(Φ.Χατόγλου)
“Πρώτα απ’όλα ...ο Ντίκενς έχει πεθάνει”
Κι όμως, ακόμη κι όταν ζούσε, ακόμη και στον ίδιο του τον τόπο, το Λονδίνο, “κακοποιούσαν” τα έργα του, όπως υπαινίσσεται και ο ίδιος στον “Νίκολας Νίκλεμπι” (αλήθεια, γιατί δεν έχει ακόμη μεταφραστεί αυτό στην Ελλάδα;!)
Φταίει που είναι ελκυστικές και εμπνευσμένες και δημοφιλείς οι ιστορίες του. Όμως η μεγάλη του τέχνη είναι στον χειρισμό τού λόγου, είναι στη γλώσσα του, κάτι που πετούν ως άχρηστο οι άπειρες διασκευές των έργων του. Έτσι κι αλλιώς το ευφυές, τολμηρό, ειρωνικό, φιλοσοφικό, δεικτικό, πνευματώδες- αγγλικό γράψιμό του θα κακοπάθαινε από τη μετάφραση, ή από μια θεατρική και κινηματογραφική απόδοση. Αλλά, αυτό μπορούμε να το δεχτούμε.
Πώς όμως να δεχτεί κανείς το θράσος τόσων που στο όνομά του εκδίδουν έργα που οι ίδιοι τελικά έχουν γράψει, κόβοντας και ράβοντάς τα κατά βούληση, υποτιμώντας μικρούς και μεγάλους;
Όποιος δεν έχει διαβάσει Ντίκενς στα αγγλικά (πάμφθηνες και θαυμάσιες οι wordsworth ed.) ή σε πλήρη ελληνική μετάφραση (ευτυχώς υπάρχουν), δεν τον γνωρίζει, και είναι κρίμα!
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι άπειρες διασκευασμένες εκδόσεις της “Χριστουγεννιάτικης ιστορίας”: όλοι ξέρουν τον Σκρουτζ και τα φαντάσματα κττ, αλλά πόσοι έχουν διαβάσει το αυθεντικό κείμενο; Το οποίο ξεκινάει με αυτόν τον ευφυή τρόπο:
ΜΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
(εκδ.Φουρφουρι, μετ.Ν. Στρατηγάκης)
Πρώτα απ’όλα ο Μάρλι είχε πεθάνει. Γι’αυτό δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Η ταφή του είχε καταχωρηθεί στα μητρώα με υπογραφές από τον ιερέα, από τον βοηθό των επιτρόπων της ενορίας, από τον τελετάρχη και τον βασικό πενθούντα… Ο γεροΜάρλι ήταν πεθαμένος σαν πρόκα σε πόρτα. Προσοχή! Δεν θέλω να πω ότι γνωρίζω, με γνώση προσωπική, τι το ιδιαίτερο πεθαμένο έχει μια πρόκα σε πόρτα. Ενδεχομένως, εγώ ο ίδιος να θεωρούσα μια πρόκα σε φέρετρο ως το πιο θανατερό κομμάτι των σιδηρικών. Μα η σοφία των προγόνων μας έγκειται στις παρομοιώσεις και τα αμαρτωλά μου χέρια δεν πρόκειται να τις παρενοχλήσουν αλλιώς πάει, ξόφλησε η χώρα. Θα μου επιτρέψετε επομένως να επαναλάβω εμφατικά ότι ο Μάρλι ήταν πεθαμένος σαν πρόκα σε πόρτα…
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Μάρλι είχε πεθάνει. Αυτό πρέπει να γίνει σαφώς κατανοητό, αλλιώς τίποτε θαυμαστό δεν μπορεί να προκύψει από την ιστορία που πρόκειται να αφηγηθώ. Αν δεν ήμασταν απολύτως πεπεισμένοι ότι ο πατέρας του Άμλετ πέθανε πριν ξεκινήσει το έργο, τότε δεν θα υπήρχε τίποτε περισσότερο αξιοσημείωτο στη βραδινή του βόλτα μες στον ανατολικό άνεμο πάνω στις επάλξεις του κάστρου του απ’όσο σε οποιονδήποτε άλλο μεσόκοπο κύριο που βγαίνει βιαστικός, αφού πέσει το σκοτάδι, σε κάποιο μέρος με αέρα προκειμένου στην κυριολεξία να καταπλήξει τον αδύναμο νου του γιού του.
“Δεν πιστεύεις ότι είμαι αληθινός” σχολίασε το Φάντασμα. “Γιατί αμφισβητείς τις αισθήσεις σου;” “Γιατί, είπε ο Σκρούτζ, τις επηρεάζει ένα πραγματάκι. Μια ελαφρά ανωμαλία στο στομάχι τις ξεγελάει. Ίσως να είσαι κανα αχώνευτο κομμάτι μοσχάρι, λεκές μουστάρδα, τρίμμα τυρί ή κομμάτι κακοψημένης πατάτας. Πιο πολύ για κρέας κακοχωνεμένο μου φαίνεσαι παρά για κόκαλα, ό,τι και να είσαι”.
Υπήρξα κι εγώ θύμα της παρεξήγησης, άργησα να καταλάβω το μεγαλείο του. Έχοντας, λοιπόν, τις ...μεγάλες προσδοκίες, να αποκαταστήσω τη λανθασμένη εντύπωση που το ελληνικό κοινό έχει για τον μεγάλο αυτόν συγγραφέα και κοινωνικό και πολιτικό ακτιβιστή και να πείσω, ώστε να μην ξαναδιαβάσει κανείς, ούτε στα παιδιά, τις “πειρατικές” εκδόσεις των έργων του, θα παραθέσω κάποια αποσπάσματα από διάφορα βιβλία, έτσι, για μια γενική ιδέα τουλάχιστον τής πένας του. (Φ.Χ.)
ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΥΟ ΠΟΛΕΩΝ
(εκδ. Παπαδόπουλος, μετ. Α.Λύτρα)
Ήταν τα καλύτερα χρόνια, ήταν τα χειρότερα χρόνια. Ήταν ο αιώνας τής σοφίας, ήταν ο αιώνας τής τρέλας. Ήταν η εποχή τής πίστης, ήταν η εποχή τής απιστίας. Ήταν η εποχή του Φωτός, ήταν η περίοδος του Σκότους. Ήταν η άνοιξη τής ελπίδας, ήταν ο χειμώνας τής απελπισίας. Είχαμε τα πάντα μπροστά μας, δεν είχαμε τίποτα μπροστά μας. Πηγαίναμε όλοι γραμμή στον παράδεισο, όλοι πηγαίναμε γραμμή προς την άλλη κατεύθυνση.
Η Γαλλία, υπό την καθοδήγηση των χριστιανών ιερέων τη διασκέδαζε με διάφορα ανθρωπιστικά επιτεύγματα, όπως με την καταδίκη ενός νέου που επέβαλε να του κόψουν τα χέρια, να του ξεριζώσουν τη γλώσσα με την τανάλια και να τον κάψουν ζωντανό, μόνο και μόνο γιατί δεν γονάτισε ευλαβικά μες στη βροχή την ώρα που μια βρώμικη ακολουθία μοναχών περνούσε μέσα στο οπτικό του πεδίο σε απόσταση πενήντα ή εξήντα μέτρων. Είναι πολύ πιθανό ότι, όταν εκείνος ο δυστυχισμένος νέος εκτελέστηκε, στα δάση τής Γαλλίας και της Νορβηγίας αναπτύσσονταν τα δέντρα, σημαδεμένα ήδη από τον ξυλοκόπο, τη Μοίρα, για να ξυλευτούν και να γίνουν σανίδια, από τα οποία θα κατασκευαζόταν κάποιος κινητός σκελετός με ένα σακί κι ένα μαχαίρι πάνω του, μια μηχανή θανάτου που έμεινε στην ιστορία.
Θαυμαστό στ’αλήθεια να σκεφτεί κανείς πως κάθε ανθρώπινη ύπαρξη είναι έτσι δομημένη, ώστε να αποτελεί ένα βαθύ μυστικό κι ένα αξεδιάλυτο μυστήριο για κάθε άλλη. Ένας βαθύς στοχασμός με καταλαμβάνει όταν μπαίνω σε μια μεγάλη πόλη τη νύχτα, ότι καθένα από αυτά τα σκοτεινά σπίτια κρύβει το δικό του μυστικό...ότι καθεμιά παλλόμενη καρδιά μέσα σε τούτα τα εκατοντάδες χιλιάδες στήθη είναι σε κάποιες από τις φαντασιώσεις της ένα μυστικό ακόμη και για την κοντινότερή της καρδιά!
Ένα μεγάλο βαρέλι με κρασί είχε πέσει και είχε σπάσει στη μέση του δρόμου.. Το κρασί ήταν κόκκινο και είχε βάψει το χώμα του στενοσόκακου στο προάστιο του Παρισιού Σεν Αντουάν όπου είχε χυθεί. Είχε βάψει επίσης πολλά χέρια και πολλά πρόσωπα και πολλά ξυπόλυτα πόδια και πολλά ξυλοπάπουτσα.. Και εκείνος ο χαριτολόγος ψηλός έγραφε με τα βαμμένα από νωπό κρασί δάχτυλά του πάνω σε έναν τοίχο με ορνιθοσκαλίσματα: ΑΙΜΑ. Πλησίαζε το πλήρωμα του χρόνου, όταν και κείνο το κρασί θα χυνόταν στα λιθόστρωτα και οι κόκκινοι λεκέδες του θα στιγμάτιζαν πολλούς.
Στους δρόμους του Παρισιού τα κάρα του θανάτου αφήναν στο πέρασμά τους ένα βουητό υπόκωφο και σκληρό. Έξι κάρα κουβαλούσαν το κόκκινο κρασί της ημέρας στη Γκιλοτίνα...Αν σπείρει κανείς τους ίδιους καρπούς, τους καρπούς της καταπίεσης και της πλεονεξίας, να’στε σίγουροι ότι θα μαζέψει σοδειά ίδια και απαράλλαχτη.
Μπροστά του εμφανίστηκε τότε εκείνο το ένδοξο όραμα τής δυνατότητας να πράττεις το Καλό, που τόσο συχνά αποτελεί την αισιόδοξη χίμαιρα τόσων καλών ψυχών. Μάλιστα έφτασε να έχει την ψευδαίσθηση πως ο ίδιος επηρέαζε την πορεία αυτής της μαινόμενης Επανάστασης η οποία είχε φανερά ξεφύγει από κάθε έλεγχο.
ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ
(εκδ. Καστανιώτη, μετ.Φ.Κονδύλης)
Η αδερφή μου ήταν πολύ καθαρή νοικοκυρά, μα είχε έναν εκνευριστικό τρόπο να κάνει την καθαριότητά της πιο δυσάρεστη και πιο απαράδεκτη από την ίδια τη βρωμιά. Η καθαριότητα είναι σαν την αγιοσύνη και το ίδιο κάνουν μερικοί άνθρωποι με τη θρησκευτική τους πίστη.
Αγαπούσα τον Τζο, ίσως όχι για κανέναν άλλο λόγο εκείνα τα πρώιμα χρόνια, παρά επειδή ο αξιαγάπητος Τζο με άφηνε να τον αγαπάω.
Μες στον μικρόκοσμο όπου ζουν τα παιδιά, οποιοσδήποτε κι αν τα μεγαλώνει, δεν υπάρχει τίποτε που να το αντιλαμβάνονται τόσο έντονα όσο η αδικία.
Αναλογίσου την ατέλειωτη αλυσίδα από σίδερο ή από χρυσάφι, από αγκάθια ή λουλούδια, που ποτέ δεν θα σε είχε δέσει, αν δεν είχε σχηματιστεί ο πρώτος της κρίκος μια αξέχαστη και σημαδιακή μέρα.
Δεν είναι δυνατό να μάθουμε πόσο μακριά στον κόσμο απλώνεται η επιρροή ενός καλοκάγαθου, έντιμου, ευσυνείδητου ανθρώπου.
Όλες οι άλλες απάτες πάνω στη γη δεν είναι τίποτα μπροστά στις αυταπάτες.
ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗ ΜΑΓΚΜΠΙ
(εκδ.Το Ποντίκι, μετ.Γ.Μπαρουξής)
Μιλούσε στον εαυτό του. Δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί για να του απευθυνθεί. Όμως, ακόμη κι αν υπήρχε, μπορεί πάλι να προτιμούσε να μιλά στον εαυτό του.
Έτσι, με σταθερό βήμα ο ταξιδιώτης πήγαινε πάνω κάτω, πάνω κάτω, πάνω κάτω, αναζητώντας το κενό και βρίσκοντάς το.
Είμαι για τον ίδιο μου τον εαυτό ένα ακατανόητο βιβλίο με τα πρώτα κεφάλαια σκισμένα και πεταμένα. Τα παιδικά μου χρόνια δεν είχαν τη χάρη των παιδικών χρόνων, τα νιάτα μου δεν είχαν τη γοητεία τής νιότης και τι μπορεί να περιμένει κανείς από μια χαμένη αρχή;
Λέγοντάς του ότι της έκανε τόσο πολύ καλό, διόρθωσε ασυνείδητα την παλιά του δύσθυμη απογοήτευση για τη ζωή του, κάνοντάς τον να αντιληφθεί ότι ένας άνθρωπος μπορεί να γίνει μεγάλος θεραπευτής, αν θέλει, ακόμη και χωρίς να είναι μεγάλος γιατρός.
Πώς ζουν, αγαπούν και πεθαίνουν οι πολυάριθμοι εργάτες. Πόσο υπέροχο είναι να σκέφτεσαι τις διάφορες τέχνες του ματιού και του χεριού τους, τις εξαίρετες διακρίσεις τής όρασης και τής αφής που τους διαχωρίζουν σε ειδικευμένες κατηγορίες εργαζομένων ή ακόμη και σε υποκατηγορίες ενός ολοκληρωμένου όλου που συνδυάζει τα πολλά μυαλά και τις δυνάμεις του έστω και μόνο για να δημιουργήσει κάποιο φτηνό αντικείμενο κοινής χρήσης ή ένα στολίδι τής ζωής.
Δεν είμαι εγώ παρά ένα μικρό μέρος ενός μεγαλύτερου όλου. Και για να είμαι χρήσιμος στον εαυτό μου και στους άλλους ή για να είμαι ευτυχισμένος, πρέπει να στρέψω το ενδιαφέρον μου στον κοινό κόσμο.
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΙ ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ
(εκδ.Παπαδόπουλος, μετ.Ι.Καραχάλιος)
Δύο γυναίκες κάθονταν σε κατάσταση ανήμπορης αξιοπρέπειας, η οποία σίγουρα αποτελεί την ύστατη και χαμηλότερη βαθμίδα μακαριότητας που θα μπορούσαμε να βρούμε στην υπέροχη οικουμένη μας.
Όταν σημάνει το ρολόι μια εκκλησίας μέσα στη μαύρη νύχτα, τα ανέστια αυτιά μπορεί στην αρχή να περάσουν κατά λάθος τον ήχο για συντροφιά και να τον καλοδεχτούν. Αλλά, καθώς οι ομόκεντροι κύκλοι των δονήσεων, τους οποίους τέτοια ώρα προσλαμβάνεις με απόλυτη διαύγεια, αρχίσουν να διευρύνονται ατελείωτα, φτάνοντας ίσως (όπως άλλωστε υποστηρίζουν και οι φιλόσοφοι) στο άπειρο, το σφάλμα γίνεται αντιληπτό και το αίσθημα τής μοναξιάς ακόμα εντονότερο.
Όπως στο ξύλο, ομοίως και στους ανθρώπους. Το Σαράκι επεκτείνεται με τον ίδιο τρόπο που ο τοκογλύφος αυξάνει τους τόκους, ραγδαία. Μια σανίδα προσβάλλεται και κολλάει όλο το σπίτι.
ΔΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ
(εκδ. Ζαχαρόπουλος, μετ. Γ. Αλεξίου)
Το Κοκτάουν είχε ένα μαύρο κανάλι κι ένα ποτάμι όπου κυλούσε μια γαλαζοκόκκινη μπογιά που βρώμαγε τρομερά και τεράστια συγκροτήματα κτιρίων γεμάτα παράθυρα που χτυπούσαν και έτρεμαν όλη μέρα και όπου το έμβολο της ατμομηχανής δούλευε μονότονα πάνω κάτω, όπως το κεφάλι ενός ελέφαντα σε κατάσταση κρίσιμης μελαγχολίας. Υπήρχαν κάμποσοι μεγάλοι δρόμοι, όλοι όμοιοι μεταξύ τους, που τα κατοικούσαν άνθρωποι το ίδιο όμοιοι μεταξύ τους, και όλοι μπαινόβγαιναν τις ίδιες ώρες, με τους ίδιους ήχους πάνω στα ίδια πεζοδρόμια, για να κάνουν την ίδια δουλειά και το κάθε τους σήμερα ήταν όμοιο με το χτες και το αύριο και ο κάθε χρόνος πανομοιότυπο του περσινού και του επόμενου.
Τον έκανε βουλευτή, αντιπρόσωπο του Κοκτάουν: ένα από τα μέλη εκείνα που είναι σεβαστά για τα μέτρα και τα σταθμά, έναν από τους εκπροσώπους της προπαίδειας, έναν από τους κουφούς αξιότιμους κυρίους, τους βουβούς αξιότιμους κυρίους, τους τυφλούς αξιότιμους κυρίους, τους κουτσούς αξιότιμους κυρίους, τους νεκρούς από κάθε άλλη άποψη αξιότιμους κυρίους. Αλλιώτικα, για ποιο λόγο να ζούμε σε μια χριστιανική χώρα, χίλια οχτακόσια τόσα χρόνια μετά τον Χριστό;
Αν δεν ζυγώσουν αυτούς τους ανθρώπους με καλωσύνη, με υπομονή και με κέφι, που μ’ όλα τα βάσανά τους συμπαραστέκεται ο ένας τον άλλο, που μ’ όλη τους τη φτώχεια και τη μιζέρια υποστηρίζονται αναμεταξύ τους – όπως κατά την ταπεινή μου γνώμη δεν κάνει ο κόσμος που έχει γνωρίσει ο κύριος στα ταξίδια του- δε θα γίνει ποτές κάτι καλύτερο μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Όταν τους λογαριάζουν μονάχα σαν Δύναμη για τα εργοστάσιά τους, σαν νούμερα και σαν μηχανές, ανίκανους ν’αγαπήσουν, να έχουν προτιμήσεις, αναμνήσεις, ενδιαφέροντα…
Κάτι που δουλεύει τόσο, πληρώνεται τόσο και τελείωσε. Κάτι που ρυθμίζεται αλάθητα από το νόμο τής προσφοράς και της ζήτησης...Κάτι που πουλιέται χονδρικώς για να φτιάχνονται τεράστιες περιουσίες. Κάτι που καμιά φορά φουρτουνιάζει σαν τη θάλασσα για να χτυπήσει και να καταστρέψει (κυρίως τον εαυτό του) και να πέσει ξανά. Αυτά ήξερε εκείνη για τους εργάτες του Κοκτάουν. Μα ποτέ δεν της είχε περάσει από το μυαλό να τους ξεχωρίσει σε μονάδες, όπως δεν θα σκεφτόταν ποτέ να ξεχωρίσει τη θάλασσα σε σταγόνες.
Καλλιεργείστε τους τη χάρη της φαντασίας και των αισθημάτων για να διακοσμήσουν μ’αυτά τη ζωή τους, που έχει τόση ανάγκη διακόσμησης. Αλλιώτικα, τη μέρα του θριάμβου σας, όταν θα έχει εξαφανιστεί κάθε ίχνος ρομαντισμού από την ψυχή τους και θα σταθούν πρόσωπο με πρόσωπο με το πρόβλημα τής υπάρξεώς τους, τότε ο ρεαλισμός με τη σειρά του σαν λύκος θα σας κατασπαράξει!
ΤΟ ΤΡΙΖΟΝΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΤΖΑΚΙ
(εκδ.Βιβλιοθήκη για όλους, μετ. Δ.Κωστελένος)
Ένιωθες όλο τον ανταγωνισμό σ’αυτό το τραγούδι.Το Τριζόνι είχε κιόλας πάρει τ’απάνω με το τερέτισμά του που ήταν όλο χαρά, ενώ το Καζάνι αγκομαχούσε κι έβραζε απ’το κακό του που είχε μείνει τόσο πίσω στον αγώνα. Τρίλιζε και τερέτιζε το Τριζόνι απ’τη γωνιά, βογγούσε το Καζάνι για να το προφτάσει! Στεκόταν το Τριζόνι και κορόιδευε το αγκομαχητό του Καζανιού κι ύστερα άφηνε μια δυνατή τρίλια για να το νικήσει, μα το Καζάνι πάντα εξακολουθούσε στον ίδιο ρυθμό. Ώσπου οι φωνές τους έσμιγαν και κανένας δε θα ήξερε να πει ποια από τις δυο επικρατούσε.
Δε θα μπορούσα καθόλου να πω ότι αν ο Κάλεμπ ήταν Πρωθυπουργός ή μέλος του Κοινοβουλίου ή κάποιος σπουδαίος στοχαστής θα έδειχνε λιγότερο απασχολημένος, απ’ όσο τώρα με τη δουλειά του. Απ’την άλλη μεριά, έχω πολλές αμφιβολίες, αν όποια άλλη δουλειά σαν αυτές που ανέφερα παραπάνω θα ήταν τόσο αθώα σαν κι αυτή εδώ.
Αυτοί οι γάμοι όπου υπήρχε όσο το δυνατό λιγότερο απ’αυτό που ρομαντικά κι ανόητα αποκαλούνταν έρωτας, ήταν πάντα οι πιο ευτυχισμένοι. Και πρόβλεπε τη μεγαλύτερη δυνατή ευδαιμονία – όχι αυτή τη λαίμαργη ευδαιμονία των ερωτευμένων, μα τη σταθερή και μόνιμη- για τους μελλόνυμφους.
Και λέγοντας αυτά έγειρε το τυφλό της πρόσωπο στον ώμο τού Κάλεμπ κι έκλαψε, έκλαψε τόσο, ώστε εκείνος σχεδόν λυπήθηκε που τής έδωσε μια τέτοια ευτυχία πλημμυρισμένη στα δάκρυα.
Ο Κάλεμπ δεν ήταν κανένας μάγος. Ήξερε μονάχα τη μοναδική μαγική τέχνη που μας απόμεινε: τη μαγεία τής όλο αφοσίωση, αθάνατης αγάπης.
ΤΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΠΙΚΓΟΥΙΚ
(εκδ. Gutenberg, μετ.Ρένα Χατχούτ)
Ο υπερβολικά ευαίσθητος Τάπμαν που στη σοφία και την πείρα ωριμότερων χρόνων προσέθετε τον ενθουσιασμό και το πάθος μικρού παιδιού για την πιο ενδιαφέρουσα και πιο συγχωρητέα από τις ανθρώπινες αδυναμίες: τον έρωτα.
Α, η ποίηση κάνει για τη ζωή αυτό που τα φώτα και η μουσική κάνουν για τη σκηνή. Αν αφαιρέσεις τα ψεύτικα στολίδια από τη μια, τις ψευδαισθήσεις από την άλλη, τι το αληθινό μένει και στις δυο για το οποίο να ζει και να νοιάζεται κανείς;
Το πρωί της μέρας και το πρωί της ζωής έχουν πολλές ομοιότητες.. Θεέ μου, και τι δε θάδινα για να ζήσω ξανά τις μέρες της παιδικής μου ηλικίας ή να μπορέσω να τις ξεχάσω για πάντα!
Ο γάμος είναι ένα θέμα με το οποίο επιτρέπεται να γίνονται αστεία, αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα το αστείο στο ίδιο το γεγονός.Μιλάμε απλώς για την τελετή και παρακαλούμε να γίνει σαφώς κατανοητό ότι δεν επιδιδόμαστε σε κανέναν κρυφό σαρκασμό για τον έγγαμο βίο. Ανάμικτα με την ευχαρίστηση και τη χαρά της περίστασης υπάρχουν τα δάκρυα τού χωρισμού ανάμεσα στο γονιό και το παιδί, οι πολλές θλίψεις για την αποχώρηση από το σπίτι, η συνειδητοποίηση ότι αφήνει κανείς πίσω τους πιο αγαπητούς και πιο καλούς φίλους του πιο ευτυχισμένου κομματιού της ανθρώπινης ζωής για να αντιμετωπίσει όλες τις δυσκολίες και τα βάσανά της με άλλους που ακόμα δεν έχει δοκιμάσει και δεν γνωρίζει καλά.
“Α, εργάζεστε πολύ σκληρά. Το φοβόμουν. Δεν ωφελεί ξέρετε. Δεν πρέπει να παρασύρεστε από την αδιάλλακτη ευσυνειδησία σας”
“Να’ναι καλά ο γεράκος. Δεν έχω ξαναδεί τόσο καλό πλάσμα σε όλη μου τη ζωή. Μα το Θεό, πιστεύω ότι η καρδιά του θα πρέπει να γεννήθηκε είκοσι πέντε χρόνια μετά το σώμα του τουλάχιστον”
Είχε καταλήξει να μοιάζει τόσο πολύ με πεθαμένο στη ζωή, που δεν κατάλαβαν πότε πέθανε.
Μερικά μέτρα παραπέρα αναπαυόταν χλομή και γαλήνια η σορός του κρατούμενου του Τσάνσερι, που είχε πεθάνει το προηγούμενο βράδυ, περιμένοντας την παρωδία μιας έρευνας για την αιτία του θανάτου. Η σορός! Είναι ο νομικός όρος για την ανήσυχη, αεικίνητη μάζα από φροντίδες και στενοχώριες, φιλίες, ελπίδες και θλίψεις που αποτελούν ένα ζωντανό ον.
Επειδή το άλογο το ενοχλούσε μια μύγα πάνω στη μύτη του, ο αμαξάς χρησιμοποίησε με ανθρωπιστική ευαισθησία τον ελεύθερο χρόνο του μαστιγώνοντάς το στο κεφάλι, σύμφωνα με την αρχή της αντι-ενόχλησης.
ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ
(εκδ. Γκοβόστης, μετ. Π. Αναγνωστόπουλος)
Αν στο σύντομο αυτό διάστημα ο Όλιβερ περιβαλλόταν από προσεχτικές γιαγιάδες, ανυπόμονες θείες, πεπειραμένες παραμάνες και σοφούς γιατρούς, θάχε αναπόφευκτα κι αναμφίβολα πεθάνει στη στιγμή. Καθώς ωστόσο δεν υπήρχε κανένας κοντά του, εκτός από μια φτωχιά γριά, πούχε αρχίσει μάλλον να ζαλίζεται και να τα μπερδεύει απ’ την μπύρα κι έναν ενοριακό χειρούργο που εκτελούσε αυτά τα καθήκοντα μονάχα για να δικαιολογεί το μισθό του, ο Όλιβερ κι η Φύση έλυσαν το πρόβλημα μεταξύ τους.
Υπάρχει μια νυσταλέα κατάσταση ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο, όπου ονειρευόμαστε πολύ περισσότερα μέσα σε πέντε λεπτά με τα μάτια μισάνοιχτα και νιώθοντας αόριστα τι συμβαίνει γύρω μας, απ’όσα θα ονειρευόμασταν μέσα σε πέντε νύχτες με τα μάτια σφιχτοκλεισμένα και τις αισθήσεις βυθισμένες σε πλέρια νάρκη. Κάτι τέτοιες στιγμές ένας θνητός συνειδητοποιεί αρκετά όσα αφορούν την ψυχή του και σχηματίζει μιαν αόριστη εικόνα των μεγάλων της δυνάμεων όταν αυτή, λευτερωμένη από τη γη και περιφρονώντας το χρόνο και το χώρο, λυτρώνεται από τους περιορισμούς του σάρκινου ντύματός της.
Υπάρχουν πάρα πολλοί κύριοι και κυρίες που ισχυρίζονται ότι είναι χριστιανοί πέρα για πέρα και που ανάμεσα σ’αυτούς και στο σκυλί του κυρίου Σάικς υπάρχουν χτυπητά και παράξενα σημεία ομοιότητας.
Ερημιά, σκοτάδι, παγωνιά- ήταν μια νύχτα για τους καλοστεγασμένους και τους χορτασμένους, για να τραβηχτούν κοντά στη λαμπερή φωτιά και να ευχαριστήσουν το Θεό που βρίσκονταν κάτω από μια στέγη και για τους άστεγους και πεινασμένους φουκαράδες για να γείρουν στη γη και να πεθάνουν. Ένα σωρό αφανισμένοι απ΄την πείνα, απορριγμένοι της ζωής κλείνουν τα μάτια κάτι τέτοιες νύχτες στους γυμνούς μας δρόμους κι όσο μεγάλα κι αν στάθηκαν τα κρίματά τους, ο κόσμος που πηγαίνουν ασφαλώς δε θάναι τόσο σκληρός γι’αυτούς σαν τούτον εδώ.
Μια ανάλαφρη μουσική, ή το κελάρυσμα του νερού σ’ένα γαληνεμένο τοπίο, ή το άρωμα ενός λουλουδιού ή το άκουσμα μιας γνώριμης λέξης ξυπνούν καμιά φορά ξαφνικά αμυδρές αναμνήσεις από σκηνές που δεν υπήρξαν ποτέ στη ζωή ετούτη που χάνονται σα φύσημα του αγέρα, που κάποια σύντομη ανάμνηση μιας πιο ευτυχισμένης ζωής, φευγάτης πια και χαμένης στο πέρασμα του χρόνου, φαίνεται να τις έχει ξυπνήσει και που καμιά θεληματική προσπάθεια του νου δεν μπορεί ποτέ ν’ανακαλέσει.
Οι αναμνήσεις που τα γαληνεμένα τοπία της εξοχής ξυπνάνε στην ψυχή μας δεν είναι του κόσμου τούτου,ούτε των σκέψεων και των ελπίδων του...Κάτω απ’όλα τούτα τρεμοσβήνει,ακόμα και για κείνους που είναι ελάχιστα στοχαστικοί, μια αόριστη και μισοσχηματισμένη συνείδηση πως έχουν νιώσει τέτοια αισθήματα σε κάποιους άλλους σβησμένους και μακρινούς καιρούς- συνείδηση που ξυπνάει μεγαλόπρεπα ένα μακρινό μέλλον που μπροστά του λυγίζουν κάθε περηφάνεια κι όλα τα εγκόσμια.
Τέτοια είναι η επίδραση που οι σκέψεις μας ασκούν ακόμα και πάνω στ’αντικείμενα που μας περιβάλλουν. Οι άνθρωποι που κοιτάζουν τη φύση και τους συνανθρώπους τους και φωνάζουν πως όλα είναι μαύρα κι άραχλα έχουν δίκιο. Όμως τα ζοφερά χρώματα που βλέπουν είναι αντανακλάσεις των ίδιων τους των χολερικών ματιών και ψυχών. Τα αληθινά χρώματα είναι λεπτά και χρειάζονται καθαρότερη όραση .
Η αξιοπρέπεια ακόμα και η αγιότητα είναι περισσότερο ζήτημα ρεντιγκότας και γιλέκου απ’όσο φαντάζονται μερικοί.
Η καρδιά του ήταν αδιάβροχη
Ο ΖΟΦΕΡΟΣ ΟΙΚΟΣ
(εκδ. Gutenberg, μετ. Κ. Παπαμιχαήλ)
Εδώ είναι το Δικαστήριο του Τσάνσερι που έχει αποσαρθρωμένα αδικήματα και καταραμένες εκτάσεις σε κάθε επαρχία. Που έχει έναν τσακισμένο τρελό σε κάθε τρελοκομείο και τους νεκρούς του σε κάθε νεκροταφείο που ωθεί τον κατεστραμμένο οικονομικά μηνυτή με φαγωμένες σόλες και χιλιοκουρελιασμένα ρούχα να δανείζεται και να εκλιπαρεί όλους τους γνωστούς του που δίνει στους πλούσιους και ισχυρούς άφθονα μέσα για να καταπονήσουν το δίκιο που τόσο εξουθενώνει την τσέπη, την υπομονή, το θάρρος, την ελπίδα που σαλεύει τον νου και ραγίζει την καρδιά ώστε δεν υπάρχει ούτε ένας έντιμος άνθρωπος ανάμεσα στους επαγγελματίες που να μην προειδοποιεί, όπως συχνά προειδοποιεί, “καλύτερα να υπομείνεις ό,τι κακό κι αν σου κάνουν παρά να μπλέξεις εδώ!”
Δε θέλουμε παρά μια ματιά μόνο να ρίξουμε στον κόσμο της αριστοκρατίας αυτό το ίδιο μουντό απόγευμα Δεν είναι τόσο διαφορετικός από το δικαστήριο του Τσάνσερι και μπορούμε να περάσουμε από τη μια σκηνή στην άλλη όπως πετάει μια κουρούνα
Αν αυτόν τον παντέρημο άνθρωπο μπορούσε να τον δει προφητικά η μητέρα του, που στον κόρφο της κούρνιαζε σα μικρό παιδί και ύψωνε τα μάτια του να δει το τρυφερό της πρόσωπο, ενώ το απαλό του χέρι καλά καλά δεν ήξερε πώς να πιάσει το λαιμό που πάνω του έγερνε, πόσο απίστευτη θα της φαινόταν αυτή η εικόνα! Αχ, αν η φωτιά που’χει σβήσει πια μέσα του έκαιγε κάποτε, σε πιο ευτυχισμένες εποχές, για μια γυναίκα που τον έσφιγγε στην καρδιά της πού ν ‘τη τώρα όσο αυτές οι στάχτες βρίσκονται πάνω από το χώμα!
Η λαίδη, μέσα στην απόγνωση της Ανίας, αιχμάλωτη στο δόκανο της Απέραντης Απελπισίας, παρά λίγο να μισήσει την ίδια της την καμαριέρα επειδή ήταν ευδιάθετη.
Αναθέτοντας το Υπουργείο Εσωτερικών και την Ηγεσία τής Βουλής στον Τζουνλ, το Υπουργείο Οικονομικών στον Κουνλ, τις Αποικίες στον Λουνλ και το Υπουργείο Εξωτερικών στον Μουνλ, τι θα κάνεις με τον Νουνλ. Δεν μπορείς να του προσφέρεις την Προεδρία του Συμβουλίου. Αυτή τη φυλάς για τον Πουνλ. Δε μπορείς να τον βάλεις υπεύθυνο Δασιών Πόρων ,αυτό το πόστο μετά βίας είναι αρκετό για τον Κουνλ. Ποιο είναι το συμπέρασμα; Ότι η χώρα έχει ναυαγήσει, έχει καταστραφεί, έχει διαλυθεί επειδή δε μπορείς να βολέψεις τον Νούνλ!
Αν είχες κάνει με τον Νάφι αυτό που έπρεπε, την πρώτη φορά που μπήκε στο Κοινοβούλιο και τον είχες εμποδίσει να πάει στον Ντάφι, θα τον είχες υποχρεώσει να συμμαχήσει με τον Φάφι, θα είχες μαζί σου το ειδικό βάρος ενός έξυπνου συζητητή όπως ο Γκάφι, θα είχες φέρει στις εκλογές τα πλούτη του Χάφι, θα είχες βάλει σε τρεις κομητείες τον Τζάφι, τον Κάφι και τον Λάφι και θα είχες ενισχύσει τη διοίκησή σου με τις τυπικές γνώσεις και τις επιχειρηματικές συνήθειες του Μάφι. Αντί να εξαρτάσαι, όπως τώρα, από τα καπρίτσια του Πάφι!
Ο Τζο και τα άλλα κατώτερα ζώα προχωράνε όπως μπορούν μέσα στο ακατάληπτο χάος. Έχει παζάρι σήμερα. Τα τυφλωμένα βόδια, χιλιοτσιμπημένα με τη βουκέντρα, χιλιοταλαιπωρημένα από τη δουλειά, χωρίς καμιά καθοδήγηση, τρέχουν σε λάθος μέρη και τρώνε ξύλο… Όπως ο Τζο και οι όμοιοί του!΄.. Αφήστε σε αγρία κατάσταση τους απογόνους αυτού του σκύλου σαν τον Τζο και μέσα σε λίγα χρόνια θα εκφυλιστούν τόσο πολύ που θα ξεχάσουν ακόμα και πώς να γαβγίζουν- όχι όμως και πώς να δαγκώνουν.
(Ο Τζο) πέθανε! Πέθανε Μεγαλειοτάτη. Πέθανε λόρδοι μου, πέθανε κύριοί μου. Πέθανε, Εντιμότατοι και Ανεντιμότατοι κύριοι κάθε τάξεως. Πέθανε άντρες και γυναίκες που γεννηθήκατε με έξοχη συμπόνια μέσα στις καρδιές σας. Και πεθαίνει έτσι γύρω μας κάθε μέρα.
ΤΟ ΠΑΛΑΙΟΠΩΛΕΙΟ
(εκδ. Σμυρνιωτάκης, μετ. Μ. Καρβέλα Σμυρνιωτάκη)
“Ωραίο είναι το έθιμο που έχετε στον τόπο σας, μου λένε, να φυτεύετε λουλούδια στους τάφους, μα είναι θλιβερό να τα βλέπει κανείς μαραμένα ή ξερά”. Τους ζητάω συγγνώμη και τους λέω ότι από όσο καταλαβαίνω εγώ, είναι ένα καλό σημάδι για την ευτυχία των ζωντανών. Κι έτσι είναι. Αυτή είναι η φύση.
Νομίζεις ότι δεν υπάρχουν πράξεις πολύ πέρα αποδώ, που συντηρούν καλύτερα τη μνήμη των νεκρών; Μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι αυτή τη στιγμή στον κόσμο, που οι καλές τους πράξεις και οι καλές τους σκέψεις οφείλονται σε αυτούς εδώ τους τάφους – όσο κι αν μας φαίνονται παραμελημένοι.
Αυτοί οι άνθρωποι του κόσμου που τριγυρίζουν φορώντας πανοπλία θωρακίζονται τόσο απέναντι στο κακό όσο και στο καλό. Και ας μη μιλήσουμε για το πόσο άβολο και παράλογο είναι να βρίσκεσαι συνεχώς σε επιφυλακή με ένα μικροσκόπιο και να φοράς σιδερένιο θώρακα ακόμη και στις πιο αθώες περιστάσεις.