ήμουν χαμένος. Είδα κάποτε μια μέλισσα πνιγμένη μέσα στο μέλι και κατάλαβα.
Δεν υπάρχει δύναμη πιο ιμπεριαλιστική στον κόσμο από την ψυχή του ανθρώπου. Καταχτάει, καταχτάται κι όλο κι η αυτοκρατορία της τής φαντάζει στενή.
Και δε μ’ένοιαζε να βρω – μάντευα πως αυτό ήταν αδύνατο και μάταιο- ποιος αντικειμενικά είναι ο σκοπός της ζωής, παρά ποιος είναι ο σκοπός που εγώ, από δικού μου, τής δίνω, σύμφωνα με τις ψυχικές και πνευματικές μου ανάγκες.
Τους είχε ξεράνει το νου και την καρδιά η καθημερινή έγνοια της ζωής.
Είσαι κατσίκα κακόμοιρη ψυχή μου. Πεινάς κι αντί να φας κρέας και ψωμί και να πιεις κρασί, παίρνεις μια κόλλα άσπρο χαρτί και γράφεις: κρέας, ψωμί, κρασί. Και τρως το χαρτί.
Προσπαθούσα με το γράψιμο να παρηγορηθώ για την αναξιότητά μου.
(Στον Σικελιανό) Εσύ πιστεύεις πως βρήκες τη λύτρωση και λυτρώθηκες. Εγώ πιστεύω πως λύτρωση δεν υπάρχει και πιστεύοντάς το λυτρώθηκα.
Παλικαριά μεγάλη να θες να ξεπεράσεις τα σύνορα του ανθρώπου. Μα παλικαριά μεγάλη και ν’αναγνωρίζεις χωρίς τρόμο τα σύνορα και να μην απελπίζεσαι.
Ποια είναι η πιο αψηλή κορυφή, όπου μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος; Να νικήσει το Εγώ.
Χαρά στο νέο που θαρρεί πως έχει χρέος να ξαναδημιουργήσει τον κόσμο… Αλίμονο σε όποιον αρχίζει τη ζωή του χωρίς παραφροσύνη.
Αγαπούσα πάντα τους ανθρώπους, μα από μακρυά.
-Δε θα χωριστούμε ποτέ! Φώναξε ο φίλος μου. Θα ζευτούμε σαν δυο βόδια να οργώσουμε τη γης! (ο Σικελιανός)
Πέρασαν τα χρόνια, είδαμε. Ζευτήκαμε σαν βόδια και οργώσαμε τον αέρα.
Τις μικρές αρετές φοβούμαι πιο πολύ από τις μεγάλες κακίες, γιατί έχουν ωραίο πρόσωπο κι εύκολα ξεγελούνε.
Όλη η σαδιστική λαχτάρα της Εκκλησίας να φοβερίσει τον άνθρωπο και να τον πάει στον Παράδεισο όχι με την αγάπη παρά με τον τρόμο.
Τίποτε δεν πάει χαμένο. Αν δε σωθούν αυτοί, θα σωθούμε εμείς, επιχειρώντας το αδύνατο.
Από τη νεότητά μου η πρωταρχική αγωνία μου, απ’όπου πήγαζαν όλες μου οι χαρές κι όλες μου οι πίκρες ήταν τούτη: η ακατάπαυστη ανήλεη πάλη ανάμεσα στο πνεύμα και τη σάρκα.
Ό,τι δεν πεθυμήσαμε αρκετά, αυτό λέμε ανύπαρκτο.
Το θάμα κουτουλάει την πραγματικότητα, ανοίγει τρύπα και μπαίνει.
Πιότερο από το κρασί κι από τον έρωτα, πιο ύπουλα κι από την ιδέα, η τέχνη μπορεί να μαυλίσει τον άνθρωπο και να τον κάμει να ξεχάσει.
Ποιο’ναι το πιο αιμοβόρο θεριό; Η νέα πίστη. Ποιο’ναι το πιο φυτοφάγο ζώο; Η πίστη που γέρασε.
Ο άνθρωπος δεν είναι αθάνατος, παρά υπηρετεί Κάτι ή Κάποιον αθάνατο.
Αν άκουγα τη φωνή του, όχι τη φωνή του, την κραυγή του, η ζωή μου θα’χε πάρει αξία… Μα δεν τόλμησα (για τον Ζορμπά)
Το ξέρω, ό,τι γράφω δε θα’ναι ποτέ άρτιο ως τέχνη. Γιατί η πρόθεσή μου μάχεται να ξεπεράσει τα σύνορα της τέχνης κι έτσι παραμορφώνεται η ουσία της ομορφιάς, η αρμονία… Σκοπός μου γράφοντας δεν είναι η ομορφιά, είναι η λύτρωση.
“Κοίταξε αν μπορείς το φόβο κατάματα κι ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει”.
Υπάρχει τίποτα αληθινότερο από την αλήθεια; Ναι, το παραμύθι. Αυτό δίνει νόημα αθάνατο στην εφήμερη αλήθεια.
“Εμείς οι άνθρωποι το λέμε παραμύθι. Η τριανταφυλλιά το λέει τριαντάφυλλο”.
Η ομορφιά της θάλασσας ήταν τόσο αβάσταχτη που μονάχα το Αχ! μπορούσε να τη χωρέσει.
Δεν έχω στην εξουσία μου παρά τα είκοσι τέσσερα γράμματα της αλφαβήτας. Θα κηρύξω επιστράτεψη, θα σηκώσω στρατό, θα παλέψω με το θάνατο.
Δευτέρα 11 Μαρτίου 2024
ΧΕΓΚΕΛ: Εισαγωγή στην Αισθητική
( Μετάφραση Γιώργος Βελούδης, 2000, εκδ. Πόλις)
Ι. Οριοθέτηση της Αισθητικής και αναίρεση ενστάσεων κατά της φιλοσοφίας της τέχνης
Η ωραιότητα της τέχνης είναι η ωραιότητα που γεννήθηκε και ξαναγεννήθηκε από το πνεύμα και στον ίδιο βαθμό που τα πνεύμα και τα παράγωγά του είναι ανώτερα από τη φύση και τα φαινόμενά της, είναι ανώτερο και το ωραίο της τέχνης από την ωραιότητα της φύσης (46)
Το ωραίο της φύσης εμφανίζεται μόνο ως μια αντανάκλαση του ωραίου που ανήκει στο πνεύμα (47)
...(το ωραίο και η τέχνη) μετριάζουν τη σοβαρότητα των σχέσεων και τις περιπλοκές της πραγματικότητας, εξαλείφουν τη ραστώνη με ένα διασκεδαστικό τρόπο και, όπου δεν υπάρχει τίποτε το καλό να εκτελεστεί, παίρνουν τουλάχιστον τη θέση του κακού πάντα με καλύτερο τρόπο απ’ό,τι το ίδιο το κακό. (48)
η τέχνη ανήκει περισσότερο στην ελάττωση, τη χαλάρωση του πνεύματος, ενώ τα ουσιαστικά συμφέροντα χρειάζονται την έντασή του. (49)
...εμφανίζεται μόνο ως μέσον.. το μέσον που χρησιμοποιεί σταθερά γι΄αυτό είναι η ψευδαίσθηση. Γιατί το ωραίο ζει μέσα στο φαινόμενο.
...προσφέρεται στην αίσθηση, στο αίσθημα, στην εποπτεία, στη δύναμη της φαντασίας, έχει ένα διαφορετικό πεδίο από τη σκέψη...(52)
Είναι ακριβώς η ελευθερία της παραγωγής και των μορφοποιήσεων που απολαμβάνουμε στην ωραιότητα της τέχνης...Δραπετεύουμε από τα δεσμά του κανόνα και του κανονισμένου.
Αν η αισθητική αφήσει κατά μέρος το ωραίο της φύσης...απομακρυνόμαστε από την αναγκαιότητα και τη νομοτέλεια...Στο πνεύμα όμως εν γένει και περισσότερο στη δύναμη της φαντασίας φαίνεται, σε σχέση με τη φύση, να βρίσκονται σαν στο σπίτι τους ιδιαίτερα η αυθαιρεσία και η ανομία)
δεν μπορούν να υπάρξουν γενικοί νόμοι του ωραίου και του γούστου.
Στα καλλιτεχνικά έργα οι λαοί έχουν καταθέσει τις ουσιαστικότερες εσωτερικές ιδέες και αντιλήψεις τους και για την κατανόηση της σοφίας και της θρησκείας η ωραία τέχνη αποτελεί συχνά, και σε μερικούς λαούς αποκλειστικά, το κλειδί.
Είναι το βάθος ενός υπεραισθητού κόσμου, στον οποίο διεισδύει η σκέψη και τον θέτει κατ’αρχήν ως ένα επέκεινα απέναντι στην άμεση συνείδηση και στο παροντικό αίσθημα.
Μόνο πέρα από την αμεσότητα τού αισθάνεσθαι και των εξωτερικών αντικειμένων μπορεί να βρεθεί η γνήσια πραγματικότητα.
Η ουσία εκφαίνεται βέβαια και στο συνηθισμένο εξωτερικό και εσωτερικό κόσμο, αλλά με τη μορφή ενός χάους τυχαιοτήτων… Η τέχνη προσδίδει ια ανώτερη, από το πνεύμα γεννημένη, πραγματικότητα. (58)
Ο σκληρός φλοιός της φύσης και του συνηθισμένου κόσμου κάνουν στο πνεύμα δυσκολότερο να διεισδύσει στην Ιδέα απ΄ό,τι τα έργα της τέχνης.
(από την άλλη) μόνο ένας ορισμένος κύκλος και μια βαθμίδα της αλήθειας είναι ικανά να παρασταθούν στο στοιχείο της τέχνης.
(σήμερα) η σκέψη και ο στοχασμός έχουν υπερκεράσει την τέχνη… Οι καλές ημέρες τής ελληνικής τέχνης και ο χρυσός αιώνας του όψιμου Μεσαίωνα έχουν παρέλθει… Ακόμα και ο ενεργός καλλιτέχνης δεν παραπλανάται και μολύνεται, ας πούμε, από το στοχασμό.
Η, μέσω μιας απομάκρυνσης από τις βιοτικές σχέσεις να μηχανεύεται και να διεκπεραιώνει μιαν ιδιαίτερη μοναχικότητα που αντικαθιστά ό,τι έχει χαθεί. (62)
Η επιστήμη της τέχνης είναι για τούτο στην εποχή μας μια πολύ μεγαλύτερη ανάγκη απ΄ό,τι στις εποχές στις οποίες η τέχνη παρείχε ήδη ως τέχνη δι’εαυτήν πλήρη ικανοποίηση.
Άποψη: η τέχνη μπορεί ίσως να αποτελέσει ένα αντικείμενο για φιλοσοφικές-στοχαστικές, όχι όμως για συστηματικές-επιστημονικές διερευνήσεις. Εγώ θεωρώ το φιλοσοφείν πέρα για πέρα αχώριστο από την επιστημονικότητα.( 63)
Όσο η αναγκαιότητα ενός αντικειμένου βρίσκεται ουσιαστικά στη λογική-μεταφυσική του φύση μπορεί και μάλιστα πρέπει να χαλαρώνει η επιστημονική αυστηρότητα.
Άποψη: το πραγματικό εν γένει, η ζωή της φύσης και του πνεύματος, παραμορφώνεται και φονεύεται από την κατανόηση, αντί με τη νόηση να έρχεται πιο κοντά, απομακρύνεται ακριβώς από μας.
Το πνεύμα είναι ικανό να παρατηρεί τον εαυτό του, να έχει μια συνείδηση και μάλιστα μια νοούσα συνείδηση για τον εαυτό του και για κάθετι που πηγάζει απ’ αυτό… Εξίσου αναγνωρίζει τον εαυτό του σ’αυτήν την εξωτερίκευσή του προς το αίσθημα και την αισθητότητα, κατανοεί τον εαυτό του στο άλλο με το να μεταβάλλει το αποξενωμένο σε σκέψη και έτσι να το επαναφέρει στον εαυτό του. (66)
Ούτε η ωραία τέχνη είναι ανάξια φιλοσοφικής διερεύνησης, ούτε η φιλοσοφική έρευνα είναι ανίκανη να γνωρίσει την ουσία της ωραίας τέχνης.
ΙΙ. Επιστημονικοί τρόποι διαπραγμάτευσης του ωραίου και της τέχνης
Κάθε καλλιτεχνικό έργο ανήκει στην εποχή του, στο λαό του, στο περιβάλλον του και η λογιοσύνη της τέχνης απαιτεί επιπλέον έναν ευρύ πλούτο και μάλιστα πολύ ειδικών γνώσεων.
Η φιλοσοφία της τέχνης δεν προσπαθεί να δώσει οδηγίες στους καλλιτέχνες, αλλά σκοπός της είναι να καθορίσει τι είναι ενγένει το ωραίο και πώς έχει εκδηλωθεί στο υπάρχον, στα καλλιτεχνικά έργα.
Ο Γκαίτε λέει: Η ύψιστη αρχή των αρχαίων ήταν το σημαίνον, το ύψιστο αποτέλεσμα όμως μια επιτυχημένης εκτέλεσης, το ωραίο.
Χαρακτηρίσαμε ως στοιχεία του ωραίου: ένα εσωτερικό, ένα περιεχόμενο και ένα εξωτερικό, που σημασιοδοτεί αυτό το περιεχόμενο. Το εσωτερικό εκφαίνεται στο εξωτερικό και γίνεται γνωστό μέσω αυτού με το να παραπέμπει το εξωτερικό πέρα από τον εαυτό του: στο εσωτερικό.
Το νοούν πνεύμα μπόρεσε να αναγνωρίσει βαθύτερα τον εαυτό του στη φιλοσοφία και με τον τρόπο αυτό παρορμήθηκε άμεσα στην πρόσληψη της ουσίας της τέχνης με ένα ριζικότερο τρόπο.
Πρέπει να ξεκινήσουμε στη φιλοσοφία της τέχνης από την ιδέα του ωραίου, αλλά δεν πρέπει να μείνουμε προσκολλημένοι μόνο σ’εκείνο το αφηρημένο είδος των πλατωνικών ιδεών με τις οποίες άρχισε η φιλοσοφία για το ωραίο.
ΙΙΙ. Έννοια του ωραίου και της τέχνης
Καλλιτεχνικό έργο είναι μόνο στο βαθμό που έχοντας εκπηγάσει από το πνεύμα, ανήκει και τώρα στο χώρο του πνεύματος, έχει πάρει το βάπτισμα του πνευματικού και τώρα αναπαριστάνει μόνο αυτό που έχει διαμορφωθεί σε εναρμόνιση με το πνεύμα...Με τον τρόπο αυτό το καλλιτεχνικό έργο βρίσκεται υψηλότερα από κάθε φυσικό προϊόν, που δεν έχει πραγματοποιήσει τη διάβαση μέσα από το πνεύμα.
Το θείο δεν υπάρχει απλά στον άνθρωπο, αλλά ενεργεί μέσα του με μια μορφή που είναι με έναν εντελώς διαφορετικό, έναν υψηλότερο τρόπο, σύμφωνη προς την ουσία του θεού απ’ό,τι στη φύση. Ο θεός είναι πνεύμα και μόνο στον άνθρωπο έχει το μέσο, μέσα από το οποίο διέρχεται το θείο, τη μορφή του ενσυνείδητου πνεύματος που παράγει ενεργητικά τον εαυτό του. (99)
Η τέχνη φαίνεται να πηγάζει από μιαν υψηλότερη φυσική ορμή και υψηλότερες ανάγκες. Ο άνθρωπος το κάνει αυτό για να αφαιρέσει, ως ελεύθερο υποκείμενο, και από τον εξωτερικό κόσμο τη σκληρή του κενότητα και να απολαύσει απλά στη μορφή των πραγμάτων μια εξωτερική πραγματικότητα του εαυτού του. (101)
και όχι μόνο με τα εξωτερικά πράγματα προβαίνει ο άνθρωπος μ’αυτόν τον τρόπο,αλλά και με τον ίδιο τον εαυτό του, με την ίδια τη φυσική του μορφή που δεν την αφήνει όπως τη βρήκε, αλλά την αλλάζει σκοπίμως. Σ’αυτό βρίσκεται η αιτία κάθε είδους καλλωπισμού και στολισμού.
Η γενική ανάγκη για την τέχνη είναι λοιπόν η λογική ανάγκη να ανυψώσει ο άνθρωπος τον εσωτερικό και εξωτερικό του κόσμο στην πνευματική συνείδηση ως ένα αντικείμενο, στο οποίο αναγνωρίζει τον ίδιο τον εαυτό του..έτσι ώστε ό,τι είναι μέσα του να το φέρει μ’αυτό
τον αναδιπλασιασμό του στην εποπτεία και τη γνώση γι’αυτόν τον ίδιο και για τους άλλους.
Όπου εκδηλώνονται τα μεγάλα πάθη και κινήματα μιας βαθιάς ψυχής, εκεί δεν πρόκειται πια για τις λεπτότερες διαφορές του γούστου και τις μικρολογίες του για λεπτομέρειες.
Το αισθητό στο καλλιτεχνικό έργο έχει υπόσταση μόνο όσο υπάρχει για το πνεύμα του ανθρώπου και όχι ως αισθητό αυτό δι’ εαυτό.(110)
Αυτά τα αισθητά σχήματα και ήχοι δεν εμφανίζονται στην τέχνη μόνο ως αυτοσκοπός και λόγω της άμεσης μορφής τους, αλλά με το στόχο να προσφέρουν μ’αυτή τη μορφή ικανοποίηση σε ανώτερα πνευματικά ενδιαφέροντα, επειδή έχουν τη δύναμη να προξενούν στο πνεύμα μια συνήχηση και αντήχηση απ’όλα τα βάθη της συνείδησης.Με τον τρόπο αυτό το αισθητό στην τέχνη είναι εκπνευματοποιημένο, αφού το πνευματικό σ’αυτήν εκφαίνεται ως αισθητοποιημένο (116)
Οι όψεις του πνευματικού και του αισθητού στην καλλιτεχνική παραγωγή πρέπει να είναι ένα… Αυτή η γνήσια παραγωγή αποτελεί την ενέργεια της καλλιτεχνικής φαντασίας. Ό,τι εν γένει τέτοια ταλέντα έχουν ήδη στη φαντασία τους, ό,τι κινεί και ταράζει το εσωτερικό τους, γίνεται αμέσως σχήμα, σχέδιο,μελωδία ή ποίημα. (120)
Κατά την απλή μίμηση η τέχνη δεν μπορεί να κερδίσει το στοίχημα με τη φύση κι έτσι όποιος προσπαθήσει να συρθεί πίσω από έναν ελέφαντα θα κερδίσει την υπόληψη ενός σκουληκιού.
Ο σκοπός της τέχνης πρέπει ως εκ τούτου να έγκειται σε κάτι άλλο από την απλά τυπική μίμηση του υπάρχοντος, η οποία σε κάθε περίπτωση, μπορεί να φέρει στο φως μόνο τεχνάσματα και όχι καλλιτεχνήματα.(128)
Όθεν ο σκοπός της τέχνης ορίζεται ως εξής: να αφυπνίζει και να ζωογονεί τα αποκοιμισμένα αισθήματα, τις κλίσεις και τα πάθη κάθε είδους, να γεμίζει την καρδιά και να κάνει τον άνθρωπο, τον ώριμο και τον ακόμα ανώριμο, να αισθανθεί πλήρως κάθε τι που κρύβει στα εσώτερα και τα μύχιά του το ανθρώπινο θυμικό, να γνωρίσει και να προβάλει ό,τι μπορεί να κινεί και να συγκινεί το στήθος του ανθρώπου στα βάθη του και στις πολυποίκιλες δυνατότητες και πτυχές του και οτιδήποτε άλλο το ουσιαστικό και υψηλό διαθέτει το πνεύμα προς απόλαυση στο συναίσθημα και στην εποπτεία της μεγαλοπρέπειας του ευγενούς, του αιώνιου, του αληθινού. Επίσης να κάνει κατανοητή τη δυστυχία και την αθλιότητα, έπειτα να γνωρίσει το κακό και το εγκληματικό,κάθε τι το αποτρόπαιο και φρικτό, καθώς και κάθε ηδονή και ευδαιμονία και να αφήσει τέλος τη φαντασία να παραδοθεί στα ξέγνοιαστα παιχνίδια της δημιουργικής της δύναμης να εντρυφήσει στη δελεαστική μαγεία ηδυπαθών θελκτικών ιδεών και αισθημάτων. (129-130)
Με τον τρόπο αυτό ο άνθρωπος θεάται τις ορμές και τις κλίσεις του και ενώ αυτές τον παρέσυραν πριν χωρίς αυτός να τις αντανακλά μέσα του, τώρα τις βλέπει μπροστά του, και αφού στέκονται απέναντί του, σαν κάτι το αντικειμενικό, αρχίζει να απελευθερώνεται από αυτές. Η τέχνη, όντας η ίδια μέσα στο χώρο των αισθήσεων, με τις αναπαραστάσεις απελευθερώνει ταυτόχρονα από την εξουσία της αισθησιακότητας.
Συστατικό στοιχείο της ηθικής είναι ο στοχασμός. ..Ο νόμος όμως αυτός, το καθήκον που επιλέγεται ως κανόνας και εκτελείται χάριν του καθήκοντος από ελεύθερη πεποίθηση και εσωτερική συνείδηση, είναι δι εαυτό το αφηρημένο γενικό της βούλησης, το οποίο έχει την άμεση αντίθεσή του στη φύση, τις αισθησιακές ορμές, τα ιδιοτελή συμφέροντα, τα πάθη και ό,τι χαρακτηρίζει κανείς περιληπτικά ως θυμικό και καρδιά. (143)
Η νεότερη παιδεία, η νεότερη διάνοια γεννάει στον άνθρωπο αυτή την αντίθεση, που τον μεταβάλλει σε αμφίβιο, από τη στιγμή που τον αναγκάζει να ζει σε δυο κόσμους, που αντιφάσκουν ο ένας με τον άλλο.
Καθήκον της φιλοσοφίας θα είναι να άρει αυτές τις αντιθέσεις, δηλαδή να καταδείξει ότι ούτε η μια, με την αφαίρεσή της, ούτε η άλλη μ’αυτή τη μονομέρεια, ενέχουν αλήθεια, αλλά και οι δυο τους είναι αυτό που αναιρεί τον εαυτό του. Η αλήθεια βρίσκεται μόνο στη συμφιλίωση και τη διαμεσολάβηση και των δυο τους και αυτή η διαμεσολάβηση δεν είναι ένα απλό αίτημα, αλλά το τετελεσμένο καθ’ εαυτό και δι’εαυτό και αυτό που τελείται αδιαλείπτως. (146)
Η τέχνη καλείται να αποκαλύψει την αλήθεια με τη μορφή αισθητής καλλιτεχνικής μορφοποίησης και να αναπαραστήσει, συμφιλιωμένη, την αντίθεση εκείνη και έτσι έχει τον τελικό σκοπό της εν εαυτή, σ’αυτή την ίδια αναπαράσταση και αποκάλυψη. Γιατί κάθε άλλοι σκοποί, όπως διδασκαλία, κάθαρση,βελτίωση,χρηματισμός, επιδίωξη δόξας και τιμής, δεν αφορούν καθόλου το καλλιτεχνικό έργο ως τέτοιο και δεν καθορίζουν την έννοιά του.
Ο Κάντ συλλαμβάνει την αισθητική κρίση έτσι ώστε αυτή να μην υποκύπτει ούτε απ΄τη διάνοια ως τέτοια, ως δύναμη των εννοιών, ούτε από την αισθητηριακή εποπτεία και την πολύχρωμη ποικιλία της ως τέτοιες, αλλά από το ελεύθερο παιχνίδι της διάνοιας και της φαντασίας.
Όταν έχουμε πχ ένα ενδιαφέρον της περιέργειας ή ένα αισθητηριακό ενδιαφέρον για την αισθησιακή ανάγκη μας ή μιαν επιθυμία της κατοχής και της χρήσης, τότε τα αντικείμενα δεν είναι για μας σπουδαία για χάρη των ίδιων των πραγμάτων, αλλά για χάρη τής ανάγκης μας… Η σχέση μας προς το ωραίο δεν είναι του είδους αυτού. Η αισθητική κρίση αφήνει το εξωτερικά υπάρχον να υφίσταται ελεύθερο δι’εαυτό και προκύπτει από μιαν ηδονή, στην οποία συναινεί το ίδιο το αντικείμενο για χάρη του ίδιου του εαυτού του, ενώ η ηδονή αυτή αναγνωρίζει στο αντικείμενο το δικαίωμα να έχει το σκοπό του μέσα στον ίδιο τον εαυτό του.
Κατά την παρατήρηση του ωραίου δεν έχουμε συνείδηση της έννοιας και του αθροίσματος κάτω απ’αυτήν και δεν αφήνουμε τα τεθεί σε λειτουργία ο διαχωρισμός του μεμονωμένου αντικειμένου και της γενικής έννοιας, που ενυπάρχει κατά τα άλλα στην κρίση
Το ωραίο δεν φέρει επάνω του τη σκοπιμότητα ως μια εξωτερική μορφή, αλλά η σκόπιμη αντιστοιχία του εσωτερικού και του εξωτερικού είναι εμμενής φύση ωραίου αντικειμένου.. Το ωραίο υπάρχει ως σκόπιμο εν εαυτώ, χωρίς το μέσο και ο σκοπόν να φαίνονται ως διαφορετικές πλευρές.
Το ωραίο έχει μια αναγκαιότητα τής ευαρέσκειας χωρίς καμία αναφορά σε έννοιες, δηλαδή σε κατηγορίες τής διάνοιας εν εαυτή.
Ενώ ο Σίλλερ βυθίστηκε στην παρατήρηση του εσωτερικού βάθους του πνεύματος, ο χαρακτήρας του Γκαίτε τον οδήγησε στη φυσική πλευρά της τέχνης, στην εξωτερική φύση.
Θα μπορούσαμε να φανταστούμε δυο τρόπους με τους οποίους ο άνθρωπος στο χρόνο συναντάται με τον άνθρωπο ως Ιδέα. Από τη μια το κράτος, ως το είδος του ηθικού, του δικαίου, του ευφυούς να αίρει την ατομικότητα, από την άλλη το άτομο να εξυψώνεται στο είδος.. Η αισθητική αγωγή καλείται να εκπληρώσει το αίτημα για τη διαμεσολάβηση και συμφιλίωσή τους. (160)
[Οι Σλέγκελ ισχυρίζονται ότι] ό,τι είναι, είναι μόνο μέσω του Εγώ και ό,τι είναι μέσω του εαυτού μου, μπορώ εγώ, επίσης μέσω και να το αφανίσω και πάλι.. Τότε όμως και το Εγώ θα μπορεί να μείνει κύριος και αφέντης πάνω σε όλα και δεν θα υπάρχει στη σφαίρα της ηθικότητας τίποτα..Κάθε τι θα ήταν ένα απλό φαίνεσθαι δια του Εγώ.. Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η σημασία τής “ιδιοφυούς θείας ειρωνείας” ως τής συγκέντρωσης του Εγώ στον εαυτό του..Εδώ έχουν την αφετηρία τους και τα αδιάκοπα παράπονα εκ μέρους της ειρωνείας για την έλλειψη βαθιού πνεύματος και ιδιοφυίας στο κοινό που δεν μπορεί να καταλάβει το ύψος αυτό της ειρωνείας.
Το περιεχόμενο της τέχνης είναι ηΙδέα και η μορφή της η αισθητή, εικονική της διαμόρφωση. Και τις δυο αυτές πλευρές οφείλει λοιπόν να τις διαμεσολαβήσει σε μιαν ελεύθερη συμφιλιωμένη ολότητα.
Το εξωτερικό της μορφής μέσω της οποίας το περιεχόμενο γίνεται εποπτεύσιμο και αντιληπτό, έχει ως σκοπό του να υπάρχει μόνο για το αίσθημα και το πνεύμα μας. Μόνο για το λόγο αυτό περιεχόμενο και καλλιτεχνική μορφή είναι διαμορφωμένα το ένα μέσα στο άλλο.
Το ύψος και η εξοχότητα της τέχνης στην αρμόζουσα με την έννοιά της πραγματικότητα θα εξαρτάται από το βαθμό της μυχιότητας και συμφωνίας στην οποία η Ιδέα και η μορφή έχουν φτάσει, διεισδύοντας η μια στην άλλη.
Οι καλλιτεχνικές μορφές είναι οι διαφορετικές σχέσεις μεταξύ περιεχομένου και μορφής.
Συμβολική καλλιτεχνική μορφή.. Η σημασία αδυνατεί να ενσωματωθεί πλήρως στην έκφραση και παρ΄όλο τον αγώνα και την προσπάθεια, η δυσαρμονία μεταξύ Ιδέας και μορφής εξακολουθεί να υφίσταται.
Κλασική καλλιτεχνική μορφή.. Η μορφή που έχει αφ΄εαυτής την Ιδέα ως πνευματική και μάλιστα την ατομικά προσδιορισμένη πνευματικότητα, όταν πρόκειται να εξέλθει στην έγχρονη έκφανση, είναι η ανθρώπινη μορφή.
Η τέχνη, εφόσον έχει να φέρει το πνευματικό στην εποπτεία με αισθητό τρόπο, οφείλει να προχωρήσει σ΄αυτήν την ανθρωποποίηση, αφού το πνεύμα εκφαίνεται αισθητά, με επάρκεια, μόνο μέσα στο σώμα του.
Το πνεύμα καθορίζεται εδώ, ταυτόχρονα ως μερικό, ως ανθρώπινο και όχι ως απλώς απόλυτο και αιώνιο, αφού είναι ικανό να εκδηλώνεται και να εκφράζεται μόνο ως πνευματικότητα.
Ρομαντική καλλιτεχνική μορφή. Όταν το καθ΄εαυτό της κλασσικής καλλιτεχνικής μορφής, δηλαδή η ενότητα ανθρώπινης και θείας φύσης, εξυψώνεται με έναν τέτοιο τρόπο από μιαν άμεση σε μια συνειδητή ενότητα, τότε το αληθινό στοιχείο για την πραγματικότητα αυτού του περιεχομένου δεν είναι πια η αισθητή άμεση ύπαρξη του πνευματικού, η σωματική ανθρώπινη μορφή, αλλά η αυτοσυνείδητη εσωτερικότητα.
Το εξωτερικό δεν έχει πια την έννοια και τη σημασία του μέσα του και πάνω του όπως στο κλασικό, αλλά στο θυμικό, το οποίο δεν βρίσκει την έκφανσή του στο εξωτερικό και στη μορφή της πραγματικότητας που του αντιστοιχεί, αλλά στον ίδιο τον εαυτό του.
Αυτές – η συμβολική, η κλασική, η ρομαντική – συνίστανται στην, επιδίωξη, επίτευξη, υπέρβαση του Ιδεώδους ως της αληθινής Ιδέας της ωραιότητας.
Η βασική μορφή της Αρχιτεκτονικής είναι η συμβολική καλλιτεχνική μορφή γιατί ανοίγει αυτή πρώτη το δρόμο στην αρμόζουσα πραγματικότητα του θεού και όντας στην υπηρεσία του μοχθεί με την αντικειμενική φύση .. τού οικοδομεί τον ναό του ως ένα χωρο για την εσωτερική περισυλλογή και τη στροφή προς τα απόλυτα αντικείμενα τού πνεύματος.
Η Γλυπτική προσλαμβάνει την κλασική καλλιτεχνική μορφή ως βασικό τύπο της. Γι αυτήν το πνεύμα οφείλει να στέκεται με τη σωματική του μορφή σε άμεση ενότητα, γαλήνιο και μακάριο και η μορφή οφείλει να ζωντανεύει μέσω του περιεχομένου πνευματικής ατομικότητας.
Η Ζωγραφική, η Μουσική και η Ποίηση προσλαμβάνουν τον τύπο τους από τη ρομαντική μορφή τέχνης. Η Ζωγραφική απελευθερώνει την τέχνη από την αισθητή χωρική τελειότητα του υλικού, αφού περιορίζεται στη διάσταση τής επιφάνειας.. Ολόκληρο το βασίλειο της μερικότητας, από την υψηλότερη πεμπτουσία του πνεύματος μέχρι το ταπεινότερο μεμονωμένο αντικείμενο τής φύσης, βρίσκει τη θέση του.
Η Μουσική προχωρεί σε ακόμη βαθύτερη υποκειμενικότητα και μερίκευση..Μια τέτοια αρχόμενη ιδεατότητα τής ύλης που δεν εμφανίζεται πια ως χωρική, αλλά ως χρονική ιδεατότητα, είναι ο ήχος, το αρνητικά τεθειμένο αισθητό του οποίου η αφηρημένη ορατότητα έχει μεταβληθεί σε ακουστικότητα.
Στην Ποίηση ο ήχος γίνεται λέξη ως εν εαυτώ αρθρωμένος φθόγγος, το νόημα του οποίου συνίσταται στο να σημαίνει παραστάσεις και σκέψεις. Με τον τρόπο αυτό, το αληθινό στοιχείο τής ποιητικής αναπαράστασης είναι η ίδια η ποιητική παράσταση και πνευματική απεικόνιση και, αφού το στοιχείο αυτό είναι κοινό σε όλες τις μορφές τέχνης, η Ποίηση τις διαπερνά όλες και αναπτύσσεται μέσα τους αυτόνομα.. Όταν βρίσκεται η τέχνη σε αυτή την ύψιστη βαθμίδα ξεπερνάει και τον εαυτό της, με το να εγκαταλείπει το στοιχείο συμφιλιωτικής αισθητοποίησης του πνεύματος και να περνάει από την ποίηση της παράστασης στην πρόζα της νόησης.. Το χαρακτηριστικό στοιχείο της είναι η ωραία φαντασία, και η φαντασία είναι αναγκαία για κάθε παραγωγή τής ωραιότητας, σε οποιαδήποτε καλλιτεχνική μορφή και να ανήκει.
Αυτό λοιπόν που πραγματοποιούν οι επιμέρους τέχνες στα επιμέρους καλλιτεχνικά έργα δεν είναι, σύμφωνα με την έννοιά τους, παρά οι γενικές μορφές της εξελισσόμενης Ιδέας της ωραιότητας, ως εξωτερική πραγματοποίηση της οποίας υψώνεται το ευρύ Πάνθεο της Τέχνης, του οποίου κύριος και πρωτομάστορας είναι το πνεύμα του ωραίου που κατανοεί τον εαυτό του, το οποίο όμως η παγκόσμια ιστορία θα ολοκληρώσει μόνο μέσα στην εξέλιξη της σε ολόκληρες χιλιετίες.
Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΓΙΟΥΡΣΕΝΑΡ: Το στεφάνι και η λύρα ( Για την αρχαία ελληνική ποίηση)
Εκδόσεις Χατζηνικολή, 1986
(Έκανα μια επιλογή από τα σχόλια της Γιουρσενάρ πάνω στην αρχαία ποίηση και τους ποιητές μας, γιατί με εντυπωσίασε η ευφυία και ο σεβασμός που ανέδυαν, για κάτι που εμείς οι ίδιοι μάλλον αγνοούμε στο σύνολό του... Φ.Χ.)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
- Μια μετάφραση που έχω κάνει μόνο για μένα. Τις μεταφράσεις των αρχαίων ελληνικών ποιημάτων που θα διαβάσουμε, ως ένα σημείο τις έγραψα για την καθαρά προσωπική μου απόλαυση και αυτό στην πιο ακριβόλογη κυριολεξία, χωρίς δηλαδή να με είχε ποτέ απασχολήσει το αν θα δημοσιεύονταν ποτέ ή όχι. Το ίδιο και τα λιγόλογα ή μακροσκελή σημειώματα που προλογίζουν αυτές τις μεταφράσεις και που στην αρχή δεν ήταν παρά οι πληροφορίες που συγκέντρωνα ή οι εκτιμήσεις που επιχειρούσα μόνον για μένα. Όταν μετέφραζα αυτά τα ποιήματα ή αυτά τα αποσπάσματα, ουσιαστικά δεν διέφερα από τους αλλοτινούς ζωγράφους που ζωγράφιζαν πάνω σε αρχαϊκά πρότυπα ή σχεδίαζαν πίνακες παλαιότερών τους δασκάλων για να μπουν πιο βαθιά μέσα στα μυστικά της τέχνης τους, ή από τον συνθέτη που αραιά και που ξαναδουλεύει κάποιο κομμάτι του Μπαχ ή του Μόζαρτ, για ν' αντλήσει απ' αυτό απόλαυση και πλούτο.
- Δώδεκα αιώνες και κάπου εκατόν δέκα ποιητές. Η επιλογή που ακολουθεί ανοίγει με τον θαυμαστό κώμο (στο πρωτότυπο ακούγεται καθαρά) των ποιητών της Ιωνίας του 7ου και του 6ου αιώνα, πολύλαλο και αρμονικό τραγούδι πουλιών. Κλείνει με μερικούς ποιητές των χρόνων του Ιουστινιανού
Η επιλογή ανοίγει με τον θαυμαστό κώμο των ποιητών της Ιωνίας του 7ου και του 6ου αιώνα, πολύλαλο και αρμονικό τραγούδι πουλιών. Κλείνει με μερικούς ποιητές των χρόνων του Ιουστινιανού.
Από το πρελούδιο ως τον επίλογο, δώδεκα περίπου αιώνες, από τον πρώτο αρχαϊκό Παρθενώνα ώς την Άγια Σοφιά, και κάπου τριάντα έξι γενιές μετακινούνται και αλλάζουν για να παγιώσουν τελικά μέσα απ’ αυτήν τη ρευστότητα μια εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα σε τραγούδι και γραπτή ποίηση , ανάμεσα σε φύση και πολιτεία, ανάμεσα στην πίστη προς τους θεούς και τον σκεπτικισμό, ανάμεσα στην παθιασμένη λαχτάρα για τη ζωή και τα πικρά ερωτήματα γύρω από τη ζωή.
Ο χρόνος: όσο κι αν είναι μακρύς ας μη λησμονούμε ότι καλύπτει λιγότερο από το ένα τρίτο του χρόνου στον οποίο τα ελληνικά ήταν και είναι ακόμα μια ζωντανή γλώσσα.
Οκτώ αιώνες θα τους διαδέχονται οι υπομονετικοί καλλιγράφοι που θ’αντιγράφουν αρχαία χειρόγραφα, εκείνα τουλάχιστον που γλύτωσαν από τη μοναστική λογοκρισία, οι συγγραφείς των “καλών πρότυπων” του παλιού καιρού ενώ δημοτικές ποιήσεις με διαφορετικό άρωμα θα βλασταίνουν και θα θεριεύουν στον ίσκιο της μεγάλης μισόξερης βελανιδιάς.
Ο χώρος: έχομε συνηθίσει να βλέπομε μικρή την Ελλάδα. “Μικρή και ιερή” λέει ο Κοκτώ… Αλλά πέρα από αυτή την καθαυτή Ελλάδα, θα πρέπει να έχομε στο νου την απέραντη εκείνη ελληνική αυτοκρατορία, που ανάλογα με τις εποχές οργανωνόταν, θέριευε ή συμπτυσσόταν, και όπου εμίλησαν και σκέφτηκαν ελληνικά.
Στην πραγματικότητα, ο εκπληκτικός πλούτος της Ελλάδας και της ποίησης που μας άφησαν οι Έλληνες οφείλεται στο γεγονός ότι σ’αυτή βιώθηκαν οι πιο διαφορετικές εμπειρίες από τις οποίες οι ποιητές της κατέγραψαν ένα σημαντικό μέρος.
Η φλόγα της Σαπφούς διαφέρει από το ανάλαφρο μεθύσι του Ανακρέοντα, η γλυκύτητα του Σόλωνα δεν έχει σχέση ούτε με την αυστηρότητα του Θέογνη ούτε με τη λάμψη του Πίνδαρου. Η τριάδα Αισχύλος-Σοφοκλής-Ευριπίδης αναλύεται σε τρια πλάσματα όσο το δυνατόν πιο διαφορετικά μεταξύ τους, που το καθένα με τον τρόπο του, απασχολούσαν τα ίδια μεγάλα προβλήματα: το ανθρώπινο πλάσμα αντιμέτωπο με την τάξη ή την αταξία του σύμπαντος, η δικαιοσύνη αντιμέτωπη με την εκδίκηση, ο άγραφος Νόμος αντιμέτωπος με το κράτος, ή πολύ πιο απλά, το πώς θα έγραφαν ένα καλό έργο για τα Μεγάλα Διονύσια.
Όσο κι αν το τονίσουμε ποτέ δεν θα γίνει απόλυτα συνειδητό το πόσο αυτά τα μεγάλα έργα του παρελθόντος έφθασαν μέχρις εμάς χάρη σε μερικά χειρόγραφα αντίγραφα, πάντα μεταγενέστερα από την εποχή όπου ανθούσε ο ποιητής τους, σχεδόν πάντοτε λιγοστά, μερικές φορές μοναδικά, πάντα παραποιημένα από τις παραλείψεις ή τις απροσεξίες του αντιγραφέα, εκτεθειμένα σε όλους τους δυνατούς κινδύνους, από τα ποντίκια και τη μούχλα ώς τους μεταγραφείς και την πυρά.
Μας συναρπάζει το πόσο όμοια γίνονται και ξεγίνονται τα μεγάλα θέματα και οι μεγάλες μορφές της ποίησης σ’αυτούς τους δώδεκα αιώνες… Την ποίηση που τραγουδιέται ή ψάλλεται, διαδέχεται η ποίηση που διαβάζεται ή απαγγέλλεται.
Στην ίδια αυτή ταραγμένη από το πάθος εποχή, όπως και πριν απ’αυτήν έχουμε την παιδεραστική επιθυμία και το παιδεραστικό παιχνίδι, θέματα που θα διατηρηθούν στη λογοτεχνία μέχρις ότου ήθη καταπιεστικά υποχρεώσουν τον ποιητή να σωπάσει για μερικούς αιώνες.
Ο σεβασμός με τον οποίον περιβάλαν οι Έλληνες τις ποιήτριές τους, τη Σαπφώ ιδιαίτερα και αργότερα τις φίλες και τις μαθήτριες των φιλοσόφων, δείχνει πως η ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης υπήρχε για τη γυναίκα, άλλο αν ήταν λίγες οι γυναίκες που μπόρεσαν ή θέλησαν να την πάρουν.
Αληθινοί ή ψεύτικοι, και από μια έννοια όλα είναι αληθινά, οι θεοί γίνονται αισθητοί μέσα από τον έρωτα, την ελπίδα ή το φόβο που εμπνέουν, φορές μάλιστα μέσα από την επιθυμία, σ΄έναν κόσμο όπου η ένωση ανάμεσα σε θνητούς και θεϊκά πρόσωπα πιστευότανε δυνατή, ως και συχνή στις αρχές του χρόνου… Υπάρχει, θα λέγαμε, μια ανισότητα θέσης και μια ενότητα φύσης ανάμεσα σε θεό και άνθρωπο… Αλλά αυτό το πλησίασμα έμελλε να’ναι περαστικό. Αυτοί οι υπερβολικά κοντινοί μας θεοί θα έχαναν κατά κάποιο τρόπο την τρομακτική τους θεϊκιά ανευθυνότητα: κρινόμενοι σαν άνθρωποι, και από ανθρώπους, ορισμένες τους συμπεριφορές θα έμεναν ανεξήγητες.
Οι συγγένειες με την ανατολική σκέψη κινδυνεύουν να ενοχλήσουν τα πνεύματα που συνηθίζουν να βλέπουνε την Ελλάδα σαν ένα σφραγιστό κιούπι. Αλλά ας μην ξεχνάμε πως αν η αρχαία Ελλάδα είναι για μας το ακρότατο άκρο μιας Ευρώπης τότε βυθισμένης λίγο πολύ στο σκοτάδι, οι Γιαβάνας (έτσι ονόμαζαν τους Ίωνες οι Ινδοί) αντιπροσώπευαν αντίθετα την απώτατη παρυφή της Ασίας… Είμαστε αναγκασμένοι να διαλέξουμε ανάμεσα σε μια διαπίστωση πως θα πρέπει να έγιναν διεισδύσεις μέσα από κανάλια που δεν γνωρίζομε αλλά που ήταν πολύ αρχαιότερα από την πολυθρύλητη εκστρατεία του Αλεξάνδρου, και σε μια υπόθεση πως το ανθρώπινο πνεύμα έχει την ιδιότητα να χτίζει, αυθόρμητα, σε διαφορετικά σημεία του χώρου και του χρόνου, σχεδόν ταυτόσημες νοητικές δομές, πράγμα που κι αυτό παρουσιάζει τις δυσκολίες του.
Με τα χριστιανικά επιγράμματα του Αγαθία, τα άψογα και σκληρά σαν τις γωνιές του κρυστάλλου, βρισκόμαστε πολύ μακριά από τον οργανικό κόσμο της ειδωλολατρικής αρχαιότητας, τη ρέουσα πολυστροφία της, τις στιγμές της της έντασης που ακολουθούσαν ηδονικές χαλαρώσεις: σε διάλυση,ο μύθος, παραχώρησε τη θέση του στο δόγμα.
Η πολιτική ρυθμίζει κι απορυθμίζει σε τέτοιο βαθμό τη ζωή μας που είναι φυσικό να παραμονεύουμε αχόρταγα για την παραμικρή της ηχώ σ’ αυτούς τους ανθρώπους του παρελθόντος… Αυτό που διακρίνουμε πιο καθαρά είναι ένας κάπως κοντόφθαλμος κοινός νους, μια καθόλου αδικαιολόγητη δυσπιστία για τους μεγάλους ταχυδακτυλουργούς της πολιτικής, και τη φρόνιμη επιθυμία να προφυλαχθούν από καρπαζιές… Για οκτώ περίπου αιώνες όλα δείχνουν ωσάν, υπερβολικά πολλοί πόλεμοι, υπερβολικά πολλή δόξα αλλά και υπερβολικά πολλή ωμότητα, ανοησία και μικρότητα να είχαν κάνει τους ποιητές να σιχαθούν την πολιτική, ή ωσάν ο ηδονισμός της εποχής να τους απότρεπε από το ν΄ασχοληθούνε μ’ αυτήν… Από το μεγάλο γεγονός που υπήρξε η ζωή και ο θάνατος του Αλεξάνδρου, η ποιητική ελληνική λογοτεχνία δεν έχει αφήσει άλλο από ένα αμυδρότατο ίχνος…
Δεν βρίσκουμε σχεδόν ποτέ στους ποιητές της αρχαίας Ελλάδας, αυτόν τον σωβινισμό της γλώσσας και της κουλτούρας που το σπέρμα του απαντάμε ενίοτε στους πεζογράφους της...Στον 1ο αιώνα πΧ, ο Μελέαγρος από τα Γάδαρα, Έλληνας ή εξελληνισμένος σημίτης, συνέθεσε ένα επιτύμβιο για τον εαυτό του, στο οποίο σύμφωνα με το συνήθειο της εποχής, παρουσιάζεται να απευθύνει ένα χαιρετισμό στους διαβάτες που περνούν από τον τάφο του: “Αλλ’ ει μεν Σύρος εσσί, Σαλάμ, ει δ’ ουν συ γε Φοίνιξ, Αυδονίς, ει δ’ Έλλην,, χαίρε”. Δεν ισχυρίζομαι πως η ελληνική ιστορία ήταν ένα ειδύλλιο, αλλά είναι φανερό πως οι Έλληνες αγνοούσαν ένα τουλάχιστον από τα καρκινώματα του σημερινού κόσμου. Η φράση του Μελεάγρου, ή το αντίστοιχό της, θα έπρεπε να ήταν αναρτημένη σε όλα τα τείχη της Μέσης Ανατολής των ημερών μας.
Πάμπολλοι πολιτισμοί θα μπορούσαν να μας θυμίσουν τα επιτεύγματα και τα αριστουργήματά τους… Αυτές οι μεγάλες ποιητικές λογοτεχνίες, οι ξένες προς την Ελλάδα, δεν μειώνουν για μας την ελληνική ποίηση: με το ενδιαφέρον παιχνίδι των ομοιοτήτων και των διαφορών μάς βοηθούν αντιθέτως να την καταλάβουμε και να την αγαπήσουμε περισσότερο.
Η ελληνική ποίηση παύει να θεωρείται σαν μια από τις όψεις ενός μοναδικού κι ανεξήγητου “ελληνικού θαύματος”, αποτελεί μέρος της παγκόσμιας ποιητικής κληρονομιάς που μας έχει τύχει και που υπερβολικά πολλές και προβλέψιμες καταστροφές θα μπορούσαν να μας κάνουν να χάσουμε μαζί με τους τόσους άλλους θησαυρούς που είμαστε οι ανάξιοι θεματοφύλακές τους. Ας την χαρούμε όσο είναι ακόμα καιρός.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΥΡΤΑΙΟ ΩΣ ΤΟΝ ΕΜΠΕΔΟΚΛΗ
ΤΥΡΤΑΙΟΣ (7ος πΧ)
Ο Τυρταίος με τον Αλκμάνα είναι οι μόνοι ποιητές που έβγαλε η Σπάρτη. Το περίεργο είναι ότι οι δυο αυτοί άντρες που τους μελλόταν να εξυμνήσουν, ο ένας το πολεμικό πνεύματος Λακεδαίμονος και τους πεσμένους στη μάχη οπλίτες της, ο άλλος τα παιχνίδια και τις ημίγυμνες κόρες της να τρέχουν και να χορεύουν, ήταν, και οι δυο, ξένοι που είχε υιοθετήσει εκείνη η πόλη που θα έλεγε κανείς ότι είχε προσβληθεί από ποιητική στειρότητα.
ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (7ος πΧ)
Γέννημα θρέμμα της Πάρου, φαίνεται ότι γύρεψε γυναίκα και τύχη στο νησί Θάσος, όπου δεν του έτυχαν άλλο από λύπες και στενοχώριες. Στη Θάσο τοποθετείται η ιστορία του πλουσίου Λυκάμβη που αρνήθηκε να του δώσει μια θυγατέρα του και τόσο ταράχτηκε από τους σκωπτικούς στίχους του ποιητή που κρεμάστηκε.
Αυτός ο ποιητής με την περιπετειώδη ζωή κέρδιζε για μερικά χρόνια τη ζωή του σαν μισθοφόρος. Ήταν μετά από μια εκστρατεία ενάντια σε θρακικά φύλα που συνέθεσε το περίφημο ποίημα για την ασπίδα του, που σε κάποια υποχώρηση άφησε στο πεδίο της μάχης.
ΑΛΚΑΙΟΣ (7ος και 6ος πΧ)
Ο μυτιληναίος Αλκαίος υπήρξε ένας ποιητής, ένας στρατιώτης και ένας παρτιζάνος δεσμευμένος με πάθος στις πολιτικές διαμάχες που σπάραζαν το νησί του. Συνέθεσε Ύμνους και Εγκώμια, ένα από τα οποία απευθυνόταν στον αδερφό του, μισθοφόρο στο στρατό του .
ΣΑΠΦΩ (7ος και 6ος πΧ)
Ξέρουμε ότι η ποιήτρια εξορίστηκε από τη Λέσβο μετά από πολιτικές διαμάχες και ξαναγύρισε στο νησί όταν το ηττημένο της κόμμα ξανάρθε στην εξουσία. Αντίθετα από το μύθο, αν πιστέψουμε τα ίδια της τα γραπτά πέθανε γριά και η ακαλλώπιστη εικόνα της φυσικής της κατάπτωσς που μας δίνει, είναι ίσως μοναδική στη γυναικεία λογοτεχνία.
Ωστόσο θα πρέπει να τονίσουμε ότι η πολύ λίγο κολακευτική αυτοπροσωπογραφία του γερασμένου ποιητή και εραστή ήταν μια σχεδόν υποχρεωτική κοινοτοπία που απαντάμε και στον Αλκμάνα, στον Ανακρέοντα, στον Ίβικο ως και σ΄αυτόν τον Πίνδαρο. Αυτό που την κάνει συνταρακτική στη Σαπφώ είναι η σχεδόν μανιακή έκφραση της διαψευσμένης επιθυμίας σε μια γυναίκα που είναι γριά ή που φαίνεται σαν γριά.
...Οι γεμάτες πάθος σχέσεις ανάμεσα στη Σαπφώ και τις μαθήτριές της ήταν πανομοιότυπες με κείνες που υπήρχαν ανάμεσα στον Σωκράτη και τους μαθητές του. Ωστόσο θα πρέπει να σημειώσουμε μερικές διαφορές. Και πρώτ’ απ΄όλα γι΄αυτούς τους έρωτες μεταξύ γυναικών δεν έχομε παρά μια και μοναδική γυναικεία μαρτυρία, της ίδιας της Σαπφούς, αντί για τα αναρίθμητα ποιήματα που στους μεγάλους αιώνες της Ελλάδας αφιερώθηκαν σε εφήβους.
Οι αρχαίοι εκτιμούσαν την ποίηση της Σαπφούς, από τον σχεδόν σύγχρονό της Σόλωνα που μάθαινε απ’ έξω τους στίχους της μέχρι τον Ιουλιανό τον Παραβάτη που την παράθετε ακόμα. Οι βυζαντινοί του 6ου και 7ου αιώνα κατείχαν τα ποιήματά της στο σύνολό τους σχεδόν, που είχαν γεράσει κάπου χίλια διακόσια χρόνια, αλλά φαίνεται πως στη συνέχεια πολλά χάθηκαν μέσα στις πυρές που άναψαν οι μοναχοί της Κωνσταντινούπολης.
ΣΟΛΩΝ (7ος και 6ος πΧ)
Δεν πρέπει να δούμε τον Σόλωνα σαν ένα δημοκράτη όπως εμείς το εννοούμε σήμερα. Ωστόσο δεν παύει να είναι ένα από τα τελειότερα παραδείγματα μεταρρυθμιστή από αρχοντική γενιά… Οι ποινικοί νόμοι του μετρίαζαν την αυστηρότητα των δρακοντείων νόμων.
Εμπνεόταν από μια λογική που δεν είναι πια η δική μας. Θανατική ποινήγια τη μοιχαλίδα που πιάναν επ΄αυτοφόρω. Απλό πρόστιμο για το βιασμό ή την αποπλάνηση. Θανατική ποινή για τον ενήλικο που χωρίς βάσιμο λόγο έμπαινε σ΄ένα γυμνάσιον παίδων. Απαγορευόταν ν’αγαπήσουν οι ελεύθεροι άνδρες έναν νέο από την τάξη των δούλων. Απαγορευόταν για έναν πατέρα ή αδερφό να εκπορνεύσει μια κόρη ή αδερφή ακόμα παρθένο. Οι σκόρπιες αυτές εντολές, οι άλλοτε αυστηρές, άλλοτε επιεικείς, μετά από επτά αιώνες θα βύθιζαν σε βαθιά απορία τον Πλούταρχο.
ΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΧΡΗΣΜΩΝ (7ος, 6ος και 5ος πΧ)
Άσχετα αν είναι ή όχι αυθεντική η μορφή με την οποία έφθασαν ως εμάς, μας πληροφορούν για την ιδέα που οι Αρχαίοι είχαν για τον Χρησμό και την ποιητική του διατύπωση.
Το κείμενο της Δωδώνης: “ Ζευς ήν, Ζευς εστί,Ζευς έσσεται”, βεβαιώνει και αναπτύσσει στις τρεις κατηγορίες του Χρόνου στο πρόσωπο του υπέρτατου Θεού, ακριβώς όπως ο ινδουισμός θα το κάνει για την τριάδα Βράχμα-Βισνού-Σίβα. Από μια απόσταση αιώνων, προαγγέλλει και το αδιάκοπα επαναλαμβανόμενο κατηγόρημα της ιουδαιοχριστιανικής Αποκάλυψης. “Ο Θεός που είναι, που ήταν και που θα είναι”. Προφανώς πρόκειται για μια μεταφυσική σύλληψη ριζωμένη βαθιά στον κόσμο της Μεσογείου και της Ανατολής που έμελλε να επιβιώσει στην ελληνική θρησκεία.
ΣΤΗΣΙΧΟΡΟΣ (6ος πΧ)
“Ενώ ο Σωκράτης περίμενε στη φυλακή την εκτέλεση της ποινής του, άκουσε κάποιον μουσικό να τραγουδά ένα ποίημα του Στησιχόρου και τον παρακάλεσε να του το μάθει. Ο μουσικός τον ρώτησε σε τι θα του χρησίμευε. “Να το μάθω προτού πεθάνω”, απάντησε ο Σωκράτης” (Αμμιανός Μαρκελλίνος)
ΘΕΟΓΝΙΣ (6ος πΧ)
Αυτά τα μικρά κομμάτια σκιαγραφούν έναν άνθρωπο περισσότερο παθιασμένο για τη σοφία παρά σοφό, που έχει καταπονηθεί από τη μικρότητα των ανθρώπων αλλά που είναι υπερβολικά διαυγής για να ανακαλύπτει και στο δικό του παρελθόν πράγματα που θα τον κάνουν να πει πως κανείς δεν είναι απόλυτα πέρα από τον ψόγο. Έναν αριστοκράτη που δεν βασίζεται πια στους ομοίους του αλλά που σιχαίνεται και την αναρχία του όχλου, έναν παρτιζάνο, έναν εξόριστο φαρμακωμένο από τις προδοσίες που υπήρξε ή πίστεψε πως υπήρξε το θύμα τους, αλλά που νοσταλγεί αρκετά την πατρίδα του για να επιστρέψει ς’ αυτήν όσο και αν του στοιχίσει αυτό. Έναν εραστή χωρίς ψευδαισθήσεις για τις διαφορές της ηλικίας και των αξιών ανάμεσα σε αυτόν και σε κείνους που αγαπά, που όμως είναι υπερβολικά ερωτευμένος για να μην τους συγχωρεί τα παραστρατήματά τους, φέρνοντάς τους συγχρόνως σε αδιέξοδο με τις συμβουλές και τις επιπλήξεις του. Έναν σύζυγο που σεμνύνεται ότι έχει δοκιμάσει τις γλύκες του γάμου, αλλά που γνωρίζει από προσωπική πείρα και τις απογοητεύσεις της πατρότητας. Ένα σοφό που περιφρονεί τα πλούτη αλλά που γνωρίζει ότι σχεδόν πάντα η φτώχεια υποβαθμίζει, που μισεί τα γερατειά αλλά που αγαπά να ζει έχοντας πλήρη συνείδηση της συντομίας της ζωής, και που ζητά στο κρασί την παρηγοριά και τη λησμονιά. Έναν ποιητή, τέλος, από τους πιο μεγάλους, για τον οποίο η ποίηση συγχέεται μ’ αυτή την εισπνοή και την εκπνοή της ανάσας και μόλις ξεχωρίζει από το γεγονός της ζωής.
ΣΚΟΛΙΑ (ίσως 6ος και 5ος πΧ)
Έλεγαν Σκόλια τα τραγούδια που τραγουδούσαν στα συμπόσια και που το έθιμο όριζε να τραγουδούν οι συνδαιτημόνες με τη σειρά της πρωτοκαθεδρίας τους στο τέλος των δείπνων. Συνοδεύονταν από μια υπόκρουση λύρας.
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ (ίσως 6ος και 5ος πΧ)
Αυτός ο κόσμος των βιοτεχνών, των καλλιεργητών, των ναυτών και των στρατιωτών που μιλάει κάτι ελληνικά πιο τραχιά ή τότε λιγότερο επεξεργασμένα από των κειμένων που έφθασαν ως εμάς, δεν έχει αφήσει αυτό που θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε σαν μια γραπτή έκφραση. Ίσως αν τον γνωρίζαμε καλύτερα να μας συνάρπαζε: θα πρέπει να έμοιαζε περισσότερο με τους λαούς που από πάντα, ακόμη και σήμερα, ζουν στα λιμάνια και στην ύπαιθρο της Μεσογείου, παρά με την ιδέα που έχομε σχηματίσει για τους Έλληνες της αρχαιότητας.
ΣΙΜΩΝΙΔΗΣ (6ος και 5ος πΧ)
Ας θυμόμαστε πάντως πως εκείνοι οι λυρικοί δάσκαλοι εξαρτώνταν ολοκληρωτικά για να δημιουργήσουν και πολλές φορές και για να ζήσουν από τις λίγο πολύ κυκλοθυμικές μεγαλοδωρίες των πλούσιων προστατών τους. Όχι μόνον οι ποιητές αλλά και οι μουσικοί, οι χορογράφοι, οι διοργανωτές των δαπανηρών λαϊκών ή θρησκευτικών παραστάσεων είχαν τις ανάγκες και τις απαιτήσεις, τις κλασικά υπερβολικές, που έχουν όλοι οι ιμπρεσάριοι και όλοι οι βιρτουόζοι εκτελεστές. Αυτή η πολυτελής τέχνη, που έφθασε στο απώγειό της στα χρόνια της ευμάρειας μετά τη Σαλαμίνα, φαίνεται πως δεν άντεξε στις συμφορές του Πελοποννησιακού πολέμου, ή τότε μπορεί και να έσβησε από την ίδια της τη φθορά.
Όποια κι αν υπήρξαν τα ελαττώματα του ανθρώπου, τα λίγα που σώζονται από το λυρικό έργο του Σιμωνίδη χαρακτηρίζονται από ένα πλατύ και ανθρώπινο μεγαλείο, πολύ διαφορετικό από τη θρησκευτική μεγαλοπρέπεια του Πίνδαρου, με τον οποίον από ένα καθαρά ποιητικό πρίσμα, έχουν περίπου την ίδια σχέση που έχει ο Σοφοκλής με τον Αισχύλο.
ΠΙΝΔΑΡΟΣ (6ος και 5ος πΧ)
Ασφαλώς είναι ένας αναχρονισμός το να βλέπουμε τους περσικούς πολέμους σαν μια σύγκρουση εθνική ή φυλετική, όπως το εννοούμε σήμερα, σαν μια συνειδητή και οργανωμένη αναμέτρηση για την άμυνα της Δύσης. Και αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση του Πινδάρου. Εκπρόσωπος μιαε κατάστασης πραγμάτων που θα μπορούσε ήδη να θεωρηθεί ημιαρχαϊκή, ποιητής περισσότερο του ημιθεϊκού και ιερού γένους παρά των πόλεων-κρατών που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους, τίποτε σε όσα μας μένουν από το έργο του, δεν αποδίδει απόλυτα τον πατριωτικό και πολεμικό ήχο που έχουν τα επιγράμματα και τα νεκροτράγουδα που ο Σιμωνίδης είχε συνθέσει για τους νεκρούς εκείνων των ίδιων μαχών.
Το έργο του Πίνδαρου περιέχει όλα τα λυρικά είδη της εποχής: ύμνους, ωδές, επινίκους, θρηνητικές μελωδίες, ποιήματα για να τραγουδηθούν και να χορευτούν σε γιορτές ή ν΄απαγγελθούνε σε δείπνα...Αλλά μια σύγκριση θα επιβαλλόταν αν δεν σκεφτόμασταν μόνον την ποιητική, αλλά και τη μουσική και τη χορογραφική μεγαλοφυία ενός Πινδάρου: είναι όμοια με των μεγάλων μουσικών του 17ου και 18ου αιώνα, που έγραψαν κατά παραγγελία για τις αυλές του καιρού τους μια μουσική που ήταν πάντα θαυμάσια και ορισμένες φορές θεϊκιά… Αυτό που κυριαρχεί σ΄αυτόν είναι η ηρωϊκή ολυμπιότητα ενός ανθρώπου που είναι όσο τέλειος του επιτρέπει το ανθρώπινο φυσικό του να είναι, που όμοια με τους θεούς υποτάσσεται στους νόμους του σύμπαντος και τους τηρεί με μόνο το γεγονός πως υπάρχει. Ίσως αυτή η φωτεινή και χρυσαφιά αχλύ των ψυχών και των σωμάτων σε συνδυασμό με την ήρεμη αποδοχή των αναπόφευκτων δεινών, να είναι το στοιχείο που συγγενεύει περισσότερο τον Πίνδαρο με τον αθώο κόσμο του Ομήρου.
Κόσμος αρμονικός όπου η αρμονία ανάμεσα στην ανθρώπινη προσπάθεια και το θείο νόμο, ανάμεσα στην πραγματικότητα και το μύθο, δεν έχει ολωσδιόλου κοπεί και όπου θα μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι οι δυνάμεις του φωτός εξισορροπούν ακόμα τις δυνάμεις του σκότους. Στην πραγματικότητα είναι μια κοσμοθεωρία που χαρακτηρίζει περισσότερο τον ίδιο τον ποιητή παρά την εποχή του και που μπορεί να ερμήνευε μια σχεδόν νοσταλγική επιστροφή σε αυτό που ήδη είχε γίνει παρελθόν. Η τέχνη του Πινδάρου είναι τόσο ένα τέλος όσο και ένα απόγειο.
ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ ( 5ος πΧ)
Ο άνθρωπος αυτός, ο προικισμένος με μια πραγματική επιστημονική μεγαλοφυία, είχε ισχυρές θεουργικές και μαγικές κλίσεις που μερικούς αιώνες αργότερα, μέσα στη μεταβατική ατμόσφαιρα του ειδωλολατρισμού που έσβηνε, δεν θα παραξένευαν κανέναν, αλλά εντυπωσιάζουν μέσα στην καρδιά αυτού που επιμένουμε να θεωρούμε ως τον διαυγή και κλασικό 5ο αιώνα.
Λιγότερο λογικός από τον Παρμενίδη, λιγότερο αριθμολόγος από τον Πυθαγόρα, ελκόμενος περισσότερο από εκείνον από το μυστήριο καθαυτής της ζωής, στην περίπτωσή του θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια προβιολογία, για μια προεμβρυολογία, για μια προπαλαιοντολογία, για μια συγκριτική προμορφολογία.
Περισσότερο και από τις απόψεις του Ηράκλειτου για τη ροή των πραγμάτων και την ένωση των αντιθέτων, το πολύπλοκο κοσμογονικό σύστημα του Εμπεδοκλή προσεγγίζει σε ινδικές υποθέσεις. Υποθέσεις που θα πρέπει να ανταποκρίνονται αν όχι στην υπέρτατη αλήθεια, τουλάχιστον σε ορισμένες δομές του ανθρώπινου πνεύματος αφού τις ξαναβρίσκουμε αργότερα και σε τελείως διαφορετικά πλαίσια, στην ειδωλολατρική και τη χριστιανική Γνώση και στην Καββάλα, και αφού η σημερινή επιστήμη έχει την τάση να τις επαναφέρει ξεκινώντας από άλλα δεδομένα και κάτω από άλλες μορφές.
Όπως σε όλους σχεδόν τους προσωκρατικούς, αιωνίως,και ορισμένες φορές γόνιμα, η φυσική γλιστρά στη μεταφυσική, η λογική στο μύθο. Όμοια με όλους νιώθει άνετα μέσα στις αχανείς εκτάσεις του κοσμικού χρόνου, που μια στενόμυαλη ακριβολογία θα περιόριζε αργότερα στα έξι χιλιάδες χρόνια του βιβλικού θρύλου, με άλλα λόγια σ΄όσο πάνω κάτω διαρκεί η ανθρώπινη ιστορία και προϊστορία.
Ο παράξενος Εμπεδοκλής δεν λησμονήθηκε ποτέ.
ΤΡΑΓΩΔΙΑ- ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΑΤΤΙΚΗ ΚΩΜΩΔΙΑ
ΑΙΣΧΥΛΟΣ (6ος και 5ος πΧ)
Φαίνεται πως τον κατηγόρησαν ότι κοινολόγησε ορισμένα από τα ελευσίνια μυστικά, είτε βάζοντας στο στόμα των προσώπων του λόγια πολύ κοντινά με τη διδασκαλία που προοριζόταν για μυημένους, είτε μιμούμενος σε ένα από τα έργα του μια σκηνή του ιερού δράματος που παιζόταν μέσα στο ιερό. Θα πρέπει να ήταν λοιπόν ένας από τους πρώτους που υπέφεραν από αυτή την Εξέταση, την όχι Ιερή,αλλά Λαϊκή, που μέσα σε έναν αιώνα θα χτυπούσε τόσους μεγάλους Αθηναίους μέσα σ’αυτή την πόλη που ασφαλώς ευνοούσε την ευφυία αλλά όπου πάντοτε η προκατάληψη και η ανοησία κινητοποιούνταν πολύ εύκολα για να ζημιωθεί κάποιος.
Η λέξη ρεαλισμός είναι υπερβολικά μοντέρνα για την τέχνη του Αισχύλου: περισσότερο θα ταίριαζε να μιλούσαμε για μια πραγματικότητα τόσο περιεκτική και βαθιά που ανασχηματίζεται πέραν των ερμηνειών μας. Ποτέ πριν από τον Σαίξπηρ δεν σκηνοθετήθηκε καλύτερα η αιματηρή ανθρώπινη εμπειρία και οι ισχυρές θεμελιακές δυνάμεις στο κέντρο των οποίων εκτυλίσσεται, απ’ ό,τι τις σκηνοθέτησε αυτός ο αχάλινος, περήφανος [επίθετα του Αριστοφάνη που σεβόταν τον Αισχύλο], παθιασμένος για τη δικαιοσύνη, ικανός για οίκτο ποιητής, που αφιέρωσε το έργο του στο Χρόνο.
ΣΟΦΟΚΛΗΣ (5ος πΧ)
Αυτό που συνάγεται από μια επιπόλαιη ανάγνωση αυτών των αποσπασμάτων ή από τους τίτλους των χαμένων τραγωδιών και από τις λιγοστές παρατηρήσεις των Αρχαίων γι’αυτές είναι ότι αν είχαμε στα χέρια μας το πλήρες έργο, οι απόψεις μας θα είχαν πολύ βαθύτερα τροποποιηθεί για τον Σοφοκλή απ’ ό,τι για τον Αισχύλο. Το στοιχείο της ιλαρότητας καθώς και το θέλγητρο του λόγου που κατά τα φαινόμενα ήταν πολύ έντονα τόσο στον ποιητή όσο και στον άνθρωπο Σοφοκλή θα ξανάπαιρναν τη σπουδαιότητα που τα βαριά αριστουργήματα που μας μένουν από αυτόν δεν μας επιτρέπουν να τους αποδώσουμε.
Είπαν πως η αψιά απεικόνιση ενός ημιβάρβαρου κόσμου σε ορισμένα από αυτά τα επτά έργα του που μας απομένουν είναι μια πολύ συνειδητή μορφή αρχαϊσμού από μέρους του. Θα λέγαμε ότι περισσότερο πηγάζει από μια ματιά χωρίς ψευδαισθήσεις πάνω στην ανθρώπινη μοίρα του καιρού του και όλων των εποχών. Γύρω από την αναπόφευκτη κατάρρευση του Οιδίποδα, τους μάταιους θρήνους του Φιλοκτήτη που ένας αναποφάσιστος Νεοπτόλεμος έχει προδώσει, τη σύγκρουση της Αντιγόνης με τη λογική του Κράτους φυσάει ένας άνεμος αιώνιας επικαιρότητας.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ (5ος πΧ)
Μελαγχολικός, φιλάσθενος, μοναχικός – για να γράψει κατάφευγε σε μια σπηλιά του κτήματος που είχαν στη Σαλαμίνα – όχι απλά θεατράνθρωπος αλλά και άνθρωπος των γραμμάτων ( υπήρξε από τους πρώτους Αθηναίους που συγκέντρωσαν μια πλούσια βιβλιοθήκη), ο Ευριπίδης δεν μοιάζει με κανέναν από τους δυο προκατόχους του.
Χρειάζεται κάποια προσπάθεια για να κατανικήσουμε τον πειρασμό και να μην περιγράψουμε, βασισμένοι στα λιγοστά στοιχεία που κατέχομε, έναν Ευριπίδη που φεύγει, μακριά απ’ αυτήν την κακόλογη, επιπόλαιη πόλη, τη φθαρμένη και πικρόχολη από τα επακόλουθα ενός μακροχρόνιου και στερημένου απ’ οποιοδήποτε νόημα πολέμου που θα πρέπει να έβλεπε καθαρά την πολύ κοντινή πτώση της, αλλά μια τέτοια εικόνα θα παράμενε στο χώρο της μυθιστορηματικής βιογραφίας.
Η παράδοση ισχυρίζεται ότι πέθανε σε ένα ατύχημα: πως σκυλιά-φύλακες τον έριξαν καταγής και τον κατασπάραξαν. Από αυτά τα σκυλιά που καταβροχθίζουν, οι σχολιαστές κατασκεύασαν μια αλληγορία της κριτικής.
Τα απατηλά θεατρικά κόλπα και τα καθόλου πειστικά σφάλματα γύρω από την ταυτότητα του προσώπου, είτε το θέλησε συνειδητά είτε όχι, γίνονται ένας τρόπος για να μας πει ότι όλα είναι και πιο παράδοξα και πιο περίπλοκα απ΄όσο πιστεύαμε. Ως και αυτ΄ς οι διαξοδικές επιχειρηματολογίες των προσώπων που υπερασπίζουν τη θέση τους ή προσπαθούν να εξηγήσουν τις πράξεις τους αντηχούν σαν αυθεντική ηχώ της λειτουργίας του συλλογισμού μέσα στον οποίο σχεδόν όλοι μας είμαστε βυθισμένοι.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ(5ος πΧ)
Η κωμωδία είχε κληρονομήσει περισσότερα από την παράδοση: κρατούσε από βακχικούς χορούς σε πανηγύρια, από πομπές χωρικών που φορούσαν φαλλούς και ικέτευαν γονιμότητα για τα χωράφια τους, από γκροτέσκα ή αισχρά αποτρόπαια [απελατικά] τυπικά (που είχαν δηλαδή τον προορισμό να αποτρέπουν το κακό ή την κακιά τύχη)
Είναι χάρη στα έντεκα από τα σαράντα δύο έργα του Αριστοφάνη που μας έχουνε μείνει καθώς και σε μερικά αποσπάσματα άλλων δασκάλων της Αρχαίας Κωμωδίας που γνωρίζομε πώς ήταν στην πραγματικότητα η λαϊκή ζωή της Αθήνας. Χωρίς αυτούς τελικά θα είχαμε πιστέψει στην Αθήνα του λευκού μαρμάρου που κατοικούσαν μόνο ο Περικλής, η Ασπασία, οι ακόλουθοι της πομπής των Παναθηναίων και οι ωραίοι έφηβοι της συντροφιάς του Σωκράτη που ονειρεύονταν με νοσταλγία οι ποιητές προς τα τέλη του 19ου αιώνα.
Θα ήταν μια κοροϊδία το να κατασκευάζαμε από αυτόν τον ανυπέρβλητο γελωτοποιό ένα μεταρρυθμιστή της ηθικής ή της κοινωνίας ή έναν ηρωικό κατήγορο αδίκων πολέμων. Αυτός ο σκληρός και ανάλαφρος άνθρωπος, ο πιθανά κακός, ο μέχρι την ευτέλεια σχεδόν συνετός και όμως ώς την παραφροσύνη ποιητής είναι από αυτούς που τα ανθρώπινα λάθη δεν τους κάνουν τόσο να αγανακτούν ή να λυπούνται, όσο τους κάνουν να σκάνε στα γέλια.
Σε πείσμα των πολύ φανερών τουρκικών επιδράσεων, το θέατρο σκιών του Καραγκιόζη, όπως εγώ τουλάχιστον το είδα στα ελληνικά νησιά πάνε σαράντα περίπου χρόνια, θύμιζε αριστοφανική διακωμώδηση με τα κυνικά του αστεία, τις αισχρές του χειρονομίες και το ανακάτεμα του φανταστικού με το προσγειωμένα χειροπιαστό.
[Προσπερνάω το κεφάλαιο “ Από τον Πλάτωνα στον Λουκιανό” και από το κεφάλαιο “Από τους Ορφικούς ως τον Δαμάσκιο” θα καταγράψω αναφορές μόνο σε δυο ποιητές της μΧ εποχής , τότε που κλείνει πια ο κύκλος για το αρχαίο ελληνικό μυθολογικό πνεύμα. Φ. Χ ]
ΠΑΛΛΑΔΑΣ (5ος μΧ )
Ο Παλλαδάς που γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια προς τα τέλη του 4ου αιώναείναι μια περίεργη μορφή εκείνου του λυκαυγούς ανάμεσα στο τέλος του αρχαίου κόσμου και τον θρίαμβο του επίσημου χριστιανισμού.
Ήταν ειδωλολάτρης όπως οι περισσότεροι σοφοί των ημερών του που γατζώνονταν με κάθε τους ίνα από την αρχαία παιδεία, συνεπώς και από τους θεούς του Ομήρου.
Το ευγενικό επίγραμμα που τον δείχνει να παρακολουθεί τις ομιλίες της περίφημης μαθηματικού και φιλοσόφου Υπατίας που κατακρεούργησε το 415 ο χριστιανικός όχλος στους δρόμους της Αλεξάνδρειας, χρονολογείται οπωσδήποτε από τα σπουδαστικά χρόνια του.
Οι στίχοι του για “τους Έλληνες”, για τους ειδωλολάτρες δηλαδή( και το ότι η αυτή λέξη σήμαινε για ένα διάστημα και τα δυο αυτά πράγματα είναι μια ένδειξη), που επιζούσανε σαστισμένοι μέσα σ΄ένα κόσμο όπου εκείνα που εξυμνούσαν μοιάζαν νεκρά, είναι από τις πικρότερες διαπιστώσεις που έχουμε για το τέλος ενός κόσμου.
ΔΑΜΑΣΚΙΟΣ (6ος μΧ)
Υπήρξε ο τελευταίος σχολάρχης της νεοπλατωνικής Σχολής των Αθηνών. Το 526 ο Ιουστινιανός έκλεισε τη Σχολή. Οι φιλόσοφοι που είχαν καταδικαστεί σε σιωπή με επικεφαλής τον Δαμάσκιο δέχτηκαν μια πρόσκληση να παν στην Περσία, που προερχόταν από τον καλλιεργημένο εκείνον θαυμαστή της ελληνικής παιδείας πρίγκιπα, τον Χοσρόη…
Δεν είναι από τις μικρότερες ειρωνείες της Ιστορίας αυτή η προστασία που παραχώρησε ο θρυλικός Σασσανίδης σε έλληνες φιλοσόφους χίλια χρόνια μετά από τους μηδικούς πολέμους, οχτακόσια από την παροδική κατάλυση της περσικής αυτοκρατορίας από τον Αλέξανδρο: ήταν στην αυλή ενός δεσπότη, τον οποίο οι έλληνες των κλασικών χρόνων θα είχαν χαρακτηρίσει σαν “βάρβαρο”, που η νεοπλατωνική φιλοσοφία διδάχθηκε ελεύθερα για τελευταία φορά πριν από την Αναγέννηση.