ΛΟΓΟΣ
Α΄: Ο ΕΡΧΟΜΟΣ
Και λαμποκοπούσες,ώ ψυχή μου,
μ'όλους τους ασάλευτους σταυρούς
και μαυρολογούσες, ώ καρδιά μου,
με τα κυπαρίσσια
……………………………..
Και ήταν σαν από μακρότατα
και ήταν σαν από μερόνυχτα
κι από χρόνια πεζοδρόμοι
και σα νάχασαν το δρόμο τους,
και μαζί μ’ αυτό σα νάχασαν
λίγο λίγο και την έγνοια,
λίγο λίγο και τη γνώμη,
κ’ ύστερα και κάθε μνήμη,
κ’ ύστερα και κάθ’ ελπίδα,
και που δεν κρατούσαν πίσω τους
και που μήτε ξάνοιγαν εμπρός
μια πατρίδα
…………………………………..
Κι εγώ μέσα στο τρικύμισμα
και χλαλοή του κόσμου
άμαθος από πατέρα
κι άγνωρος από μητέρα
κι από κάθε χάδιο ασκλάβωτος
έστεκα σαν κορφοβλάσταρο
δένδρου ακλάδευτου κι αγέραστου
κι άκαρπου βαρίσκιωτου δεντρού.
.................................................
και ήτανε σα να ταξίδευαν
πατρικά συντροφιαστοί
από Χάροντα ευεργέτη
σε μιαν άλλη αμίλητη ζωή
……………………………………….
και είχανε τα μάτια σαν αγάλματα,
και είχανε τα μάτια χωρίς βλέμματα,
γιατί λείπαν οι ματιές τους προς μαντέματα
δυσκολοξεδιάλυτα
προς απόσκεπες λείπανε Μοίρες
……………………………………….
Κι αν ποτέ σου εσύ δεν είπες «όχι»,
από πείσμα δεν το είπες,
όχι από μιαν ήμερην υπακοή.
.................................................
κοίταζα να πρωτανοίξω
στα νερά, στα ρέματά του,
γλήγορο ένα μονοπάτι,
που θα ζούσε τόσο μόνο
όσο και το διάβα μου.
……………………………….
Και δεν είναι ο γύφτος του σπιτιού ραγιάς,
και το σπίτι έχει φτερούγια σαν εμάς,
και το σπίτι ακολουθάει,
και είν’ αυτό πιστό
στον αφέντη, όχι εκείνος προς αυτό
………………………………….
Κι ένα χάλασμα μου φτάνει
για να γύρω χρυσοπλέκοντας
των ονείρων το στεφάνι.
και μια γούβα ολοβαθειά σκαφτή στη γη
και μια γούνα ειν' αρκετή
για να πέσω και ύπνο νάβρω
και δροσούλα ή ζεστασιά,
και να ιδώ την όψη της αυγής
με μια θείαν αφροντισιά
και να τρανοχαιρετήσω
καλοκαίρια μεσημέρια
ζίζηκας τραγουδιστής!
ΛΟΓΟΣ Β΄ : ΔΟΥΛΕΥΤΗΣ
Κ΄έσκυψα προς την ψυχή μου
σα στην άκρη πηγαδιού,
κ’ έκραξα προς την ψυχή μου
με το κράξιμο του νου
κι από το πηγάδι το βαθύ,
σαν από ταξίδια, ξένη,
προς εμένα ανεβασμένη
ξαναγύρισε η φωνή
……………………………..
Σίμωσε, άπλωσε το χέρι, βόηθα
γίνε δουλευτής
ταίριαζε, άκουε, φρόντιζε και ρώτα,
γείρε, αν θέλεις να υψωθείς
νίκη σου, ανυπόταχτε, σ’εσέ να πεις:
«Υποτάξου πρώτα!»
……………………………….
Δείξε εσύ πως πρώτα είσαι ο άρχοντας
κι ο εξουσιαστής
του θυμού σου, της βουλής σου, της ψυχής σου
γίνε δουλευτής.
Σβήσε κάθε σου ξεχώρισμα,
ρίχ' το δαχτυλίδι του αρραβώνα
μέσα στο κανάλι του λαού
ένας γίνε από τους στύλους τους αμέτρητους
του μεγάλου έργου του συντροφικού.
Γρίκησε τι λέει το δέντρο
που το κόψαν και το κάμανε καράβι:
«Μεσ’ στο νέο κορμί μου ολάσβηστη
η παντοτινή ψυχή μου ανάβει.
………………………………………
Κι ο τεχνίτης που δετό κρατάει το χέρι του
και τη φαντασία του δετή,
όταν του θεού σκαλίζει το είδωλο
με του ιερέα την προσταγή,
το σπαργανωμένο, το ίδιο πάντοτε,
βρίσκει τόπο ν’ απιθώσει κάπου απάνω του
κάποιον έρωτα από μεσ’ από την καρδιά του
προς το είδωλο που πέφτοντας μπροστά του
έτσι το ποθείς, λαέ,
κι έτσι, λαέ, το προσκυνάς.
………………………………………….
Καί είμαι ο σφυροκοπητής
που σφυροκιπάει αντί σπαθιά...
τ΄ανωφέλευτα, τ΄αχρείαστα και τ΄αλλόκοτα,
που τους λείπει πότε πρόσωπο,
που τους λείπει πότε σώμα,
που τους λείπει πάντα τ΄όνομα.
..........................................................
Κι όλα σώπαιναν ολότελα
και ήταν η μεγάλη η σιωπή
της μεγάλης πλάσης που έσκυψε
κι έβαλε τ΄αυτί
για ν΄ακούσει το μεγάλο μυστικό
που δεν έχει ως τώρα γρικηθεί...
Και τη σκότωσα την άγια τη σιωπή
......................................................
Κι ενώ ακόμα και ο στριγγόλαλος ζουρνάς
ξεπαρθένευε ξεσπώντας και χαλούσε,
έγειρα την όψη προς τη λίμνη
που θλιμμένα μου χαμογελούσε.
………………………….
Και όταν τράβηξα ασυντρόφιαστος
το δικό μου δρόμο πάλι,
γνώρισα μια θλίψη μέσα μου,
θλίψη ασώπαστη μεγάλη!
ΛΟΓΟΣ Γ΄: ΑΓΑΠΗ
Έτσι κι άλλο ένα τελώνιο
έτσι και η τρανή Ψυχή
στου κορμιού φυλακισμένη
το στενό γυαλί
μες' στη θάλασσα της Σκέψης
άθλια πεταχτή
ζει κι εκεί σα στην πατρίδα,
σάμπως μια άβυσσο κι αυτή
Μάθε με όλα να διαβάζω
τα υπερκόσμια μυστικά
στο σκολειό της αγκαλιάς σου
μέσα στα φιλιά.
................................................
Δε γνωρίζω από θρησκείες
μήτε σκύβω σε θεούς
γνωριμιά μου εσύ και πίστη!
Πήρα αράδα τους ναούς...
............................................
Κι όντας μες στην αγκαλιά σου
σφιχτοκλιείς με ερωτική
ώ γυναίκα εσύ σαν όλες
ψεύτρα, σκλάβα! Ποιά είσ' εσύ;..
ΛΟΓΟΣ Δ΄: Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ
Ξένος έμεινα κι ασκλάβωτος
από σέβας, δέηση, τάμα.
ειμ' εγώ των άθεων ο προφήτης
κι η ζωή μου είναι το θάμα.
από σέβας, δέηση, τάμα.
ειμ' εγώ των άθεων ο προφήτης
κι η ζωή μου είναι το θάμα.
.....................................................
Μήτε πρόσπεσα στον ίσκιο σου
και για να σου δεηθώ
γω δε δέθηκα τρεμάμενος
με κανέναν ουρανό.
…………………
Κι έκραζες βραχνά, -το κράξιμό σου
δεν μπορώ να τ’ απολησμονήσω-
κ’ έκραζες: «Φωτιά! να κάψω την Παράδεισο»
κ’ έκραζες: «Νερό! την Κόλαση να σβήσω!»
……………………..
Μεγαλόπρεπα περάσματα
των θεών που δεν πιστεύω
από σας πιο μεγαλόπρεπος
γαληνά σας αγναντεύω.
……………………..
Τέλους κανενός, καμμιάς αρχής
τη δική μου γνώμη φράχτης
δεν ορίζει. είμαι του Τίποτε
πανελεύτερος ο κράχτης.
Είμ’ εγώ που σβήνω το Γιατί
κι είμ’ ο απαρνητής του Κάτι.
- Αεροπέρνα ακαβαλλίκευτο
της ερμιάς αδάμαστο άτι!-
…………….
είμ’ εγώ ο προφήτης, είμ’ εγώ
κ’ ήρθα για να διαλαλήσω
βασιλιά θεό το Τίποτε
στον αιώνα εμπρός και πίσω.
Χωρίς έχτρα, χωρίς έρωτα,
ο τεχνίτης ήρθα εδώ
για των ψευτονείρων σου άνθρωπε,
το ναό να πλάσω εγώ
τέρας άγαλμα το Τίποτε
μ’ όλες τις θρησκείες της πλάσης,
τέρας για να φοβηθείς
και μαζί για να γελάσεις!
ΛΟΓΟΣ Ε΄ : Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ
Ώ οι πηγές οι αθόλωτες της Σκέψης
οι ασυγνέφιαστοι της Τέχνης ουρανοί
οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι
.............................................
από την πατρίδα μας διωγμένοι
και σβησμένοι απ'την Ανατολή
θ'ανατείλουμε στη Δύση
--------------
μα η Ελλάδα μια, και αγύριστη
πάει και να την κλαις!
....................................
Ζήσανε κουλουριασμένοι
μες στου δάσκαλου τα χέρια
κι από κάτω απ την κοντόφωτη ματιά
ζήσανε ζωή μες στα δεφτέρια
ζήσανε ζωή μες στη σκλαβιά
ζήσανε ζωή τυραννισμένη
και τους ηύρε μια λατρεία καταραμένη
σαν τα βάσανα και σαν την καταφρόνια
χίλια χρόνια, χίλια χρόνια!
.........................................
Ζήσανε κουλουριασμένοι
μες στου δάσκαλου τα χέρια
κι από κάτω απ την κοντόφωτη ματιά
ζήσανε ζωή μες στα δεφτέρια
ζήσανε ζωή μες στη σκλαβιά
ζήσανε ζωή τυραννισμένη
και τους ηύρε μια λατρεία καταραμένη
σαν τα βάσανα και σαν την καταφρόνια
χίλια χρόνια, χίλια χρόνια!
.........................................
Γύφτοι γίνονται κι Εβραίοι
ομως πάντα,κι ερμοσπίτες, νικητές,
και του κόσμου γίνονται πολίτες
οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι!
...........................................
οι Αθάνατοι κ’ οι Ωραίοι θα βοηθείστε
των εθνών τη στράτα,
σαν τ’ αστέρι πόχει χρόνια,
χρόνια και καιρούς σβηστεί,
μα ορφανό το φως του ακόμα περπατάει,
μέσ’ στ’ απέραντα κι αχνοφωτάει
τον ακούραστο νυχτοταξιδευτή
ΛΟΓΟΣ ΣΤ΄ : ΓΥΡΩ ΣΕ ΜΙΑ ΦΩΤΙΑ
Ελικώνες και Υμηττοί το φως το στέλνουν
κι είναι σαν Απόλλωνες οι Σταυρωμένοι
Των Ορφέων κρατάν τις λύρες οι Χριστοί
…………….......................................
Κι από σας κανείς δεν την ορίζει
κι από σας κανείς δεν την κρατεί
την ακέρια Δικαιοσύνη
και την ακομμάτιαστη Αρετή.
Γιατί σέρνουν όργητες και μίση
πάντα, εσάς δεξά κι εσάς ζερνά
και μαζί ένας τόπος εδώ κάτου
δε σας παίρνει, κι αν σας δίνανε τ'απέραντα
θα τα γύρευε ο καθένας σας δικά του
.............................................
Κ’ ένα φώς απ’ την Ανατολή
τρύπησε της Δύσης την κατάχνια.
παντού η σάρκα, παντού η τρέλλα κ’ η ηδονή!
Ελικώνες και Υμηττοί το φώς το στέλνουν
κ’ είναι σαν Απόλλωνες οι Σταυρωμένοι
των Ορφέων κρατάν τις λύρες οι Χριστοί.
ΛΟΓΟΣ Ζ΄ : ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ
ΚΑΚΑΒΑΣ
Όσα βουνά κι αν ανεβείτε,
απ’ τις κορφές τους θ’ αγναντεύετε άλλες κορφές
ψηλότερες, μιαν άλλη πλάση ξελογιάστρα.
και στην κορφή σα φτάστε την κατάψηλη,
πάλε θα καταλάβετε πως βρίσκεστε
σαν πρώτα κάτω απ’ όλα τα’ άστρα.
………………….........................
Μας ταπεινώσαν όλες οι ταπείνωσες
με την απόφαση την ήσυχη του ανέλπιδου
ρουφήσαμε όλους τους καημούς κι όλους τους τρόμους
..........................................................
Σαν τον αγώνα,όταν ξυπνώντας,
να ξαναβρούμε πολεμάμε
κάποιο όνειρο μισοχαμένο
π΄όλο το πιάνεις κι όλο φεύγει
........................................................
Κι αν μας έλεγες: Γύφτοι, θα γυρίσετε
στην πρώτη σας κοιτίδα την ξεχειλιστή…
και τότε θα σου κράζαμε: Δε θέλουμε,
το πανηγύρι μη χαλά, γιορτάζουμε
το συντριμμό των αλυσίδων,
ό,τι κι αν είναι, από διαμάντια ή από σίδερα.
οι τρανοί λυτρωμένοι είμαστε’ εμείς.
Γιούχα και πάντα γιούχα των πατρίδων!
ΛΟΓΟΣ Η΄ : ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΣ
Όσο να σε λυπηθεί
της αγάπης ο θεός
και να ξημερώσει μιαν αυγή
και να σε καλέσει ο λυτρωμός,
ώ Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!
Και θ'ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή
θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή
θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί
σαν το κόρφο το γυναίκειο, σαν το κύμα,
και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου Κακού τη σκάλα-
για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!
ΛΟΓΟΣ Θ΄: ΤΟ ΒΙΟΛΙ
Και κανενός ακουμπηστήρι,
σκέπη δεν είμαι κανενός
στην όψη μου είν΄ο ουρανός
κι η κόλαση μες στο βυθό μου
..................................................
Βιολί μου υπάρχεις εσύ μόνο
και μια είν'η γλώσσα κι ο ήχος σου είναι,
κι ένας ο πλάστης και είμ' εγώ
κι ο λόγος που θαυματουργεί
κι ο λόγος είναι η μουσική!
Κι αν είμαι δέντρο, είμ' ένα δέντρο
από χορδή και μουσική
και τίποτ' άλλο. κι ένας ήχος
και μια πνοή κι ένα τραγούδι
μέσα μου ζει.
Ώ γνώμη, ώ έγνοια, ώ λογισμέ,
σας έστρωσα να κοιμηθείτε
κι αξύπνητα μέσα σ’ εμέ.
μια στάχτη μέσα μου γενείτε.
η έγνοια, η γνώμη, ο λογισμός,
κόσμος νεκρός.
Και ρίξου, σα σπαθί, δοξάρι,
προς την τετράδιπλη χορδή,
και χτύπα την και σπάραξέ την,
η αρμονία να γεννηθεί.
Γιατί κι ο κόσμος ο βαθύς
γεννιέται πάντα απόνα πάλαιμα
σα δοξαριού με μια χορδή.
κι ό,τι είν’ ωραίο κι ό,τι μεγάλο
στέκει εδώ πέρα,
μέσα στη λύσσα ενός πολέμου
δουλεύεται, κι έχει πατέρα
το νικητή.
..............................................
Και τα παιδάκια μοναχά
ώ, τα παιδάκια, την αγάραχη
γιομίζαν ερημιά μου αυτά
και τηνε κάναν κόσμο αφέντη...
Το παίξιμο μού συνοδεύαν
με τα μεγάλα τους τα μάτια
και δεν γνωρίζω κι από πού
τάχα να στάλαζε πιο πλούσια
πιο αγνή της μουσικής η βρύση;
Απ' του προσώπου τους τα φέγγη;
Από τα σπλάχνα του βιολιού;
ΛΟΓΟΣ Ι΄ : ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΣ
Και ποτέ δεν είδα τέτοια
μες στα μνήματα χαρά
και ποτέ τα κυπαρίσσια
δε μου φάνηκαν σαν τώρα
λιγερά κορμιά
λαχταρώντας γι' αγκαλιάσματα
νιόγαμπρων και για φιλιά.
.................................................
Από μια πατριδα εγώ είμαι
κι όσο κι αν το λησμονώ
πάω, προς μια πατρίδα πάω,
μια για πάντα να σταθώ.
μέσα μου είναι μιας πατρίδας
ίσκιοι, ονείρατα, αστραπές.
της απάτριδης ψυχής μου
χίλιες δυό οι πατρίδες είναι
μύρια λόγια ρίχνοντάς μου
που ή τα νιώθω ή δεν τα νιώθω
τάχω σαν παρηγοριές.
……………………
Για ένα χάιδιο σου πεθαίνω
χίλιους πεθαμούς,
το φιλί σου αξίζει, Αγάπη,
χίλιους λυτρωμούς!
ΛΟΓΟΣ ΙΑ΄: ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΑΔΑΚΡΥΤΟΥ
Ένα παραμύθι τη γιομίζει
της ψυχής μου τη σπηλιά
και σκληρό είναι σα λιθάρι
σα μολύβι
ένα παραμύθι με συντρίβει.
ΛΟΓΟΣ ΙΒ΄: ΚΟΣΜΟΣ
Πού είν’ η Αλήθεια; Μην πλανάν εσέ
βαθιονόητα λόγια τάχα.
την πηγή της δεν τη βρίσκεις
μέσα σου, Άνθρωπε, μονάχα.
Θα τη βρεις παντού στο ταίριασμα
-ώ αρραβώνας λυτρωτής!-
της καρδιάς σου και του νού σου
με τα πάντα της ζωής.
ΣΤΕΡΝΟΣ ΛΟΓΟΣ: ΣΕ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
Τα δυνατά σου χέρια τ’ άξια, τα κοσμικά,
χάρισμα πιο μεγάλο κι απ’ τα φτερά.
………………………..
Κ’ ένα τυφλό αηδονάκι σ’ακάθαρτο κλουβί
τη νύχτα του, και μέρα και νύχτα, κελαϊδεί.
………………………
Κ’ ήταν ο νούς μου μαύρου πουλιού τριγυρισμός,
της νυχτερίδας ταίρι, του κόρακα αδερφός.
…………………….
Χωρίς κανένα αγώνα, κανένα σκούσμα, ωιμέ!
πλέκεται κάποιο δράμα μες στην ψυχή μου εμέ.
…………..
Και βολετό δεν ήταν αγνά να πει σ’ εσέ
μηδέ το στόμα το Όχι, μηδέ η καρδιά το Ναι.
…………………….
Εγώ είμ’ απ’ τη μεγάλη γενιά του αστενικού,
που με
πατάει το πόδι και του περιστεριού***
Εδώ μπορείτε να βρείτε δυο υπέροχες διαλέξεις του Ι. Συκουτρή ( Παρνασός 1936) όπου αναλύει τον Δωδεκάλογο!
Η τρυφερότητα του Παλαμά μελοποιημένη από τον Φοίβο Δεληβοριά- Πίκρα
https://youtu.be/eMjm3xFG9pY?si=srST8rBhiA1Q90PS
https://youtu.be/eMjm3xFG9pY?si=srST8rBhiA1Q90PS
Ίδρυμα Παλαμά- Ασκληπιού 3, όπου ήταν το σπίτι του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου