Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ (αποσπάσματα)

 

1878-1920. Δολοφονήθηκε στη Βασ. Σοφίας από βενιζελικό στρατιωτικό απόσπασμα, χωρίς ποτέ να γίνει γνωστό ποιος έδωσε "άνωθεν" τη διαταγή.


ΑΠΟ ΤΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ


1916- «Φαντάζομαι πως μετά λίγα χρόνια, ή θα βρεθώ μπλεγμένος και σκοτωμένος κάπου στη Μακεδονία, υποθέτω στο Μοναστήρι ή στο Περιστέρι- στα πιο αγαπημένα μου λημέρια- ή θα πάψω να είμαι υπηρέτης της πατρίδας και θα μείνω άνθρωπος στην ξενιτιά και μονάχα άνθρωπος.

Θα ξενιτευτώ ή θα πεθάνω νωρίς, όπως είπα. Τέτοιο τέλος προλέγω στον εαυτό μου»

1918- «Η ενέργεια, η δράση ανάμεσα στους ανθρώπους, το ανακάτωμα μεταξύ τους με κουράζει, δεν αντέχω, δεν είμαι καμωμένος γι αυτό ολότελα. Έχω μερικές ικανότητες για ενέργεια, μα όταν βρίσκομαι αντιμέτωπος με άλλους ανθρώπους και συγκρούομαι μαζί τους, δεν έχω τη δύναμη να τους νικήσω, ταράζομαι πάρα πολύ»

1919- «Στο ελληνικό πλοίο που μας πήρε από την Κορσική, μόλις μπήκα και μ΄έκλεισαν στρατιώτες και ναύτες με ξιφολόγχες στην καμπίνα, σκοτεινή, ασφυχτική και έμεινα μερικές ώρες και μίλησα δυο λόγια με τους φύλακές μου, σκέφθηκα τούτο για την Ελλάδα τώρα: Δεν έχει ασφάλεια το άτομο από το κράτος. Το μόνο διορθωτικό η αγαθότητα των εκτελεστών των διαταγών που δίνουν οι ανώτεροι»

«Δε θα ήθελα να ζήσω τη ζωή μου ολόκληρη με μια γυναίκα. Και ίσως αυτό θα κάμω.

Μα δε θα βαστάξει για πολύ η ζωή μου»

«Στην εξορία με τον καιρό αισθάνθηκα σαν πεθαμένος, για τους δικούς μου, για τους φίλους μου και για την κοινωνία, ακόμα και για την αγαπημένη μου. Μόνο η μητέρα μου και ένας αδελφός μου ίσως με είχαν όλο τον καιρό για ζωντανό. Πότε πότε, πολύ αραιά, λάβαινα κανένα γράμμα που ήτανε σα μνημόσυνο. Κανένας δεν ήλθε κοντά μου»

«Το παράπονο του πεθαμένου».

Στη γη είμαι και με τρώγει το σκουλήκι. Ποιος με θυμάται; Μνημόσυνα μου κάνουν στις 40 μέρες και έπειτα για το χρόνο και έπειτα για δυο τρία χρόνια ακόμη, στον τάφο μου, που μου ρίχνουν λουλούδια. Αριά και πού κανένας φίλος ή συγγενής ή φίλη μου ρίχνουν από κανένα λουλούδι στο μνήμα, ή νοερώς – σύντομα, στιγμιαία μνημόσυνα. Κανείς δεν ήλθε μαζί μου στο χώμα. Αυτοί είναι ζωντανοί ακόμα. Κυκλάμενο αποσκιερό φύτρωσε μια μέρα φθινοπωρινή στο μνήμα μου κοντά και το στόλισε, άθελά του κι αυτό. Όσοι έμειναν ζωντανοί τους παίρνει η ζωή και τους στριφογυρίζει στον τρελό χορό της και γρήγορα , πολύ γρήγορα γιάτρεψε την πληγή τους για το θάνατό μου»



Λευκή ας βαλθεί όπου έπεσες κολόνα,

(Π ώ ς έπεσες γραφή να μη το λέη…)

λευκή, με της Πατρίδας την εικόνα.

Μόνο εκείνη ταιριάζει να σε κλαίει

βουβή, μαρμαρωμένη να σε κλαίει.

Κωστής Παλαμάς





ΣΤΑΜΑΤΗΜΑ

  • Η τύχη δεν έχει καμιά σχέση με τη μοίρα μου, ούτε την αλλάζει ούτε την επηρεάζει. Αλλά και ο σκοπός που διάλεξα συνειδητά να βάλω στη ζωή μου, με το να είναι αναγκαστικά συμμορφωμένος με τη μοίρα μου, δεν μπορεί να αλλάξει τη μοίρα μου. Η ζήτηση της γνώσης δεν επηρεάζει το χαρακτήρα μου. Και έτσι και το σκοπό της ζωής μου τον έχει προορισμένο, αλήθεια, πριν τον διαλέξω συνειδητά και ανεξάρτητα από το αν έχω ή δεν έχω διαλέξει ένα σκοπό, η μοίρα μου. Αντίθετά της δεν μπορώ να πάω. Να της ξεφύγω δεν μπορώ. Να η σ κ λ α β ι ά μου. Συνείδησή της ολοκληρωτική δεν μπορώ να έχω για να λυτρωθώ. Τα σύνορα του δυνατού για μένα δεν τα ξέρω ακριβώς. Αλλά κι αν τα ήξερα δεν θα δυνόμουν να τα ξεφύγω. Αυτή η μισοάγνοια και μισογνώση μου δίνει θάρρος και όρεξη να τα δοκιμάσω όλα. Να η ε λ ευ θ ε ρ ί α μου. Δοκιμάζοντας όλα χτυπώ συχνά στους τοίχους του αδύνατου και τότε λαβαίνω καθαρότερα κάποια συνείδηση από σύνορα και υποτάζομαι πάλι στην ανάγκη γαληνεύοντας. Αλλά πάλι θα διλιμάσω. Πάντα μου θα υπάρχει κάποια terra incognita που θα πασχίσω να γνωρίσω. Σ μ ί γ ου ν μ έ σ α μ ο υ η σ κ λ α β ι ά και η ε λ ευ θ ε ρ ί α. Δ η μ ι ου ρ γ ώ τον κ ό σ μ ο μ ο υ ε λ εύ θ ε ρ α, ό π ω ς μ π ο ρ ώ.



ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ

(Στην Πάρνηθα)

  • «Εδώ είναι η κορυφή. Λαλούνε μαζί όλες οι χορδές μες στο όργανο, λαλούνε σαν τα σχοινιά του καραβιού, που μαϊστράλι βογκάει μέσα τους. Σβηστήκαν τ’ αδύνατα τα όνειρα του κόπου. Φως βλέπω κι έχταση μεγάλη. Να μείνω πάντα δω, να βλέπω πάντα κάτω. Να χαράζεται στα σωθικά μου βαθιά κι αγάλι αγάλι και δίχως να κουράζεται, ο πόνος μιας δίψας, που δεν έχει αρκετό νερό να ξεδιψάσει όλη. Το χιόνι, σα να μην κοτά να κατέβει χαμηλότερα κάθισε ελαφρά στα κορφοβούνια. Κάμποι μεγάλοι, και ράχες και θάλασσες κράζουν ονόματα γνωστά. Λεν πως εκεί βρίσκονται τα παλιά τα χώματα. Βασιλικότερη κι από του αιτού η ματιά μου πετάει από πάνω από την Ελλάδα όλη και ποθεί να την αδράξει.

  • Φιλοδοξία φοβερά μεγάλη, μεγάλη και στείρα. Αυτή χαλάστρες μόνο ξέρει να κάνει στις χαρές μου και στα ξεφαντώματα. Απέραντη, τρομαχτική, φαγάνα πεινασμένη, που δε δίνει τίποτε πίσω από κείνα που μου παίρνει, την ενέργεια, τη χαρά. Τοίχος κουτός, που σταματά τη ζωή μου για να σπάσω το κεφάλι μου επάνω του. Και μένω κολλημένος στο χώμα, μπροστά στον τοίχο, που τυφλώνει τα μάτια μου. Όμως δε θα παραπονιούμαι και δεν θα τυφλώνομαι πάντα. Κάτι μικρό, μικρό θα κάμω, ξέροντας πως για τα μεγάλα δεν είμαι γω καμωμένος. Δεν είναι αρκετός λόγος επειδή δεν μπορώ να κάνω μεγάλα πράγματα, να μην κάνω μικρά.

  • Καλύτερος από τον εαυτό μου. Ω φως ατέλειωτο, ω φως! Θα γίνω καλύτερος, θα γίνομαι καλύτερος από τον εαυτό μου πάντα. Η αρχή της δουλειάς μου τώρα θα είναι το διώξιμο της φιλοδοξίας. Είναι άραγε φυτό αξερίζωτο ή όχι;

  • Θέλω να μείνω ανήσυχος και να είναι ξυπνητή κι ακούραστη η δύναμή μου γιατί σιχαίνομαι την ισορροπία. Και κάθε κούνημά μου θα είναι δύναμη δική μου που ξοδεύω για να προχωρέσω ψηλότερα από τον εαυτό μου.




ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ

(Φανταστική συζήτηση με τον Φαρδύ τον Σαμοθρακίτη)



Ιων Δραγούμης: Τι νέα; να, τα ίδια. Όλα μου φαίνονται παλιά εμένα. Τα καινούργια θα είναι εκείνα που εμείς θα φτιάσουμε ή τα παιδιά μας. Εσύ, σαν τι καινούργιο θες να μάθεις;

Φαρδύς:- Να, λένε πως δε στέκεται καλά η κυβέρνηση, θα παραιτηθεί το Υπουργείο.

ΙΩ: Α, σε μέλει πολύ το Υπουργείο; Εμένα δε μ’ ενδιαφέρει καθόλου. Είναι φιλοκοπιές της πολιτικής μας…

Φ:- Συχνά μου ήρθε στο νου η ιδέα του κοσμοπολιτισμού και κάμποσες φορές στοχάστηκα πως είναι περιττοί οι πόλεμοι και δεν ταιριάζει να σφάζονται άνθρωποι αναμεταξύ τους. Όλοι ένα δεν είμαστε; Έπειτα, πόσα χρήματα χάνονται στους πολέμους και πόσες ζωές! Γιατί δε σβήνουμε τα σύνορα των εθνών;

ΙΩ:- Σαν να ήταν γραμμένα με κιμωλία σε κανένα μαυροπίνακα ή με ραβδί στην άμμο! Αν ήτανε στο χέρι μας..

Φ:- Και βέβαια είναι στο χέρι μας. Ας συμφωνήσουν τα έθνη μεταξύ τους να μην πολεμιούνται κι έτσι σιγά σιγά θα σβήσουν κι αυτά τα ίδια.

ΙΩ:- Μα να που δεν το θέλουν. Όσα είναι κουρασμένα από τον εαυτό τους ας κοιμηθούν. Μα πάντα μένουν άλλα ξυπνητά και όσο είναι ξυπνητά η ζωντανάδα τους δεν τα’ αφήνει να ησυχάσουν, παρά τα σπρώχνει αδιάκοπα στην επικράτηση, στην ηγεμονία του κόσμου. Και γίνονται οι πόλεμοι. Τους Γιάπωνες δεν τους περίμενες να ξεφυτρώσουν ζωντανοί στην Ασία.

Φ- Καλά, άσε τα έθνη και πάρε τα άτομα, που αυτά κάνουν τα έθνη. Παραδέξου πως όλο και πληθαίνουν οι άνθρωποι που θέλουν την ησυχία τους και την καλοπέραση και αδιαφορούν για τους στρατούς και τους πολέμους, για τα έθνη, για τη δόξα, για τη νίκη. .. Μα πιο σωστός από τις πατρίδες είναι ο κοσμοπολιτισμός.

ΙΩ- Δεν το ξέρω. Εγώ ένα μονάχα ξέρω, πως εγώ δεν μπορώ να γίνω κοσμοπολίτης…

Φ- Μα μπορεί να γίνει των παιδιών σου αίσθημα. Οι συγκοινωνίες οι εύκολες, τα βιβλία τα αναρίθμητα, οι γλώσσες που μαθαίνουμε.

ΙΩ- Ναι ,τα ξέρω αυτά. Ίσως να γίνει έτσι… Ξέρεις λοιπόν πώς θα αναθρέψω τα παιδιά μου; Θα τα αφήσω να γεννηθούν όπου γεννηθούν, θα αφήσω τα λόγια μου να πέφτουν επάνω τους όπως τύχει, θα αφήσω το παράδειγμά μου και το γύρω κόσμο να τους επηρεάσει όπως θέλει, μονάχα θα προσπαθήσω να ξυπνήσω μέσα τους ό,τι ζωή έχουν, ό,τι δικό τους έχουν, αν έχουν τίποτε ιδιαίτερο. Και ας γίνουν ό,τι θέλουν. Μα δεν μπορώ να πάψω εγώ να είμαι Έλληνας, επειδή το θέλει μια θεωρία ή ένα αίσθημα όχι δικό μου, παρά ξένο.

Φ- Με τον καιρό όμως θα γίνουν οι άνθρωποι κοσμοπολίτες. Τα έθνη είναι σωρός από ανθρώπους που ζουν μαζί, ανθρωπομαζώματα. Αφότου των ανθρώπων αυτών δεν τους είναι πια και τόσο απαραίτητο να ζουν μαζί, χάνεται σιγά σιγά και η αντίληψη πως το έθνος είναι πρόσωπο και το έθνος γίνεται κουρέλι, διαλύνεται. ΙΔ- Σε κάθε εποχή μεγάλου πολιτισμού γεννιέται το αίσθημα του κοσμοπολιτισμού από την εθνική ή την πολιτική κούραση…

Φ- Είσαι πατριώτης, μπράβο σου.

ΙΩ- Σ’ ευχαριστώ, αλλά «πατριώτης» δεν είμαι. Πολλοί με λεν έτσι και άλλοι θα με ονομάζουν ίσως φιλόδοξο. Μα δε με μέλει. Αν πήγαινα τώρα στη Μακεδονία να παλέψω με τους Βουλγάρους θα έλεγε ο κόσμος: «Τι πατριώτης!» Όμως δε θα πήγαινα από φιλοπατρία στη Μακεδονία και είναι τόσο μπερδεμένες οι αιτίες που με αναγκάζουν να ενεργώ σε κάθε περίσταση έτσι ή αλλιώς που δεν μπορώ να τις ξεδιαλύνω και χαίρομαι γι αυτό. Αισθάνομαι όλο τον πλούτο και τα ακατανόητα και μπερδεμένα ελατήρια της ζωής. Μ αρέσει αν μη δύναμαι να εξηγήσω καλά καλά μια πράξη μου. Χάνεται ο πλούτος των αιτιών όταν προσπαθώ να τις εξηγήσω. Τι φτωχή που είναι κάθε εξήγηση και τι πλούσια η ζωή!..

Φ- Λοιπόν γιατί θα πήγαινες στη Μακεδονία αφού η ζωή είναι τόσο πλατιά και πλούσια και αφού δεν τη στενεύεις με πατριωτικές στενοκεφαλιές;

ΙΩ-… Τα νιάτα μου είναι μια θύμηση βαθιά και στερεά, που δυναμώνει μέσα μου την πατρίδα… Το να ζω μέσα στο έθνος μου δε θα πει πως είμαι πατριώτης. Ζω όχι για το έθνος μου, αλλά μέσα στο έθνος μου…

Φ- Μα εγώ δε σου λέγω να αλλάξεις πατρίδα, σου λέγω να γίνεις κοσμοπολίτης. Ποιος σου είπε να διαλέξεις άλλο έθνος;..

ΙΩ- Εγώ δε θα κοπιάσω να βγω από το έθνος μου, με κουράζει ο κόπος αυτός, όπως με κουράζει και το να έχω αδιάκοπα το νου μου στο έθνος μου… Και όταν δεν έχω συνείδηση του έθνους μου, πάλι θέλοντας και μη, Έλληνας είμαι και η ζωή μου μνήσκει ελληνική. Μα άλλο λέγω. Ότι χωρίς να αφήσω το έθνος μου, μπορώ να γίνω πιο άνθρωπος, ούτε θα με εμποδίσει ποτέ το έθνος μου να είμαι ή να γίνω πιο άνθρωπος, να κάνω σκέψεις αιώνιες ή να θαυμάζω ξένους πολιτισμούς και ξένες πατρίδες.

Φ- Εγώ δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί κανείς να γίνεται πιο τέλειος άνθρωπος όσο μνήσκει κολλημένος σε ένα έθνος…

ΙΩ- Πιστεύω πως μόνο εκείνος που νιώθει το δικό του εθνισμό μπορεί να νιώσει καλά και των άλλων τις πατρίδες. Από τους ξένους μ’ αρέσουν όσοι νιώθουν πως όλα τα έθνη μοιάζουν μεταξύ τους, κρατούν ωστόσο την εθνική τους την ψυχή και το ξέρουν…

Φ- Τους αγαπάς τους Έλληνες.

ΙΩ- Τους αγαπώ ή δεν τους αγαπώ; Δεν ξέρω. Απ’ όλους τους λαούς της γής αυτούς μονάχα αγαπώ κάποτε με πάθος, κάποτε ψυχρά. Άλλοτε τους μισώ, γιατί δεν είναι τώρα άξιοι για καλύτερα έργα. Αλλά και το μίσος αυτό θα είναι αγάπη.

Φ- Δεν αξίζει να τους αγαπάς. Αν ήταν οι αρχαίοι Έλληνες, μάλιστα. Μα εμάς, δε βλέπεις οι ξένοι πώς μας μισούν και πώς μας κοροϊδεύουν;

ΙΩ- Οι αρχαίοι πέθαναν. Εγώ δεν καταγίνομαι με τα πτώματα. Όσο για τους ξένους, δεν είμαι γω για να τους εξηγώ το έθνος μου... Θα ζήσω μέσα στους Έλληνες, αφού ανάμεσά τους γεννήθηκα, και θα κρατήσω τον εαυτό μου αλύγιστο και διαφορετικό από αυτούς. .. Αν δεν έχει τώρα ιδανικό ή όνειρο κανένα η φυλή μου θα της δώσω τα δικά μου όνειρα και ιδανικά και πάλι όμως τη δύναμη για να τα πλάσω τα όνειρά μου και τα ιδανικά μου μέσα της θα τη βρω… Τέτοιος μπορώ να είμαι. Ή πρόβατο άκακο στο κοπάδι των ανθρώπων που με περιτριγυρίζουν ή νικητής τους. Τρίτο καταφύγιο δεν ξέρω παρά μόνο τη ζωή στην ερημιά. Μα μοναχός για πάντα δεν μπορώ να μείνω. Η τεμπελιά δε μου φτάνει ούτε η σκέψη μοναχή. Θέλω και το προσφάγι της, την ενέργεια. Και την εικόνα του θανάτου την έχω πάντα κοντά μου για να μου σπιρουνίζει τον πόθο της ζωής. Ο θάνατος είναι για τους ζωντανούς φάρμακο μεθυστικό, που όλο ξυπνάει μέσα τους τη λαχτάρα της ζωής. Είναι το προσάναμμά της.




ΟΣΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ


( Διπλωματικός υπάλληλος στην Κωνσταντινούπολη 1907-9)

  • Είναι σκληρή η αίσθηση πως χάνεται η Πόλη για μας ολότελα, μα δε με ταράζουν βυζαντινά όνειρα τόσο όσο η γνώση πως είτε την έχουμε είτε δεν την έχουμε την Πόλη είμαστε μέτριοι, ψόφιοι, κοιμισμένοι, κακομοιριασμένοι και μέτριοι, μέτριοι. Οι λέξεις «Να πάρουμε την Πόλη» είναι σύμβολο που δεν σημαίνει « Να ξαναφτιάσουμε τη βυζαντινή αυτοκρατορία», παρά «Να είμαστε δυνατοί». Πρέπει να νιώθω την Πόλη όπως πρέπει να νιώθω και την αρχαία και τη μακεδονική Ελλάδα. Δε σημαίνει πως πρέπει να γίνουμε αρχαίοι Έλληνες ή Μακεδόνες ή Βυζαντινοί. Σημαίνει πως είναι ανάγκη να ξέρω την περασμένη μου ζωή εγώ, να μη λησμονώ τα παλιά καλούπια που μπόρεσε να βρει ο Ελληνισμός για να γίνει κράτος ανάμεσα στα κράτη και ξανοίγοντας όσο μπορώ την τωρινή ζωή μου να ξεκαθαρίζω το δρόμο, να βρω το νέο τύπο που θα διαλέξει το έθνος για να γίνει κράτος δυνατό.

  • ( Εποχή της θεωρίας Φαλλμεράυερ για το θάνατο της Ελληνικής φυλής λόγω επιμειξιών, που ξεσήκωσε κύματα εθνικισμού)

    Η φυλή η Ελληνική δεν έμεινε αμόλυντη και καθάρια από τον αρχαίο καιρό ίσαμε σήμερα, και αν το εγώ της, η ψυχή της έμειναν, όμως τα μόριά της ανακατώθηκαν με άλλων φυλών μόρια και άλλαξαν τη σύστασή της. Γι αυτό και δεν μπορεί να πει κανείς πως γέρασε η φυλή, γιατί ποτέ δεν έμεινε η ίδια, όσο και να κράτησε τη συνείδηση του εγώ της. Έτσι και τα άτομα δε μένουν με τα ίδια συστατικά από την ημέρα που γεννιούνται ως την ημέρα που θα πεθάνουν όσο κι αν το μνημονικό τους κρατεί το εγώ τους ζωντανό. Η συνείδηση του εγώ τους είναι ο συνδετικός κρίκος, ο ανάλλαχτος που βαστάει το άτομο μέσα στις αλλαγές που περνά και παίρνει η ουσία και η μορφή του. Το περιεχόμενο του ε γ ώ δεν είναι σε κάθε εποχή της ζωής το ίδιο, μα έχει και κάτι μόνιμο που η θύμηση το συντηρεί και η κληρονομικότητα το κυβερνά- τη συνείδηση. Μα τα άτομα πεθαίνουν σε ορισμένο πάνω κάτω χρόνο, ενώ οι φυλές δεν έχουν ορισμένο χρόνο ζωής, μπορεί μάλιστα και να μην πεθάνουν ποτέ τους, ώσπου να καταστραφεί η γη.

  • Καταλάβετέ το τέλος πάντων, ώ Ρωμιοί, η ράτσα σας καινούρια, καινούρια και άφτιαστη, δεν είναι καθάρια ακόμη, δεν έχει σχηματιστεί ολότελα, δεν έχουν κατακαθίσει όλα τα αίματα και οι κληρονομικότητες που χύθηκαν μέσα της, δεν έχει βγει ο μέσος όρος του χαραχτήρα της και του μυαλού της. Ακόμα γίνεται στις άκρες τις μακρινές των ελληνικών χωμάτων σμείξη με Σλάβους, με Αρβανίτες, με Ανατολίτες, ακόμα γ ί ν ε τ αι, ακόμα σχηματίζεται η φυλή σας, λοιπόν τι απελπίζεστε; Ότι η ράτσα σας είναι καινούρια δεν σας εγκαρδιώνει; Αν το ανακάτωμά της με άλλες φυλές δεν το βλέπετε σαν καλό σημάδι για τη μελλούμενη προκοπή της, ποιος σας φταίει; Φτιάνεται μια νέα ράτσα και δε χαίρεστε; Πώς δε νιώθετε τη δύναμη που κρύβει μέσα της, ίδιο νέο φυτό ζουμερώτατο, η ράτσα σας η καινούργια; Αυτή η δύναμη θα δημιουργήσει, μάθετέ το, τον καινούριο σας πολιτισμό. Ξεχάστε αδέρφια τα αρχαιότερα καλούπια των συνονομάτων σας Ελλήνων που κι αυτοί δεν ήταν ποτέ τους καθάριοι Έλληνες. Έχετε στα σπλάχνα σας, βαστάτε στα χέρια σας ικανότητα και αξία για να πλάσετε καινούρια καλούπια και δεν ενθουσιάζεστε και δε συναρπάζεστε, και δε μεθάτε από διονυσιακή μανία; Είστε ελεύτεροι, ω Ρωμιοί, και δεν το νιώθετε;

  • Και ο θάνατος θα έρθει στον καιρό του. Δεν θα φοβηθεί ο εξαιρετικός να παίξει τη ζωή του τολμηρά, να σκορπίσει τα πλούτη του, να αποκαεί. Ολοένα αυτό κάνει, αλλά και δεν θα σκοτωθεί ποτέ με το χέρι του. Ας έρθουν άλλοι να τον σκοτώσουν. Μα ο Χάρος ας έρθει σε ώρα πλούτου της ψυχής του, σε ώρα μουσική, και όχι σε ώρα φτώχειας και κακομοιριάς. Ένα μονάχα θάνατο καταλαβαίνει όμορφο, το θάνατο του πολεμιστή επάνω στη μάχη.


ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

(Στη μεγάλη μάχη για τη δημοτική γλώσσα)

  • Στο ρίζωμα του Ελικώνα, στη σημερινή Λεβαδιά κοντά ,είναι μια μεγαλόπρεπη ρεματιά με ψηλούς πέτρινους απότομους βουνίσιους όχτους που τα νερά της αναβρύζουν από δυο πηγές μέσα σε βράχινες σπηλιές. Η μια ονομάζεται πηγή της Λήθης, η άλλη λέγεται της Μνημοσύνης. Μου φαίνεται πως η επιβλητική αυτή τοποθεσία εβίασε τους αρχαίους Έλληνες να σταματήσουν εκεί δα πέρα για να στοχαστούν την τύχη του ανθρώπου και να συμπεράνουν πως μήτε να θυμάται παντοτινά μπορεί και πρέπει, μήτε να ξεχνά παντοτινά. Και το βαθύ αυτό στοχασμό τους τον εσυμβόλισαν με τις αναβρυστικές πηγές. Για τα έθνη θύμηση είναι η παράδοση, που όταν καταντά ολότελα συνειδητή, λέγεται ιστορία. Και λησμονιά είναι η ορμή της δημιουργίας. Συντηρητικό στοιχείο είναι η παράδοση και προοδευτικό η δημιουργία. Όπως στα άτομα το μνημονικό πλάθει και διατηρεί το εγώ τους έτσι και στα έθνη η παράδοση. Χωρίς αυτήν δεν θα ήξεραν τον εαυτό τους δεν θα τον αναγνώριζαν, δεν θα ένιωθαν πως είναι ένα και όμοιο με τα περασμένα και θα ήταν σα χαμένα. Η παράδοση είναι ο σύνδεσμος των ατόμων μιας φυλής, τωρινών και περασμένων που τα κάνει έθνος. Ιστορία είναι η συνείδηση του συνδέσμου αυτού. Ορμή δημιουργίας είναι ο σύνδεσμος των τώρα ζωντανών ατόμων του έθνους με τα ερχόμενα, είναι η λησμονιά των περασμένων, είναι ο καημός των μελλόμενων. Κανείς ας μην αναθεματίζει τη συντηρητικότητα. Κανείς ας μην περιφρονεί την προοδευτικότητα. Για ένα έθνος και τα δυο στοιχεία είναι απαραίτητα. Κάθε στιγμή της ζωής του θα κοιτάζει λυγίζοντας και προς τα πίσω και προς τα εμπρός και προς τα περασμένα που είναι δικά του και προς τα μελλόμενα που και αυτά δικά του θα είναι. Δύναμη και συστατικό στοιχείο τους έθνους η παράδοση, δύναμη και συστατικό του και η δημιουργία. Συνταιριάζοντάς τες όπως ξέρει, θα ζήσει όπως μπορεί … Τη λυγερή ισορροπία μεταξύ παράδοση και δημιουργία, συντηρητικότητα και προοδευτικότητα πρέπει να τη βρει το έθνος και τότε θα ζήσει στα γεμάτα, ζωή πλούσια και ακέρια.

  • Και επειδή είναι τώρα για την ελληνική φυλή εποχή γεμάτη χυμούς και δύναμη κρυμμένη, σαν άνοιξη, γι αυτό οι άνθρωποι της φυλής οι δημιουργικοί – η αριστοκρατία του έθνους- είναι την ώρα τούτη πολύτροποι και πολυτεχνίτες , δοκιμάζουν με κάθε τρόπο να εκφραστούν, να φανερώσουν τον οργασμό που βράζει μέσα τους… Και θα το ξέρουν οι νέοι αριστοκράτες πως δεν έχει να φοβηθούν από την κατακραυγή των πολλών ή την καταφρόνια τους, ούτε να φύγουν σε τόπους ξένους για να ανθίσουν τάχα πιο ελεύτερα και αστενοχώρητα. Θα είναι αρκετά δυνατοί ώστε να νιώθουν πως δεν αξίζει τόσο η φήμη που θα μπορούσαν ίσως στην εποχή μας να αποχτήσουν εκεί πέρα, όσο η δημιουργία που κάνουνε μένοντας στον τόπο τους, όπου κάμποσα σημάδια δείχνουν πως γεννιέται ένας νέος πολιτισμός και όπου θα λάβουν τη χαρά τη μεγάλη να λογαριαστούν σ’ αυτόν μέσα έστω και πρόδρομοι… Από αυτούς θα βγουν οι νέοι δάσκαλοι και τα νέα σκολειά. Ο δημοτικισμός είναι για τους Έλληνες ζήτημα ανθρώπινο… Μπορεί να ξέρουν πολλές γλώσσες ξένες ή και να μην ξέρουν παρά την ελληνική, μα η γλώσσα που θα ξέρουν απαραίτητο να είναι η γλώσσα της ελληνικής ψυχής τους, της σύγχρονης. Και την ίδια γλώσσα θα τη μιλούν και θα τη γράφουν. Μπορεί να έχουν γνωριστεί με ξένες συνήθειες και φιλολογίες και πολιτισμούς ή να μην έχουν είδηση από δαύτες, εκείνο όμως που θα γνωρίζουν τέλεια θα είναι οι συνήθειες του τόπου τους, η φιλολογία και ο πολιτισμός που μεταμόρφωσε τους ανθρώπους της πατρίδας τους και τους έπλασε τέτοιους που σήμερα είναι. Και δε θα φοβούνται τίποτα, ούτε την κοινή γνώμη, που είναι ο τρομερώτερος δράκος. Και δεν θα συλλογίζονται το θάνατό τους, αγκαλά μπορεί βέβαια να συλλογίζονται και συχνά μάλιστα το θάνατο. Και θα είναι απρόσωποι γιατί θα ξέρουν πως δεν αξίζει ο εαυτός μας παρά σαν όργανο για να μαθαίνουμε και να ενεργούμε, αλλιώς τι τον θέλουμε; Θα προσπαθούν να γίνονται καλύτεροι από τον εαυτό τους, όχι από αγάπη για το εγώ τους, παρά από επιθυμία να κάμουν το όργανο της μάθησης και της πράξης πιο τέλειο…



ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΦΙΛΟΙ

(Τελευταία γραπτά του, στην εξορία, όπου φαίνεται προφήτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης)

  • Αν για την πιο επιτυχημένη οικονομική οργάνωσή τους τα έθνη βλέπουν ότι τους συμφέρει να ενωθούν αναμεταξύ τους σε ομοσπονδίες ή σε μια παγκόσμια ομοσπονδία, θα το κάνουν. Μα πάλι στην κάθε ομοσπονδία ή στη μια και μόνη που θα γίνει, θα μένουν τα έθνη ξέχωρα, όσο διαφορετικές είναι οι ιδιοσυγκρασίες τους και οι πολιτισμοί τους. Και όσο για το ελληνικό έθνος , μια προκαταρκτική ομοσπονδία με τα ανατολικά έθνη της Βαλκανικής και της Μικρασίας.

  • Ελληνικό έθνος ήταν όλοι όσοι ονομάζονται και θέλουν να είναι Έλληνες, όπου και να βρίσκονται και από όπου και αν κατάγονται. Δεν είχε καμιά αμφιβολία και για την αντιπάθειά του για το σημερινό κράτος και για την ανάγκη άλλης οικονομικής οργάνωσης. Ώσπου να αποδείξει για τον εαυτό του και για τους άλλους την ορθότητα του συναισθήματός του, ακουμπούσε σ’ αυτό το ίδιο, σαν επιβλητική ανάγκη και ενεργούσε. Μα ήταν και τόσο πάντα ανοιχτός, πάντα έτοιμος να δεχτεί και να ζυγίσει κάθε ιδέα ή συμπληρωματική ή και αντίθετη με το δικό του συναίσθημα, για να ιδεί μήπως έχει λάθος και μήπως άλλοι βλέπουν καλύτερα από αυτόν. Και πάντα του υποψιαζόταν τις λ έ ξ ε ι ς , δικές του και ξένες.



Εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού για την εκτέλεση του Ίωνα Δραγούμη

https://www.ertflix.gr/vod/vod.157003-ekpompes-pou-agapesa-2

Τα χειρόγραφα του Ίωνα Δραγούμη βρίσκονται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη

https://www.ascsa.edu.gr/index.php/archives/ion-dragoumis-series-ii

Πέμπτη 1 Μαΐου 2025

ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ: Γράμματα στον αδελφό του Θεόδωρο

 έκδοση Γκοβόστης, μετάφραση Σ. Σκιαδαρέσης 


     


     






                              

                             

Λονδίνο,1873-1875

 Αγαπητέ μου Τεό,

Πόσο θάθελα να μιλώ για τέχνη μαζί σου, μα δεν έχουμε παρά ν’αλληλογραφούμε συχνά. Να βρίσκεις όμορφο ό,τι μπορείς, γιατί ο περισσότερος κόσμος δε βρίσκει αρκετή ομορφιά.

Παρίσι, 1875-1876

  • Όπως φαντάζεσαι, πήγα επίσης να δω το Λούβρο και το Λουβεμβούργο. Τα έργα του Ρόυζνταλ στο Λούβρο είναι υπέροχα... Νοίκιασα ένα μικρό δωμάτιο στη Μονμάρτη, που και συ θα τόβρισκες όμορφο. Είναι μικρό μα βλέπει σ’έναν κηπάκο γεμάτο κισούς και κληματαριές.

Άμστερνταμ,1877-1878

  • Ωραίο σώμα έχουν και τα ζώα, ίσως και πιο ωραίο απ’ τους ανθρώπους, ψυχή όμως σαν αυτή που υπάρχει μες στους ανθρώπους που ζωγράφισαν ο Ισραέλς, ή ο Μιλέ, ή ο Φρερ, νά τι δεν έχουν τα ζώα. Η ζωή δε μας δόθηκε για να πλουτίζουμε την καρδιά μας, ακόμα κι όταν δεν είμαστε σωματικά ωραίοι;

  • Τα χέρια πούχουν τα σημάδια της δουλειάς είναι πιο όμορφα απ’τα χέρια αυτής της Φρύνης.

  • Ο Κ.Μ. με ρώτησε αν θα μ’άρεσε μια όμορφη γυναίκα ή μια όμορφη κοπέλα, μα του είπα πως θα ένιωθα πιο άνετα με μια άσχημη, μια γριά ή μια φτωχή, μια δυστυχισμένη για τον ένα ή τον άλλο λόγο, που θα είχε όμως αποκτήσει πνευματικότητα και ψυχή με την πείρα της ζωής, τις δοκιμασίες και τις λύπες.

  • Όσο για το νάναι κανείς “άνθρωπος πνευματικός και με εσωτερικότητα”, αυτό δε θα μπορούσε να το καλλιεργήσει κανείς με τη γνώση της ιστορίας γενικά και τη μελέτη ορισμένων ατόμων όλων των εποχών ιδιαίτερα, από την ιερή ιστορία ως την ιστορία της Επανάστασης, από την Οδύσσεια ως τα βιβλία του Ντίκενς και του Μισελέ;

  • Εκείνος που ζει με ειλικρίνεια και συναντάει πραγματικούς πόνους κι απογοητεύσεις και δεν αφήνει να τον κατανικήσουν, αξίζει πιότερο από κείνον πούχει πάντα πρίμα τον καιρό και δε γνωρίζει παρά μια σχετική ευημερία.

  • Όσο για μένα, πρέπει να γίνω ένας άξιος ιεροκήρυκας πούχει να πει κάτι το καλό και το χρήσιμο στον κόσμο, κι είναι προτιμότερο να διαρκέσει πολύ καιρό σχετικά η προετοιμασία μου και να αφοσιωθώ γερά στην πίστη μου πριν κληθώ να μιλήσω στους άλλους.

  • Εκείνος που θα προτιμούσε να μείνει εντελώς μόνος και ήσυχος στο έργο του και δε θάθελε νάχει παρά ελάχιστους φίλους, αυτός είναι εκείνος που κυκλοφορεί με μεγαλύτερη ασφάλεια ανάμεσα στους ανθρώπους και μες στον κόσμο. Δεν πρέπει κανείς ποτέ να επαναπαύεται στο γεγονός πως η ζωή του κυλάει χωρίς δυσκολίες, χωρίς έγνοιες, χωρίς κανένα εμπόδιο, δεν πρέπει να κάνει κανείς τη ζωή του πολύ εύκολη.

Ετεν, 1878

  • Επισκεφθήκαμε την Προπαρασκευαστική Φλαμανδική Σχολή. Η φοίτηση σ’αυτήν είναι τρία χρόνια.. Κι ούτε που σου ζητάνε νάχεις τελειώσει τις σπουδές σου για να πάρεις μια θέση ιεροκήρυκα. Εκείνο που απαιτούν είναι να μπορείς εύκολα να κάνεις εγκάρδιες λαϊκές ομιλίες… Εγώ όμως δεν είμαι ακόμα κατάλληλος γι αυτό.

Βρυξέλες , 1878

  • Θάθελα πολύ ν’αρχίσω να κάνω πρόχειρα σκίτσα από ένα σωρό πράματα που συναντάω στο δρόμο, μα επειδή αυτό θα με απασχολούσε απ’την καθαυτό δουλειά μου, προτιμάω να μην αρχίσω.

  • Όταν βρισκόμουν στην Αγγλία παρακάλεσα πολύ να μου δώσουν μια θέση ιεροκήρυκα στ’ανθρακωρυχεία. Αρνήθηκαν λέγοντάς μου πως έπρεπε νάμουν τουλάχιστο εικοσιπέντε χρονώ.

  • Πόσες ομορφιές βρίσκει κανείς στην Τέχνη, φτάνει να μπορεί να συγκρατεί αυτά που βλέπει! Τότε δε νιώθει κανείς ποτέ τον εαυτό του έρημο, πραγματικά μόνο.

Μπορινάζ, 1878-1880

  • Δεν είναι πολύς καιρός που έκανα μια πολύ ενδιαφέρουσα εκδρομή, συγκεκριμένα, πέρασα έξι ώρες σε ένα ανθρακωρυχείο. Και μάλιστα απ΄τα πιο παλιά και τα πιο επικίνδυνα της περιοχής.
  • Εγώ είμαι άνθρωπος με πάθη κι είμαι ικανός να κάνω πράματα τρελά, που γι’ αυτά κατόπι λίγο πολύ μετανιώνω...Μιας κι είναι έτσι τώρα, τι πρέπει να κάνει κανείς; Πρέπει να θεωρήσει τον εαυτό του σαν άνθρωπο επικίνδυνο κι ανίκανο για οτιδήποτε; Δεν το πιστεύω. Μα πρέπει με κάθε μέσο να προσπαθήσει να ωφεληθεί απ’ τα ίδια του τα πάθη. Λόγου χάρη, για ν’αναφέρω ένα απ’τα πάθη μου, έχω το πάθος, το ακατανίκητο πάθος, των βιβλίων και νιώθω την ανάγκη να μορφώνομαι αδιάκοπα, να μελετώ αν θέλετε όπως έχω ανάγκη να τρώω το ψωμί μου. Εσύ θα μπορέσεις να το καταλάβεις αυτό. Όταν βρισκόμουν σ’ένα άλλο περιβάλλον γεμάτο από πίνακες και έργα τέχνης, ξέρεις καλά το μεγάλο μου πάθος γι’αυτά που έφτανε ως τον ενθουσιασμό. Και δεν μετανιώνω και τώρα ακόμα γ’αυτό μου το πάθος και νοσταλγώ την πολιτεία τής Τέχνης.

  • Είμαι πέντε χρόνια τώρα πάνω κάτω, δεν ξέρω ακριβώς πόσα, που βρίσκουμαι λίγο πολύ χωρίς θέση και γυρίζω δω κι εκεί. Και μου λέτε τώρα, από την τάδε εποχή ξέπεσες, έσβησες, δεν έκανες τίποτα. Είναι πέρα για πέρα σωστό αυτό; Η αλήθεια είναι πως πότε κέρδιζα το ψωμί μου και πότε με τάιζε από συμπόνια κανένας φίλος, έζησα όπως μπόρεσα, άλλοτε καλά, άλλοτε άσκημα, όπως έρχονταν τα πράματα, η αλήθεια είναι πως έχασα την εμπιστοσύνη πολλών ανθρώπων, πως θα οικονομικά μου βρίσκονται σε αξιοθρήνητη κατάσταση, πως το μέλλον μου είναι αρκετά σκοτεινό, πως μπορούσα να κάνω κάτι καλύτερο, πως έχασα καιρό κερδίζοντας το ψωμί μου , πως οι μελέτες μου βρίσκονται κι αυτές σε αρκετά αξιοθρήνητη κι απελπιστική κατάσταση και πως μου λείπουν πολλά, αφάνταστα περισσότερα απ’όσα έχω. Αυτό όμως σημαίνει ξεπεσμό και πως δεν κάνω τίποτα;

  • Μα ποιος είναι ο τελικός σου σκοπός, θα πεις. Ο σκοπός αυτός θα γίνει πιο συγκεκριμένος, θα διαγραφεί σιγά σιγά και με σταθερότητα όπως το σκίτσο γίνεται σχεδίασμα και το σχεδίασμα πίνακας, όσο δουλεύεις όλο και πιο σοβαρά, όσο περισσότερο βαθαίνεις την αόριστη στην αρχή ιδέα, όσο πιο συγκεκριμένη γίνεται η φευγαλέα και περαστική πρώτη σκέψη.

  • Έχεις μια μεγάλη φωτιά μέσα στην ψυχή σου και κανένας δεν έρχεται ποτέ να ζεσταθεί σ’αυτή τη φωτιά κι οι διαβάτες δεν αντιλαμβάνονται παρά λίγο καπνό να βγαίνει ψηλά από την καμινάδα και κατόπι συνεχίζουν το δρόμο τους. Τώρα, να τι πρέπει να γίνει: να διατηρήσεις αυτή τη φωτιά μέσα σου, νάχεις την ευφυΐα μέσα σου, να περιμένεις υπομονετικά κι όμως με πόση ανυπομονησία, να περιμένεις λέω την ώρα που κάποιος θάρθει να κάτσει κοντά στη φωτιά σου- να μείνει εκεί ίσως, ποιος ξέρει;

  • Πάντοτε πιστεύω άθελά μου πως ο καλύτερος τρόπος για να γνωρίσουμε το Θεό είναι ν’αγαπάμε πολύ.

  • Ένας, για ν’αναφέρω ένα παράδειγμα, που θ’αγαπήσει τον Ρέμπραντ, μα που θα τον αγαπήσει σοβαρά, θα μάθει πως υπάρχει Θεός, θα πιστέψει βαθιά.

  • Λίγο καιρό μονάχα να παρακολουθήσει κανείς τα δωρεάν μαθήματα στο μεγάλο πανεπιστήμιο της δυστυχίας και δώσει προσοχή σ’όσα βλέπει με τα μάτια του κι ακούει με τ’αυτιά του και σκεφτεί πάνω σ’αυτά, στο τέλος θα πιστέψει και θα μάθει πιότερα απ’όσα θα μπορούσε να πει.

  • Είμαι ικανός για κάτι. Νιώθω πως έχω κάποιο λόγο να υπάρχω, ξέρω πως θα μπορούσα νάμαι ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος.

  • Κι οι άνθρωποι βρίσκονται στην αδυναμία πολλές φορές να κάνουν οτιδήποτε, είναι αιχμάλωτοι μέσα σ’ένα δεν ξέρω τι φριχτό, φριχτό , πολύ φριχτό κλουβί… Η φιλία, η αδελφοσύνη, η αγάπη, ανοίγουν τη φυλακή με μιαν ανώτερη δύναμη, με μια πανίσχυρη μαγεία. Μα κείνος που δεν τάχει αυτά μένει νεκρός. Μα κει που ξαναγεννιέται η συμπάθεια, ξαναγεννιέται η ζωή. Καμιά φορά η φυλακή λέγεται: πρόληψη, παρανόηση, μοιραία άγνοια για το ένα ή το άλλο, δυσπιστία, αδικαιολόγητη ντροπή.

  • Αν δεν γελιέμαι πρέπει να έχεις ακόμα τις Αγροτικές Εργασίες του Μιλέ. Πρέπει να μάθεις πως σκαρώνω κάτι μεγάλα σχεδιάσματα με θέματα απ' τον Μιλέ, οπως τις Ώρες της Ημέρας καθώς και τον Σπορέα. Έφτιαξα ένα σχεδίασμα που παριστάνει ανθρακωρύχους ενώ βαδίζουν το πρωί πάνω στο χιόνι...

  • Για σήμερα σου σφίγγω το χέρι, ευχαριστώντας σε για την καλοσύνη που μούδειξες. Και μάθε πως γράφοντάς μου θα μου κάνεις καλό.

Βρυξέλες,1880-1881

  • Σχεδίασα τις τελευταίες μέρες κάτι που μου στοίχισε πολλή δουλειά, μα είμαι ευχαριστημένος, που το έκανα. Συγκεκριμένα σχεδίασα ένα σκελετό με την πένα...
  • Υπάρχουν νόμοι αναλογιών, φωτός και σκιάς, προοπτικής που πρέπει κανείς να γνωρίζει για να μπορεί να ζωγραφίζει. Αν δεν τα κατέχει κανείς αυτά, κάνει έναν άκαρπο αγώνα και δεν κατορθώνει ποτέ να ξεγεννήσει τίποτα.


  • Κάθε μέρα σχεδόν έχω μοντέλο ένα γέρο χαμάλι ή κανέναν εργάτη ή κανέναν πιτσιρίκο που τους βάζω και ποζάρουν.

  • Και πιθανόν να κατορθώσω να φτιάχνω πορτραίτα. Φτάνει βέβαια να δουλέψω πολύ.

Ετεν, 1881

  • Αγαπητέ μου Τεό, έχω κάτι που μου βαραίνει την ψυχή και θέλω να στο πω, ίσως να το ξέρεις κιόλας και να μη σου λέω τίποτα καινούργιο. Ήθελα να σου πω πως φέτος το καλοκαίρι άρχισα ν’αγαπώ την Κ. Μα όταν της το είπα, μου απάντησε πως ποτέ δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στα αισθήματά μου.

  • Η ζωή άρχισε να μ’αρέσει και είμαι πολύ ευτυχής που αγαπώ. Η ζωή και η αγάπη μου είναι ένα. Μα, θα παρατηρήσεις, βρίσκεσαι μπροστά σ’ένα “ποτέ, όχι, ποτέ”. Σου απαντώ σ’αυτό: “για την ώρα παλιόπαιδο, θεωρώ αυτό το “ποτέ, όχι, ποτέ” σαν ένα κομάτι πάγου που σφίγγω πάνω στην καρδιά μου για να το κάνω να λιώσει.

  • Γι αυτό είμαι ήσυχος απ’αυτή την πλευρά και τούτο έχει επίδραση πάνω στη δουλειά μου, που όλο και με τραβάει περισσότερο γιατί νιώθω ακριβώς πως θα πετύχω. Όχι πως θα γίνω κάτι το εξαιρετικό, μα κάτι το κοινό, και μ’ αυτό εννοώ πως το έργο μου θάναι υγιές και “λογικό” και πως θάχει κάποιον λόγο να υπάρχει και σε κάτι θα μπορεί να χρησιμέψει.

Χάγη,1881-1883

  • Είχα πει να μην έρθει σήμερα το μοντέλο – κι αυτό γιατί… Μα η φτωχή γυναίκα ήρθε ωστόσο και διαμαρτυρήθηκα. “Ναι, μα δεν ήρθα για να ποζάρω, ήρθα απλώς να δω αν έχετε να φάτε” και μούχε φέρει μια μερίδα φρέσκα φασολάκια και πατάτες. Υπάρχουν μερικά πράματα στη ζωή που αξίζουν τον κόπο.

  • Τεό, χωρίς άλλο, δεν είμαι τοπιογράφος, κι αν ζωγραφίζω τοπία θα βρεις πάντα μέσα σ’αυτά τον άνθρωπο.

  • Αν γινόσουν ζωγράφος, ένα από κείνα που θα σε παραξένευαν, θάταν πως το επάγγελμα αυτό μ’όλα τα συνακόλουθά του, είναι στην πραγματικότητα μια σκληρή σωματική δουλειά. Εχτός από την πνευματική προσπάθεια, το βασάνισμα του μυαλού, το επάγγελμα αυτό απαιτεί κάθε μέρα μια μυϊκή προσπάθεια πολύ μεγάλη.

  • Θυμάμαι πολύ καλά, τώρα που μούγραψες γι αυτό το θέμα, πως όταν άλλοτε μου έλεγες να γίνω ζωγράφος, τόβρισκα πολύ άτοπο κι ούτε κουβέντα δεν ήθελα ν’ακούσω. Εκείνο που διέλυσε τις αμφιβολίες μου, είναι το διάβασμα ενός καλού βιβλίου για την προοπτική , του Κασάνι: Οδηγός ζωγραφικής και το γεγονός πως οχτώ μέρες αργότερα ζωγράφισα το εσωτερικό μιας μικρής κουζίνας…

    Θέλω να φτιάξω σχέδια που να κάνουν εντύπωση σε ορισμένους ανθρώπους. Το Sorrow είναι μια μικρή αρχή.

  • Φέτος το χειμώνα συνάντησα μια έγκυο γυναίκα που την είχε εγκαταλείψει ο άντρας που έφερνε το παιδί του μες στα σπλάχνα της. Πήρα αυτή τη γυναίκα για μοντέλο και δούλεψα μαζί της όλο το χειμώνα… Όσο για μένα δεν μπορώ να παντρευτώ παρά μονάχα μια φορά και πού θα βρω καλύτερη ευκαιρία απ’αυτήν; Γιατί είναι ο μόνος τρόπος να τη βοηθήσω αλλιώς η δυστυχία θα τη σπρώξει πάλι στο δρόμο που καταλήγει στο γκρεμό.

  • Τι είμαι για τον περισσότερο κόσμο; Μια μηδαμινότητα, ή ένας αλλόκοτος αντιπαθητικός άνθρωπος, ένας που δεν έχει καμιά υπόσταση στην κοινωνία ή που δε θ’αποχτήσει ποτέ, τέλος κάτι λιγότερο από μιαν νούλα. Έστω. Υπόθεσε πως είναι ακριβώς έτσι, λοιπόν θάθελα να δείξω με το έργο μου τι υπάρχει στην καρδιά ενός τέτοιου ανθρώπου αλλόκοτου, μιας τέτοιας μηδαμινότητας.

  • Ελπίζω αδερφέ μου πως σε λίγα χρόνια, μα και τώρα σύντομα, θα δεις σιγά σιγά απ’τα χέρια μου πράματα που θα σε ικανοποιήσουν κάπως για τις θυσίες που έχεις κάνει.

  • Αφού ζωγράφισα πολλήν ώρα τούτο το κομμάτι γης, ξέσπασε καταιγίδα με φοβερή δυνατή βροχή που κράτησε πάνω από ώρα. Μα τόσο πολύ μου άρεσε το θέμα μου πούμεινα στη θέση μου και ζήτησα καταφύγιο πίσω απόνα χοντρόκορμο δέντρο… Επειδή είχα αρχίσει τον πίνακα γονατιστός, πριν από την καταιγίδα, με χαμηλό ορίζοντα, αναγκάστηκα να γονατίσω ξανά μέσα στη λάσπη.

  • Από κάποια άποψη είμαι ευχαριστημένος που δεν έχω διδαχτεί να ζωγραφίζω. Γιατί αν αυτό είχε συμβεί θάχα διδαχτεί να αφήνω απαρατήρητα κάτι τέτοια εφέ. Τώρα όμως λέω όχι, αυτό ακριβώς πρέπει να πετύχω, αν δεν είναι δυνατό, δεν είναι δυνατό, ωστόσο εγώ θα δοκιμάσω μολονότι δεν ξέρω πώς να καταπιαστώ. Δεν ξέρω μήτε εγώ ο ίδιος πώς το ζωγραφίζω. Κάθομαι μ’ ένα άσπρο τελάρο μπροστά στο μέρος που μου κάνει εντύπωση, κοιτάζω αυτό που απλώνεται μπροστά μου, λέω στον εαυτό μου, αυτό το άσπρο τελάρο πρέπει να γίνει κάτι επιστρέφω δυσαρεστημένος – το βάζω στην μπάντα κι αφού ξεκουραστώ, το κοιτάζω με μια σχετική αγωνία μένω ακόμα δυσαρεστημένος γιατί έχω πολύ μέσα στο μυαλό μου τούτη τη θαυμαστή φύση για να μπορώ νάμαι ευχαριστημένος – μα βλέπω ωστόσο στο έργο μου μιαν ηχώ από αυτό που μου έκανε εντύπωση, βλέπω πως η φύση μου διηγήθηκε κάτι, μου μίλησε και πως το σημείωσα στενογραφικά.


  • Δούλεψα ξανά αυτή τη γέρικη ιτιά που έχει μιαφούνντα στην κορφή και μου φαίνεται πως έγινε η καλύτερη ακουαρέλα μου

  • Τι είναι η ζωγραφική; Πώς κατορθώνει κανείς να ζωγραφίζει; Όταν ζωγραφίζουμε, είναι σαν ν’ανοίγουμε πέρασμα σ’έναν αόρατο σιδερένιο τοίχο, που φαίνεται να βρίσκεται ανάμεσα σε κείνο που νιώθουμε και σε κείνο που μπορούμε. Πώς πρέπει κανείς να περάσει αυτόν τον τοίχο; Γιατί δεν ωφελεί σε τίποτα να τον χτυπάμε δυνατά. Πρέπει να τον υπονομεύσουμε και να τον τρυπήσουμε με τη λίμα, σιγά, σιγά κι υπομονετικά, κατά τη γνώμη μου.

  • Ελπίζω αδερφέ μου δουλεύοντας πολύ να φτιάξω κάτι καλό μια μέρα. Δεν το κατόρθωσα ακόμα, μα δεν παραιτούμαι απ’το σκοπό μου, αγωνίζομαι για να τον πετύχω. Θάθελα να φτιάξω κάτι σοβαρό, κάτι δροσερό, κάτι που νάχει ψυχή! Εμπρός, εμπρός.

  • Κατά βάθος δεν έχει πάθει η υγεία μου και δεν πρόκειται για χρόνια κατάσταση, γιατί η αδυναμία αυτή δεν οφείλεται στις καταχρήσεις, μα στην έλλειψη τροφής ή μάλλον ουσιαστικής τροφής,. Κάνε λοιπόν ό,τι μπορείς αδερφέ μου για νάρθεις σύντομα, γιατί δεν ξέρω ως πότε θ’αντέξω. Είμαι πολύ κουρασμένος, μου φαίνεται πως θα γονατίσω.

Νόυνεν, 1883-1885

  • Δεν πούλησες ποτέ τίποτα δικό μου και στην πραγματικότητα δεν έκανες ακόμα γι αυτό καμιά προσπάθεια. Βλέπεις, δεν θυμώνω μα δεν πρέπει να περιοριζόμαστε σε λόγια. Στο τέλος θα τα κλωτσήσω όλα.

  • Βοήθησέ με να ξεπεράσω τις δυσκολίες και να κερδίσω χρήματα, με την επιρροή σου και με μια στενότερη συνεργασία, με μια καλύτερης ποιότητας φιλία κι όχι με επιταγές. Μέσα μου έχω αρκετή δύναμη για να πραγματοποιήσω κάτι και να κερδίσω και χρήματα.

  • Οι σημερινοί νέοι δε θέλουν ούτε ν’ακούσουν να γίνεται λόγος για μένα.. Δεν μπορεί να με απασχολεί η γνώμη του κόσμου. Πρέπει να τραβάω μπροστά, αυτό μονάχα πρέπει να σκέφτομαι.

  • Έχω τη γνώμη πως αν οι κριτικοί και οι γνώστες ήταν πιότερο εξοικειωμένοι με τη φύση, η ικανότητά τους να κρίνουν θα ήταν μεγαλύτερη από τώρα, που δεν έχουν παρά τη συνήθεια να ζουν ανάμεσα στους πίνακες και να τους συγκρίνουν.

  • Αν δεν αξίζω τίποτα τώρα, δε θ’αξίζω κι αργότερα, αν όμως αργότερα αξίζω κάτι, θα πει πως και τώρα αξίζω κάτι. Γιατί το στάρι είναι στάρι, έστω κι αν οι κάτοικοι των πόλεων το παίρνουν στην αρχή για χορτάρι κι αντίστροφα. Πάντως αν οι άνθρωποι βρίσκουν καλά ή όχι αυτά που φτιάχνω και τον τρόπο που δουλεύω, εγώ δεν βλέπω άλλον τρόπο από το να παλέψω με τη φύση, όσο καιρό χρειαστεί για να μου αποκαλύψει το μυστικό της.

  • Αναζητώ πάντα το μπλε. Τα κεφάλια των χωρικών εδώ είναι κατά γενικό κανόνα μπλε. Είτε στο ώριμο στάρι, είτε πάνω στα ξερά φύλλα ενός φράχτη από οξιές, αυτή η προοδευτική διαβάθμιση απ’το σκούρο μπλε στο ανοιχτό παίρνει ζωή κι αρχίζει να μιλάει καθώς έρχεται σ’αντίθεση με τους χρυσαφιούς και τους καστανοκόκκινους τόνους.

Ας ζωγραφίζουμε κι ας παράγουμε με αφθονία κι ας είμαστε αυτοί που είμαστε με τα ελαττώματα και τα προτερήματά μας. Μιλάω στον πληθυντικό γιατί τα χρήματα που προέρχονται απο σένα, αυτά τα χρήματα που με κόπο, το ξέρω, κερδίζεις για μένα, σου δίνουν το δικαίωμα, αν βγαίνει κάτι καλό απ’τη δουλειά μου, να το θεωρείς κατά ένα ίσο μέρος και σαν δική σου δημιουργία.

  • Όσο για τους Πατατοφάγους είναι ένας πίνακας που θάδειχνε καλύτερα αν ήταν πλαισιωμένος με χρυσό… Θέλησα να προσπαθήσω ευσυνείδητα ν’αποδώσω κι εγώ την εντύπωση, πως αυτοί οι άνθρωποι που κάτω απ’τη λάμπα τρώνε τις πατάτες τους με τα χέρια, που τα χώνουν μέσα στο πιάτο, δούλεψαν μ’ αυτά και τη γη και πως ο πίνακάς μου εξυμνεί τη χειρωναχτική δουλειά και την τροφή που κέρδισαν οι ίδιοι τόσο τίμια… Σίγουρα θ’ακούσεις να λένε “τι μουτζούρα”, προετοιμάσου γι αυτό όπως είμαι κι εγώ προετοιμασμένος. Μα στο τέλος θα δώσουμε κάτι αληθινό και τίμιο.

  • Πες του πως ο μεγάλος μου πόθος είναι να μάθω να φτιάχνω τέτοιες ανακρίβειες, τέτοιες ανωμαλίες, τέτοιες αλλαγές και τέτοιες μεταμορφώσεις της πραγματικότητας ώστε να βγαίνουν απο κει, μα ναι, ψέμματα αν το θέλετε, μα που νάναι πιο αληθινά από την κατά γράμμα αλήθεια.

  • Αυτό που με κάνει να ξέρω τι θέλω να βάλω στο δικό μου έργο και που θα προσπαθήσω να το καταφέρω ακόμα κι αν πρόκειται να βουλιάξω κι ο ίδιος μέσα σ’αυτό, είναι το ότι έχω απόλυτη πίστη στην τέχνη.

  • Παρομοιάζω όλο και περισσότερο το αλλόκοτο παζάρεμα των τιμών στη ζωγραφική μ’ένα είδος αισχροκέρδειας σαν κι αυτή που γινόταν με τις τουλίπες… Κι όσο για μένα είμαι ευτυχής όντας ένας ταπεινός περιβολάρης, περισσότερο ή λιγότερο καλός ή κακός, που πονάει το φυτώριό του.

  • Μ΄ενδιαφέρει λιγότερο να είναι το χρώμα μου ακριβώς όμοιο, κατά γράμμα, με τη φύση, τη στιγμή που δείχνει ωραία πάνω στο μουσαμά μου, όπως δείχνει ωραία και στη ζωή.

  • Αφοσιώθηκα χρόνια ολάκερα μάταια σχεδόν με κάθε λογής απογοητευτικά αποτελέσματα στη μελέτη της φύσης, στην πάλη με την πραγματικότητα, δεν τ’αρνιέμαι. Δε θάθελα νάχα στερηθεί αυτή την πλάνη.

  • Νομίζω πως θα κάνω καλά να μην παραμελήσω τα πορτραίτα αν θέλω να κερδίσω κάτι. Ξέρω πως δεν είναι εύκολο να τα ζωγραφίζω σύμφωνα με τα γούστα του κόσμου, που απαιτεί την “ομοιότητα” και δεν μπορώ να πως από πριν πως νιώθω νάμαι σίγουρος για τη δουλειά μου.

  • Εδώ δεν έκανα τίποτε άλλο από το να ζωγραφίζω αδιάκοπα για να μάθω να ζωγραφίζω, για να αποκτήσω στέρεες αρχές για το χρώμα κλπ. Χωρίς να αφήσω πολλή θέση σε άλλες επιδιώξεις. Μα όταν ξέφυγα για λίγες μέρες στο Άμστερνταμ, ευχαριστήθηκα πολύ που ξανάδα πίνακες. Γιατί καμιά φορά είναι αφάνταστα σκληρό να ζει κανείς εντελώς έξω από τη ζωγραφική κι από τον κόσμο των ζωγράφων και να μη βλέπει τίποτα από τη δουλειά των άλλων.

Αμβέρσα, 1885-1886

  • Δεν απαρνιέμαι την ιδέα που έχω για το πορτραίτο γιατί είναι ωραίο να μάχεσαι γι αυτή, να δείχνεις στους ανθρώπους πως υπάρχει μέσα τους κάτι άλλο, χώρια απ’ αυτό που μπορεί να τραβήξει ο φωτογράφος με τη μηχανή του.

  • Προτιμώ να ζωγραφίζω τα μάτια των ανθρώπων παρά τις μητροπόλεις γιατί μέσα στα μάτια υπάρχει κάτι που δεν υπάρχει σ’αυτές, ακόμα κι αν είναι μεγαλοπρεπείς κι επιβλητικές. Η ψυχή του ανθρώπου, ακόμα κι αν είναι αλήτης ή πόρνη, για μένα έχει πιο πολύ ενδιαφέρον.

  • Νιώθω μέσα μου επιμονή και είμαι πάνω απ’ αυτό που μπορούν να πουν οι άνθρωποι για μένα και για το έργο μου.

  • Όλοι όμως και πολύ σωστά αποφεύγουν να προφητεύουν ουτοπίες κι είναι τόσο πεσιμιστές, ώστε όταν εμβαθύνει κανείς, βλέπει φανερά στην ιστορία αυτού του αιώνα, πώς εκφυλίζονται οι επαναστάσεις, ακόμα κι όταν ξεκινούν από ευγενικά ιδεώδη.

  • Πρέπει να σου πω ακόμα, πως, αν κι αρχίζω να συνηθίζω, οι κριτικές των ανθρώπων της Ακαδημίας μου είναι συχνά ανυπόφορες γιατί και οι ίδιοι μου είναι πάντα δυσάρεστοι. Πάντως κοιτάζω συστηματικά να αποφεύγω τους καυγάδες και τραβάω το δρόμο μου κάνοντας τον κουτό.

Παρίσι, 1886-1888

  • Αγαπητέ μου Τεό, μη θυμώσεις μαζί μου που ήρθα ξαφνικά. Το σκέφτηκα πάρα πολύ και πιστεύω πως έτσι κερδίζουμε καιρό. Θάμαι στο Λούβρο απ’το μεσημέρι ή αν θέλεις νωρίτερα.

  • Εγώ νιώθω πως μου πέρασε η όρεξη για γάμο και για παιδιά.Και στιγμές στιγμές νιώθω αρκετή μελαγχολία που είμαι έτσι στα τριανταπέντε μου ενώ θάπρεπε να αισθάνομαι διαφορετικά. Και κάποτε τα βάζω μ’αυτή τη βρωμοζωγραφική. Κάπου λέει ο Ρισπέν: “Ο έρωτας για την τέχνη σκοτώνει τον αληθινό έρωτα”.

  • Εκείνο που θα επιθυμούσα πολύ είναι να ζω λιγότερο σε βάρος σου κι αυτό απο δω και μπρος δε θάναι αδύνατο, γιατί ελπίζω να προοδεύσω έτσσι που να μπορείς να δείχνεις θαρετά ό,τι κάνω χωρίς να εκτίθεσαι.

Αρλ,1888-1889

  • Ο φτωχός Γκωγκέν δεν έχει τύχη. Φοβάμαι πολύ πως στην περίπτωσή του, η ανάρρωση θάναι πιο μακρόχρονη από τις δεκαπέντε μέρες που πέρασε στο κρεβάτι. Να πάρει ο διάβολος, πότε θα δούμε μια γενιά καλλιτεχνών με γερά σώματα!

  • Μόλο που είμαι στενοχωρημένος γιατί τα έξοδα είναι τώρα βαριά και οι πίνακες δίχως αξία, ωστόσο δεν απελπίζομαι για την επιτυχία αυτού του μακρινού ταξιδιού που επιχείρησα στη Μεσημβρία.

  • Θα πρέπει να μπει το όνομά μου στον κατάλογο όπως το σημειώνω στους πίνακές μου, δηλαδή: Βικέντιος και όχι Βαν Γκόγκ, για το μοναδικό λόγο πως το τελευταίο δεν μπορούν να το προφέρουν εδώ.

  • Ζωγραφίζω με κόπο εξαιτίας του αέρα, μα δένω το καβαλέτο μου σε πασάλους που τους μπήγω στη γή και επιμένω να δουλεύω γιατί είναι πολύ ωραία.

  • Ο μήνας τούτος θάναι σκληρός για σένα και για μένα. Μονάχα αν σου είναι δυνατό, προς όφελός μας, κάνε ν’ ανθίζουν όλο και περισσότερο τα περβόλια. Τώρα έχω στρωθεί για καλά στη δουλειά.

  • Μου χρειάζεται ακόμα μια αστροφώτιστη νύχτα με κυπαρίσια ή ίσως πάνω απόνα χωράφι με μεστωμένα στάχια. Εδώ οι νύχτες είναι πάρα πολύ ωραίες. Έχω έναν αδιάκοπο πυρετό για δουλειά.

  • Πρέπει να καταφέρω ν’αξίζουν οι πίνακές μου αυτά που ξοδεύω κι ακόμα περισσότερο μιας κι έχω κάνει ως τώρα τόσα έξοδα. Ε, λοιπόν,αυτό θα το καταφέρουμε. Βέβαια δεν πετυχαίνουν όλα, μα η δουλειά προχωρεί. Ως τώρα δεν παραπονέθηκες για όσα ξοδεύω εδώ, μα σε προειδοποιώ πως αν εξακολουθήσω τη δουλειά στις ίδιες αναλογίες, δύσκολα θα τα βολεύω.

  • Α, μου φαίνεται όλο και πιο πολύ πως οι άνθρωποι είναι η ρίζα του παντός και μόλο που μας μένει σαν ένα μελαγχολικό συναίσθημα το ότι δε βρισκόμαστε στην αληθινή ζωή – στη σημασία πως θάξιζε καλύτερα να δουλεύουμε την ίδια τη σάρκα παρά τα χρώματα ή το γύψο, στη σημασία πως θάξιζε καλύτερα να φτιάνουμε παιδιά παρά πίνακες ή να σκαρώνουμε επιχειρήσεις – όμως νιώθουμε πως ζούμε, όταν σκεφτόμαστε πως έχουμε φίλους που κι αυτοί δεν βρίσκονται στην αληθινή ζωή.

  • Η ροζ ροδακινιά με παιδεύει περισσότερο.


  • Μιας και δεν τρώω ούτε πίνω σχεδόν καθόλου, νιώθω τον εαυτό μου αδύνατο. Μα το αίμα μου ανανεώνεται αντί να χαλάει. Για μια φορά λοιπόν ακόμα μου χρειάζεται σ’αυτή την περίπτωση υπομονή και καρτερικότητα. Μονάχα που ξοδέψαμε τόσο γι αυτή την καταραμένη ζωγραφική, ώστε δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πρέπει να τα ξανακερδίσουμε σε πίνακες.

  • Αν θελήσουμε ν’αντικρύσουμε κατάφατσα την πραγματική κατάσταση της ιδιοσυγκρασίας μας πρέπει να μπούμε στη σειρά αυτών που υποφέρουν από μια νεύρωση, πούρχεται από μακρινές γενιές.

  • Δεν αμφιβάλλω πως θα μου αρέσει πάντα η εδώ φύση. Είναι κάτι σαν τις γιαπωνέζικες ζωγραφιές που μια φορά αν τις αγαπήσει κανείς δεν θα μετανιώσει.

  • Πάρε αυτούς τους τρεις πίνακες για τη δική σου συλλογή, και μην τους πουλήσεις γιατί αργότερα θ’αξίζουν 500 φράγκα ο καθένας.


  • Αυτή τη βδομάδα έκανα δυο natures mortes. Μια καφετιέρα εμαγιέ μπλε, ένα φλιτζάνι μπλε ρουά και χρυσό, μια γαλατιέρα με τετραγωνάκια μπλε ανοιχτό κι άσπρο…

  • Υπάρχει, μένει και ξανάρχεται πάντα στιγμές στιγμές μες στην καρδιά της καλλιτεχνικής ζωής η νοσταλγία της πραγματικής κι απραγματοποίητης ιδανικής ζωής.

  • Δε νιώθουμε να πεθαίνουμε μα νιώθουμε την πραγματικότητα: είμαστε ασήμαντοι και για να γίνουμε ένας κρίκος στην αλυσίδα των καλλιτεχνών πληρώνουμε έναν βαρύ φόρο υγείας, νιότης και ελευθερίας, που δεν τις χαιρόμαστε καθόλου, όπως και το άλογο που τραβάει μιαν άμαξα γεμάτη ανθρώπους που αυτοί όμως πάνε να χαρούνε την άνοιξη.

  • Τ’αμάξι που σέρνουμε θάναι χρήσιμο σ’ανθρώπους που δεν τους ξέρουμε.

  • Υπάρχει στο μέλλον μια τέχνη και πρέπει ναναι τόσο ωραία και τόσο νέα, ώστε αν πραγματικά τώρα παρατάμε τη νιότη μας γι αυτήν, δεν μπορεί παρά να κερδίσουμε σε μακαριότητα.

  • Πιστεύω όλο και πιο πολύ πως δεν πρέπει να κρίνουμε τον καλό Θεό απ’αυτόν εδώ τον κόσμο, γιατί ο κόσμος αυτός είναι μια σπουδή του αποτυχημένη. Τι τα θες, στις σπουδές, όταν αγαπάμε πολύ τον καλλιτέχνη δεν τον κριτικάρουμε, αλλά σωπαίνουμε. Έχουμε όμως το δικαίωμα να του γυρέψουμε να κάνει κάτι καλύτερο. Κι όμως, θάταν καλύτερο για μας να δούμε κι άλλα έργα βγαλμένα απ’ το ίδιο χέρι. Σίγουρα αυτός ο κόσμος είναι σκαρωμένος βιαστικά, σε μια από κείνες τις κακές στιγμές που ο δημιουργός δεν ήξερε πια τι έκανε ή είχε αλλού το νου του.Αυτά που μας διηγιέται η παράδοση για τον καλό Θεό είναι πως πραγματικά κοπίασε υπερβολικά γι αυτή τη σπουδή του δικού του κόσμου. Φτάνω να πιστεύω πως η παράδοση λέει αλήθεια, μα τότες η σπουδή έχει υποφέρει απ’ τα πολλά ρετούς. Μονάχα οι μεγάλοι δάσκαλοι μπορούν να γελαστούν έτσι. Κι αυτή ίσως είναι η καλύτερη παρηγοριά, μιας κι έτσι δικαιούμαστε να ελπίζουμε πως θ’αποζημιωθούμε απ’ το ίδιο δημιουργικό χέρι. Κι έτσι, αυτήν εδώ τη ζωή, που την κριτικάρουμε τόσο πολύ και για τόσο δίκαιους και μάλιστα δικαιότατους λόγους, δεν πρέπει να την παίρνουμε αλλιώτικα απ’ ό,τι είναι και πάντα θα μας μένει η ελπίδα πως θα δούμε κάτι καλύτερο σε μιαν άλλη ζωή.

  • Αν βλέπεις λοιπόν τόσο καλά πως το να προετοιμάζεσαι για το θάνατο είναι κάτι που πρέπει να τ’αφήσεις εκεί που βρίσκεται δε νομίζεις πως και η αφοσίωση επίσης, να ζεις δηλαδή για τους άλλους, είναι μια πλάνη, πολύ μεγαλύτερη μάλιστα αν είναι μπλεγμένη με την αυτοκτονία, αφού πραγματικά σ’αυτή την περίπτωση κάνουμε τους φίλους μας δολοφόνους;

  • Πήρα γράμμα απ’τον Γκωγκέν που λέει πως έλαβε από σένα ένα γράμμα με 50 φράγκα και συγκινήθηκε πολύ απ’ αυτό και πως του ανέφερες κάτι για το σχέδιό μας.

  • Αν ο Γκωγκέν ήθελε νάρθει μαζί μας πιστεύω πως θάχαμε κάνει ένα βήμα προς τα εμπρος. Αυτό θα μας έκανε γνωστούς σαν δυο καλλιτέχνες που θα δουλεύαμε αποκλειστικά τα τοπία της Μεσημβρίας και κανείς δε θα μπορούσε να το αμφισβητήσει.

  • Τις μέρες που επιστρέφω κουβαλώντας μια σπουδή λέω: αν γινόταν το ίδιο πάντα, θα πήγαινε καλά η δουλειά. Μα τις μέρες που γυρίζω άπραχτος κι όμως τρώω, κοιμάμαι και ξοδεύω, δεν είμαι ευχαριστημένος απ’τον εαυτό μου και νιώθω πως είμαι ένας τρελός, ένας κατεργάρης, ένα παλιοτόμαρο.


  • Χτες και σήμερα δούλεψα στον Σπορέα που τον ξανάφτιαξα εντελώς. Ο ουρανός είναι κίτρινος και πράσινος, το έδαφος βιολέ και πορτοκαλί. Σίγουρα μπορεί να γίνει ένας πίνακας απ’αυτό το υπέροχο θέμα και πιστεύω πως κάποια μέρα θα γίνει, είτε από κανέναν άλλο είτε από μένα.

  • Πρέπει να σε προειδοποιήσω, πως ο κόσμος θα βρει ότι δουλεύω πάρα πολύ γρήγορα. Μην το πιστέψεις.

  • Τότε μονάχα νιώθω τη ζωή, όταν δουλεύω σκληρά. Μα σαν έχω συντροφιά θα νιώσω λιγότερο την ανάγκη της δουλειάς ή μάλλον θα δουλεύω πιο δύσκολα θέματα. Μα σαν είμαι μόνος δε λογαριάζω παρά μονάχα τον ενθουσιασμό που νιώθω ορισμένες στιγμές κι αφήνουμαι τότε να παρασυρθώ από εξωφρενισμούς.

  • Σίγουρα είναι ένα παράξενο φαινόμενο που όλοι οι καλλιτέχνες, ποιητές, μουσικοί, ζωγράφοι είναι υλικά δυστυχισμένοι – ακόμα κι οι ευτυχισμένοι. Αυτό ανακινεί το αιώνιο ζήτημα: η ζωή είναι ορατή ολάκερη για μας ή πριν πεθάνουμε δεν ξέρουμε απ’αυτή παρά μονάχα το ένα ημισφαίριο; Οι ζωγράφοι για να αναφέρουμε μονάχα αυτούς – σαν πεθάνουν καθ θαφτούν μιλάνε με τα έργα τους σε μια γενιά που ακολουθεί ή σε περισσότερες. Στη ζωή του ζωγράφου ο θάνατος δεν είναι ίσως το δυσκολότερο.

  • Όπως παίρνουμε το τρένο για να πάμε στην Ταρασκόνη ή στη Ρουάν, έτσι παίρνουμε και το θάνατο για να πάμε σ’ένα αστέρι. Αυτό που αληθεύει σίγουρα σε τούτο το συλλογισμό είναι πως όσο είμαστε ζωντανοί δεν μπορούμε να πάμε σ’ένα αστέρι, όπως δεν μπορούμε όταν πεθάνουμε να πάρουμε το τρένο. Τελικά, δε μου φαίνεται αδύνατο νάναι η χολέρα, η ψαμίαση, η φθίση ή ο καρκίνος ουράνια μεταφορικά μέσα όπως τα βαπόρια, τα λεωφορεία κι ο σιδερόδρομος είναι επίγεια. Να πεθαίνει όμως κανείς από γεράματα είναι σα να πηγαίνει με τα πόδια.


    • Αυτή τη φορά είναι απλούστατα το δωμάτιό μου. Εδώ παίζει ρόλο το χρώμα, και δίνοντας με την απλοποίησή του ένα μεγαλύτερο στυλ στα αντικείμενα υποβάλλει εδώ το αίσθημα της ανάπαυσης και γενικά του ύπνου. Κοντολογίς η όψη του πίνακα πρέπει να ξεκουράζει το κεφάλι ή μάλλον τη φαντασία…

  • Και πολύ συχνά σκέφτουμαι αυτόν τον εξαίρετο ζωγράφο, τον Μοντιτσέλι που τον είπαν μεθύστακα και τρελό όταν γυρίζω από μια διανοητική εργασία τσακισμένος απ’την προσπάθεια να ισορροπήσω τα έξι κύρια χρώματα, κόκκινο-μπλε-κίτρινο-πορτοκαλί-λιλά-πράσινο.

  • Μην πιστεύεις λοιπόν πως θα διατηρούσα τεχνητά μια πυρετώδη κατάσταση, μα να ξέρεις πως είμαι μπλεγμένος σ’έναν πολύπλοκο υπολογισμό, απ’ όπου γρήγορα βγαίνουν ο ένας πίσω απ’τον άλλο πίνακες καμωμένοι γρήγορα μα υπολογισμένοι προκαταβολικά επί πολύ καιρό. Κι έτσι σ’όσους θα πουν ότι οι πίνακες αυτοί έγιναν πάρα πολύ γρήγορα, θα μπορέσεις ν’αποκριθείς ότι μάλλον αυτοί τους κοίταξαν πολύ γρήγορα. Μα στο θέρο η δουλειά μου δεν ήταν πιο εύκολη απ’αυτή των θεριστάδων.

  • Για την τέχνη λοιπόν όπου μας χρειάζεται καιρός, δε θάταν άσκημα να ζούμε περισσότερο από μια ζωή. Και θάχε κάποια χάρη να πιστεύουμε πως οι Έλληνες, οι παλιοί Ολλανδοί μαιτρ κι οι Γιαπωνέζοι συνεχίζουν τη δοξασμένη Σχολή τους σ’άλλες σφαίρες.

  • Είναι δικαίωμά μου να ζωγραφίζω κι έχω το λόγο μου που ζωγραφίζω διάβολε! Αυτό δεν μου κόστισε παρά το κατασαραβαλιασμένο κουφάρι μου και το λοξάτο μυαλό μου, αφού θα μπορούσα να ζω όπως θάπρεπε να ζω, σαν φιλάνθρωπος.

  • Νομίζω πως ο αδιάκοπος άνεμος που φυσάει εδώ, σε κάτι θα συντελεί για νάχουν οι σπουδές που ζωγραφίστηκαν σ’αυτό το μέρος αυτό το άγριο ύφος...


  • Τώρα δουλεύω μ’ ένα άλλο μοντέλο: έναν ταχυδρομικό διανομέα με μπλε στολή, με χρυσά σειρήτια, με χοντρή φάτσα με γένια, πολύ σωκρατικό… Ο άνθρωπος αυτός δεν δέχτηκε λεφτά , μα μου κόστισε πιο ακριβά τρώγοντας και πίνοντας μαζί μου.

  • Θα μείνω πολύ ικανοποιημένος αν είμαι μονάχα ένας προπαρασκευαστής των άλλων ζωγράφων του μέλλοντος που θάρθουν να δουλέψουν στη Μεσημβρία.

  • Η ζωγραφική θάπρεπε να γίνεται μ’έξοδα της κοινωνίας και να μην επιβαρύνεται μ’αυτά ο καλλιτέχνης. Μα πρέπει και πάλι να σωπαίνουμε γιατί κανένας δε μας αναγκάζει να δουλεύουμε μιας κι η αδιαφορία για τη ζωγραφική είναι μοιραία αρκετά γενικευμένη κι αρκετά αιώνια. Ευτυχώς που το στομάχι μου γιατρεύτηκε σε τέτοιο σημείο που έζησα τρεις βδομάδες συνέχεια με γαλέτες, γάλα κι αβγά.

  • Άμα είναι κανείς καλά πρέπει να μπορεί να ζει μ’ένα κομμάτι ψωμί και να δουλεύει όλη τη μέρα και νάχει ακόμα τη δύναμη να καπνίζει και να πίνει το ποτηράκι του. Σ’αυτές τις περιστάσεις χρειάζεται κι αυτό. Και ταυτόχρονα, νιώθει καθαρά κει ψηλά τ’αστέρια και τ’άπειρο. Και τότε, μ’όλες τις στερήσεις, η ζωή είναι σχεδόν μαγευτική.

  • Αν ζωγράφιζα στρωτά σαν τον Μπουγκερώ οι άνθρωποι δε θα ντρέπονταν να στέκουν να τους ζωγραφίσω. Μα νομίζω πως η αιτία που έχασα μοντέλα είναι γιατί έβρισκαν πως ήταν “κακοζωγραφισμένα” τα πορτραίτα μου, γεμάτα μπογιές.


  • Ας φυλάξουμε για τον εαυτό μας την απόλυτη αδιαφορία για ό,τι είναι επιτυχία ή αποτυχία. Είχα αρχίσει να υπογράφω τους πίνακες, μα σταμάτησα γρήγορα, μου φαινόταν πολύ κουτό. Πάνω σε μια θαλασσογραφία έβαλα μια υπερβολικά μεγάλη κόκκινη υπογραφή γιατί ήθελα να προστέσω έναν τόνο κόκκινο στο πράσινο.

  • Είσαι αρκετά τεχνοκρίτης για να δεις και να εχτιμήσεις ό,τι πρωτότυπο θα μπορούσα να έχω στα έργα μου κι είσαι επίσης αρκετά τεχνοκρίτης για να δεις, πως είναι ανώφελο να παρουσιάζω ό,τι κάνω στο σημερινό κοινό, γιατί οι άλλοι με ξεπερνούν στην ξεκάθαρη πινελιά. Αυτό οφείλεται περισσότερο στον άνεμο και στις περιστάσεις, πρά σ’αυτό που θα μπορούσα να κάνω χωρίς τον μιστράλ και χωρίς τις μοιραίες περιστάσεις της χαμένης νιότης μου και της σχετικής μου φτώχειας.


  • Με την ελπίδα πως θα ζήσω σ’ένα δικό μας ατελιέ μαζί με τον Γκωγκέν θάθελα νάκανα μια διακόσμηση για το ατελιέ αυτό. Μονάχα μεγάλα ηλιοτρόπια. Γι αυτό δουλεύω όλα τα πρωινά, απ’την ανατολή του ήλιου γιατί τα λουλούδια μαραίνονται γρήγορα και θέλω να κάνω το σύνολο μονομιάς.

  • Όχι μονάχα δεν πουλάμε, αλλά καθώς το βλέπεις με τον Γκωγκέν, σαν γυρέψουμε να δανειστούμε βάζοντας ενέχυρο έτοιμους πίνακες, δεν βρίσκουμε δανειστή ακόμα κι όταν γυρεύουμε ασήμαντα ποσά προσφέροντας σημαντικά έργα. Και να πώς παραδινόμαστε στο έλεος της τύχης. Και φοβάμαι πως τίποτα δε θ’αλλάξει για μας ενόσω ζούμε. Φτάνει τουλάχιστο να προετοιμάσουμε μια πιο πλούσια ζωή για τους ζωγράφους που θα βαδίσουν στ’αχνάρια μας, κι αυτό θάναι κάτι.

  • Να εκφράζω την αγάπη δυο ερωτευμένων με την ένωση δυο συμπληρωματικών χρωμάτων, με το ανακάτεμά τους και με τις αντιθέσεις τους, με τις μυστηριώδεις δονήσεις των συγγενικών τόνων. Να εκφράζω τη σκέψη ενός μετώπου με την ακτινοβολία ενός φωτεινού τόνου πάνω σ’ένα σκοτεινό φόντο. Να εκφράζω την ελπίδα με κάποιο αστέρι. Τη θέρμη ενός όντος με μια ακτινοβολία ήλιου που βασιλεύει.


  • Στον πίνακά μου Νυχτερινό καφενείο ζήτησα να εκφράσω πως στο μέρος αυτό μπορεί κανείς να καταστραφεί, να τρελαθεί ή να εγκληματίσει... Θέλησα να εκφράσω με το κόκκινο και το πράσινο τα τρομερά ανθρώπινα πάθη. Η αίθουσα είναι βαμένη μ’αιματόχρωμο κόκκινο και με κίτρινο βουβό. Είναι παντού μια μάχη και μια αντίθεση απ’τα πιο διαφορετικά πράσινα και κόκκινα στα πρόσωπα των ρεμαλιών που κοιμούνται μέσα στην άδεια και θλιβερή αίθουσα, βιολέ και μπλε…

  • Δεν υπάρχει τίποτε πιο πραγματικά καλλιτεχνικό απ’το να αγαπάς τους ανθρώπους.

  • Τώρα δεν βρίσκω ακόμα τους πίνακές μου αρκετά καλούς, ανάλογα με τις ευκολίες που μου έκανες. Μα όταν καμιά φορά θάναι αρκετά καλοί, σε διαβεβαιώνω πως θάναι τόσο δικά σου δημιουργήματα όσο και δικά μου γιατί τους φτιάχνουμε κι οι δυο μας.

Γειά σου και πολλά πολλά ευχαριστώ για όλες σου τις καλοσύνες.

  • Αν μελετήσουμε τη γιαπωνέζικη τέχνη τότε θα δούμε έναν άνθρωπο αναντίρρητα συνετό, φιλόσοφο κι έξυπνο, που περνάει τον καιρό του με τι; με το να μελετάει την απόσταση της γης από τη σελήνη; όχι. Μεντο να μελετάει την πολιτική του Βίσμαρκ; όχι. Απλούστατα, με το να μελετάει ένα χορταράκι.


  • Εσώκλειστα θα βρεις ένα μικρό σχέδιο ενός πίνακα των 30 τετράγωνο, επιτέλους τον έναστρο ουρανό ζωγραφισμένο τη νύχτα, κάτω απόνα φανάρι του γκαζιού...Στο μπλε πράσινο φόντο του ουρανού η μεγάλη άρκτος έχει μια μαρμαρυγή πράσινη και ροζ, που η διακριτική της χλωμάδα κάνει αντίθεση με το απότομο χρυσαφί του γκαζιού. Δυο χρωματιστές μορφές ερωτευμένων στο πρώτο πλάνο. 


  • Αυτές τις τέσσερις μέρες έζησα κυρίως με ψωμί και με 23 καφέδες που τους χρωστάω ακόμα.

  • Το βιβλίο του Τολστόι Η Θρησκεία μου δημοσιεύτηκε γαλλικά απ’το 1885 μα δεν το είδα ποτέ σε κανέναν κατάλογο. Φαίνεται πως δεν πιστεύει πολύ σε καμιά ανάσταση, ούτε του σώματος, ούτε της ψυχής.


  • Η Γέφυρα του Τρενκετάιγ με όλα αυτά τα σκαλιά είναι ένας πίνακας που τον έκανα κάποιο γκρίζο πρωινό.

  • Δεν πιστεύω πως η τρέλα μου θα ήταν μανία καταδιώξεως, αφού τα αισθήματά μου σαν βρίσκουμαι σε κατάσταση έξαψης στρέφονται μάλλον στη σκέψη της αιωνιότητας και της μέλλουσας ζωής. Πρέπει όμως να φοβάμαι τα νεύρα μου.

  • Ο Γκωγκέν έφτασε εντελώς καλά. Μου δίνει μάλιστα την εντύπωση πως είναι καλύτερα από μένα στην υγεία του.

  • Δεν μπορώ να κάνω τίποτα σχετικά με το ότι δεν πουλιούνται οι πίνακές μου. Κι όμως, θάρθει μέρα που ο κόσμος θα δει πως αξίζουν περισσότερο απ’ όσο κοστίζουν τα χρώματα κι η τόσο ισχνή μου ζωή που ξοδεύω γι αυτούς.

  • Τώρα τολμώ να αναπνέω αφού όλοι είχαμε μια αναπάντεχη τύχη με την πούληση που έκανες για λογαριασμό του Γκωγκέν, σε τρόπο που έτσι κι αλλιώς και οι τρεις μας- αυτός, εσύ κι εγώ- μπορούμε τώρα να σκεφτούμε για να δούμε με ηρεμία τι κάναμε.


  • Έχω λοιπόν επιτέλους μια Αρλεζιάνα, ένα πορτραίτο σκαρωμένο μέσα σε μια ώρα…

  • Ο Γκωγκέν δουλεύοντας αδιάκοπα και σκληρά εδώ νοσταλγεί πάντα τις ζεστές χώρες.

  • Πιστεύω πως ο Γκωγκέν απογοητεύτηκε λίγο απ το Αρλ, απ το κίτρινο σπιτάκι όπου δουλεύουμε και προπάντων από μένα.

  • Αγαπητέ μου φίλε Γκωγκέν,

    επωφελούμαι απ’ την πρώτη μου έξοδο απ’ το νοσοκομείο για να σας γράψω δυο λόγια υπαγορευμένα απ’τη βαθιά και ειλικρινή μου φιλία. Σας συλλογιζόμουν πολύ στο νοσοκομείο και μάλιστα μέσα στον πυρετό μου και στη σχετική εξάντλησή μου. Για πέστε μου λοιπόν, το ταξίδι του αδελφού μου Τεό ήταν τόσο απαραίτητο φίλε μου; Τουλάχιστο καθησυχάστε τον τώρα εντελώς και σεις παρακαλώ νάχετε την πεποίθηση πως γενικά δεν υπάρχει κανένα κακό σ’αυτόν τον καλύτερο απ’όλους τους κόσμους όπου όλα πάνε πάντα στο καλύτερο...Να αποφεύγετε ως που να σκεφτούμε κι απ τις δυο μεριές ωριμότερα να λέτε κακό για το φτωχό μας κίτρινο σπιτάκι και να χαιρετήσετε από μέρους μου τους ζωγράφους που είδα στο Παρίσι.

  • Αγαπητέ μου Τεό,

    Δε βρίσκω λόγια να σ’επαινέσω που πλήρωσες τον Γκωγκέν με τέτοιο τρόπο, που δε θα μπορούσε παρά να επαινέσει τον εαυτό του για τις σχέσεις που είχε μαζί μας. Δεν πρέπει ή τουλάχιστο δε θάπρεπε να αρχίσει να βλέπει πως δεν είμαστε εκμεταλλευτές του, αλλά απεναντίας πως θέλαμε να του περισώσουμε την ύπαρξή του, τη δυνατότητα να δουλεύει και… και.. την τιμή;

    Τον είδα πολλές φορές να κάνει πράματα που ούτε συ ούτε γω θα τα επιτρέπαμε στον εαυτό μας γιατί έχουμε συνείδηση διαφορετική απ’ τη δική του.

    Ευτυχώς που ο Γκωγκέν, εγώ κι άλλοι ζωγράφοι δεν οπλιστήκαμε ακόμα με μυδραλιοβόλα κι άλλα καταστρεπτικά πολεμικά όπλα. Όσο για μένα, είμαι αποφασισμένος να μην κρατήσω στα χέρια μου άλλο όπλο από το πινέλο και την πένα μου.

  • Όταν ύστερα από την αρρώστια μου ξανάδα τους πίνακές μου αυτός που μ’άρεσε καλύτερα ήταν η κρεβατοκάμαρα. Ζωγραφίζω το πορτραίτο της γυναίκας του Ρουλέν που το δούλευα πριν αρρωστήσω. Και παρ’ όλο που όλος ο κόσμος θα με φοβάται, με τον καιρό μπορεί κι αυτό να περάσει. Ε λοιπόν τράβα ίσια σ’αυτόν το δρόμο.


  • Έχω ένα πίνακα Νανουρίσματος ακριβώς αυτόν που δούλευα όταν με διέκοψε η αρρώστεια μου.

  • Αγαπητέ μου Τεό,

    όσο το μυαλό μου βρισκόταν σε τέλεια παράκρουση θάταν μάταιο αν προσπαθούσα να σου γρψω για ν’απαντήσω στο καλό σου γράμμα. Σήμερα γύρισα προσωρινά στο σπίτι κι ελπίζω για πάντα. Είναι τόσες οι στιγμές που αισθάνομαι τον εαυτό μου λογικό, ώστε θα νόμιζα πως αν αυτό που έχω δεν είναι παρά μια ιδιαίτερη αρρώστια του τόπου, πρέπει να περιμένω ήρεμα εδώ, να τελειώσει αυτή η ιστορία, κι αν ακόμα επαναληφθεί.

  • Είσαι πολύ καλός που μου λες πως μπορώ νάρθω στο Παρίσι. Μα σκέφτουμαι πως ο θόρυβος μιας μεγαλούπολης δε θα μου κάνει κανένα καλό.

  • Μου φάνηκε πως είδα μέσα στο καλό σου γράμμα τόση συγκρατημένη αδερφική αγωνία ώστε νομίζω πως είναι χρέος μου να διακόψω τη σιωπή μου. Σου γράφω σε στιγμή απόλυτης διαύγειας κι όχι σαν τρελός, αλλά σαν ο αδερφός που ξέρεις. Να η αλήθεια. Μερικοί από τους ντόπιους υπέβαλαν στον δήμαρχο μια αναφορά με πάνω από 80 υπογραφές όπου έλεγαν πως δεν πρέπει να κυκλοφορώ ελεύθερος ή κάτι παρόμοιο.

  • Το κυριότερο ,σου το συνιστώ όσο μπορώ περισσότερο, είναι να διατηρήσεις κι εσύ την ηρεμία σου και να μη σε ταράζει τίποτα στις δουλειές σου. Μετά το γάμο σου μπορούμε ν’ασχοληθούμε για να ξεκαθαρίσουμε όλα αυτά.

  • Πώς θάθελα να σου στείλω τους πίνακές μου! Μα μου τάχουν όλα κλειδομανταλωμένα και φυλαγμένα με αστυνομικούς και φύλακες.

  • Ύστερα από πολλούς μήνες παίρνω ένα βιβλίο στα χέρια μου. Αυτό μου λέει πολλά και μου κάνει πάρα πολύ καλό.

  • Ο κ Ρε λέει πως αντί να τρώω αρκετά και ταχτικά συντηρήθηκα προπάντων με καφέ και οινόπνευμα. Όλα αυτά τα παραδέχουμαι μα η αλήθεια είναι πως για να πετύχω την έντονη απόχρωση του κίτρινου αυτό το καλοκαίρι μου χρειάστηκε να γαργαλίσω λιγάκι το λαρύγγι μου.

  • Σε σένα και στη γυναίκα σου με την ευκαιρία του γάμου σου να ποια ευτυχία και μακαριότητα θα σας ευχόμουν: νάχετε πάντα αυτή την πραγματική Μεσημβρία μέσα στην ψυχή σας.

  • Αυτές τις μέρες πάω καλά, εκτός από κάποιο κατακάθι αόριστης θλίψης που μου μένει και που είναι δύσκολο να την καθορίσω.

  • Προσωρινά επιθυμώ να μείνω κλεισμένος στο Νοσοκομείο, τόσο για τη δική μου ησυχία όσο και για την ησυχία των άλλων. Αυτό που με παρηγορεί λιγάκι είναι που αρχίζω να θεωρώ την τρέλα σαν μια αρρώστια όπως κάθε άλλη και τη δέχουμαι σαν τέτοια, ενώ ακόμα και σ’αυτές τις κρίσεις μου μού φαινόταν πως ό,τι φανταζόμουν ήταν η πραγματικότητα. Να ξαναρχίσω αυτή τη ζωή του ζωγράφου που περνούσα ως τώρα, απομονωμένος στο ατελιέ και χωρίς άλλη διασκέδαση από το καφενείο και το εστιατόριο, με όλο αυτό το κουτσομπολιό των γειτόνων κτλ όχι δεν μπορώ.

  • Α, αγαπητέ μου Τεό, αν έβλεπες τις ελιές αυτή την εποχή! Η φυλωσιά τους σε χρώμα παλιού και πρασινωπού ασημιού διαγράφεται πάνω στο μπλε. Και τ’οργωμένο χώμα είναι πορτοκαλόχρωμο.

  • Είμαι ένας παρεξηγημένος και δεν είμαι μονάχα, αλλά και ήμουν πάντα έξω από την πραγματικότητα, έτσι που ό,τι κι αν κάνουν για μένα, δεν μπορώ να σκεφτώ για να ισορροπήσω τη ζωή μου. Εκεί που οφείλω να ακολουθώ έναν κανονισμό, όπως εδώ στο Νοσοκομείο, νιώθω τον εαυτό μου ήσυχο.

Σαιν Ρεμύ, 1889-1890

  • Απ’ όσο μπόρεσα να μάθω ο εδώ γιατρός τείνει να θεωρεί πως αυτό που με βρήκε ήταν σα μια προσβολή επιληπτικής φύσεως.

  • Μα εφόσον μένω εδώ, μπόρεσε φυσικά ο γιατρός να δει καλύτερα τι μους συμβαίνει και τολμώ να ελπίζω πως θάχει πεισθεί ότι μπορεί να μ’αφήνει να ζωγραφίζω.


  • Μ’ απασχολούν πάντα τα κυπαρίσσια. Θάθελα να κάνω κάτι σαν τους πίνακες των ηλιοτροπίων, γιατί μου κάνει εντύπωση που κανείς ακόμα δεν τα ζωγράφισε όπως τα βλέπω. Είναι ωραία, σαν γραμμές και σαν αναλογίες ,όπως οι οβελίσκοι. Και το πράσινο είναι εξαιρετικό. Είναι η μαύρη κηλίδα σένα ηλιόλουστο τοπίο, μα είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μαύρες νότες- τις πιο δύσκολες για να τις πετύχει κανείς σωστά- που θα μπορούσα να φανταστώ.

  • Ελπίζω να διαβάσω επιτέλους Όμηρο. Μέσα στην κατάπτωση και στην παρακμή τα τόσο αγαπητά στον Σωκράτη τζιτζίκια έμειναν. Και σίγουρα θα τραγουδάνε αρχαία ελληνικά.


  • Ουφ! Ο θεριστής τέλειωσε. Πιστεύω πως είναι ένας πίνακας που θα τον κρεμάσεις σπίτι σου. Είναι μια εικόνα του θανάτου όπως μας τον περιγράφει το μεγάλο βιβλίο της φύσης. Αυτό όμως που επιδίωξα είναι το “σχεδόν χαμογελώντας”.

  • Πες στον κ Ωριέ να μην ξαναγράψει άρθρα για τη ζωγραφική μου. Πες του το ορθά κοφτά πως πρώτα πρώτα πέφτει έξω, όσον αφορά εμένα κι έπειτα νιώθω τον εαυτό μου πολύ τσακισμένο από τη θλίψη για ν’αντιμετωπίσω τη δημοσιότητα. Το να ζωγραφίζω με διασκεδάζει μα όταν ακούω να μιλάνε για τη ζωγραφική μου στεναχωριέμαι περισσότερο απ’ όσο μπορείς να φανταστείς.


Ωβέρ Συρ Ουάζ,1890

(Από ανεπίδοτο γράμμα  που βρέθηκε πάνω του όταν πέθανε, στις 29 Ιουλίου 1890. 

Ο Τεό δεν άντεξε, έπαθε παράλυση και πέθανε λίγους μήνες μετά, τον Ιανουάριο του 1891)

  • Αγαπημένε μου αδερφέ,

    Σ’ευχαριστώ για το καλό σου γράμμα και για τα 50 φράγκα που περιείχε...

    Ε, λοιπόν στη δουλειά μου διακινδυνεύω τη ζωή μου και το λογικό μου μισοβούλιαξε μέσα σ’αυτή...