Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ (ποιήματα ελληνικά-ισπανικά)


autógrafo
Federico García Lorca, 1929-1930


(Αν έτσι καθώς διαβάζεις τα ποιήματά του τον ακούς να παίζει στο πιάνο τα τραγούδια του, θα σε παρασύρει το  duende. Κάποιες φορές βούτηξα πρόθυμα στον ποταμό του. Άλλες, φοβάμαι να μπω, γιατί είναι δύσκολο πολύ να γυρίσω πίσω.  Φ.Χ.)

  http://youtu.be/z-mdbOOL-vM
http://youtu.be/rPScsaW0RYk
http://youtu.be/lj3oPKEI4Ww

 http://www.poesi.as/Federico_Garcia_Lorca.htm
*****************************************************




Αν με ρωτήσετε γιατί έγραψα "χίλια ντέφια κρυστάλλινα λαβώσανε τη χαραυγή", θα σας πω πως τα είδα στα χέρια των αγγέλων και στα δέντρα, αλλά περισσότερα δεν μπορώ να σας πω, σίγουρα δεν μπορώ να εξηγήσω το νόημα. Και πώς αλλιώς; Με την ποίηση πλησιάζει κανείς πιο γρήγορα προς το σύνορο απ' όπου φεύγουν σωπαίνοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση ο φιλόσοφος και ο μαθηματικός...

Στο Σείριο υπάρχουνε παιδιά.
 
...........................................................

Το κατάλαβα πως με είχαν δολοφονήσει
Ερεύνησαν τα καφενεία, τα νεκροταφεία και τις εκκλησίες
Έψαξαν τα βαρέλια και τα ντουλάπια
Εσύλησαν τρεις σκελετούς για να τραβήξουν τα χρυσά τους δόντια
Μα δε με βρήκαν
Δεν με βρήκαν;
Όχι, δεν με βρήκαν.

( Σημείωση: Ο ποιητής δολοφονήθηκε από φασιστικό απόσπασμα και το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ!.)

Τραγούδι των σκούρων περιστεριών

Πάνω στα κλωνιά της δάφνης
είδα δυο περιστέρια
Το ένα ήταν ο ήλιος
το άλλο ήταν η σελήνη
«Γειτονόπουλα,τους είπα,
ο τάφος μου πού ‘ναι;»
«Στην ουρά μου,» είπε ο ήλιος.
«Μέσα στο στήθος μου», είπε η σελήνη
Κι εγώ που προχωρούσα
με τη γη στο ζωνάρι
είδα δυο αετούς χιονάτους
και μια ολόγυμνη κοπέλα
Ο ένας ήταν ο άλλος
και η κοπέλα δεν ήταν καμιά
«Αετουδάκια μου, τους είπα,
ο τάφος μου πού’ ναι;»
«Στην ουρά μου», είπε ο ήλιος
«Μέσα στο στήθος μου», είπε η σελήνη
Πάνω στα κλωνιά της δάφνης
είδα δυο περιστέρια γυμνά
Το ένα ήταν το άλλο
και τα δυο δεν ήτανε κανένα.

Casida de las palomas oscuras

Por las ramas del laurel
van dos palomas oscuras.
La una era el sol,
la otra la luna.
"Vecinitas", les dije,
"¿dónde está mi sepultura?"
"En mi cola", dijo el sol.
"En mi garganta", dijo la luna.
Y yo que estaba caminando
con la tierra por la cintura
vi dos águilas de nieve
y una muchacha desnuda.
La una era la otra
y la muchacha era ninguna.
"Aguilitas", les dije,
"¿dónde está mi sepultura?"
"En mi cola", dijo el sol.
"En mi garganta", dijo la luna.
Por las ramas del laurel
vi dos palomas desnudas.
La una era la otra
y las dos eran ninguna.

***********************************************

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΠΕΡΙΠΑΤΟ

Δολοφονημένος από τον ουρανό
ανάμεσα σε σχήματα που πάνε προς το φίδι
και σε σχήματα που ψάχνουνε το κρύσταλλο
θ’ αφήσω λυτά να πέσουν τα μαλλιά μου
Με το δέντρο των ακρωτηριασμών που δεν τραγουδά
και το παιδί με το λευκό πρόσωπο του αυγού
Με τα ζωάκια με το ανοιγμένο κεφάλι
και το κουρελιάρικο νερό με τα στεγνά πόδια
Με όλα όσα έχουν κωφάλαλη κόπωση
και πεταλούδα πνιγμένη στο μελανοδοχείο
Σκοντάφτοντας με το διαφορετικό πρόσωπό μου της κάθε ημέρας
Δολοφονημένος από τον ουρανό!

(μετ.Πολίτη)

VUELTA DE PASEO

Asesinado por el cielo.
Entre las formas que van hacia la sierpe
y las formas que buscan el cristal,
dejaré crecer mis cabellos.

Con el árbol de muñones que no canta
y el niño con el blanco rostro de huevo.

Con los animalitos de cabeza rota
y el agua harapienta de los pies secos.

Con todo lo que tiene cansancio sordomudo
y mariposa ahogada en el tintero.

Tropezando con mi rostro distinto cada día.
¡Asesinado por el cielo!

  
**********************************

ΨΥΧΗ ΑΠΟΥΣΑ


Δε σε γνωρίζει  ο ταύρος, ούτε η συκιά,
ούτε τα άλογα, ούτε τα μυρμήγκια του σπιτιού σου.
Δε σε γνωρίζει το παιδί ούτε το σούρουπο
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.
Δε σε γνωρίζει η ράχη της πέτρας,
μήτε η μαύρη φορεσιά όπου μέσα της συντρίβεσαι.
Δε σε γνωρίζει η βουβή σου θύμιση
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.
Το Φθινόπωρο θα ‘ρθει με τους σαλίγκαρους,
με της ομίχλης τα σταφύλια και τα σφιχτοδεμένα όρη,
όμως κανείς δε θα θελήσει τα μάτια σου να δεί
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.
Γιατί για πάντα έχεις πεθάνει,
όπως όλοι οι νεκροί της Γης,
όπως όλοι οι νεκροί, που λησμονιούνται
σαν τα ψόφια σκυλιά στοιβαγμένοι.
Κανείς δε σε γνωρίζει. ΌΧι. Κανείς. Όμως εγώ σε τραγουδάω.
Εγώ θα τραγουδώ παντοτινά το ωραίο προφίλ σου και τη χάρη σου.
Τη φημισμένη φρόνηση της γνώσης σου.
Τη δίψα σου για θάνατο, τη γεύση των χειλιών σου.
Τη θλίψη που είχε μέσα της η θαρραλέα χαρά σου.
Θα αργήσει πολύ να γεννηθεί, αν ποτέ γεννηθεί,
ένας τόσο λαμπερός, τόσο πλούσιος σε περιπέτειες, ανδαλουσιανός.
Εγώ θα τραγουδώ τη χάρη του με λέξεις που θρηνούν
και θα θυμάμαι μια θλιμμένη αύρα στα λιόδεντρα.

Alma ausente

No te conoce el toro ni la higuera,
ni caballos ni hormigas de tu casa.
No te conoce tu recuerdo mudo
porque te has muerto para siempre.

No te conoce el lomo de la piedra,
ni el raso negro donde te destrozas.
No te conoce tu recuerdo mudo
porque te has muerto para siempre.

El otoño vendrá con caracolas,
uva de niebla y montes agrupados,
pero nadie querrá mirar tus ojos
porque te has muerto para siempre.

Porque te has muerto para siempre,
como todos los muertos de la Tierra,
como todos los muertos que se olvidan
en un montón de perros apagados.

No te conoce nadie. No. Pero yo te canto.
Yo canto para luego tu perfil y tu gracia.
La madurez insigne de tu conocimiento.
Tu apetencia de muerte y el gusto de su boca.

La tristeza que tuvo tu valiente alegría.
Tardará mucho tiempo en nacer, si es que nace,
un andaluz tan claro, tan rico de aventura.
Yo canto su elegancia con palabras que gimen
y recuerdo una brisa triste por los olivos


********************************************************************

Γκασέλα της φυγής

Έχω χαθεί πολλές φορές στη θάλασσα
με το αυτί γεμάτο νιόκοπα λουλούδια,
με τη γλώσσα γεμάτη έρωτα και αγωνία.
Πολλές φορές έχω χαθεί στη θάλασσα,
όπως χάνομαι στην καρδιά κάποιων παιδιών.

Δεν υπάρχει νύχτα που, δίνοντας ένα φιλί,
να μη νιώθεις το γέλιο των απρόσωπων ανθρώπων,
μήτε υπάρχει κανείς που, χαϊδεύοντας ένα νεογέννητο,
να ξεχνά τα ασάλευτα κρανία των αλόγων.

Γιατί τα ρόδα αναζητούν στο μέτωπο
ένα σκληρό κοκάλινο τοπίο
και τα χέρια του ανθρώπου δεν έχουν άλλο σκοπό
παρά να μιμηθούν τις υπόγειες ρίζες.

Έτσι όπως χάνομαι στην καρδιά κάποιων παιδιών,
έχω χαθεί πολλές φορές στη θάλασσα.
Αδιάφορος για το νερό πάω γυρεύοντας
ένα θάνατο από φως που να με αναλώνει.
(μετ. Βαρβιτσιώτη)


GACELA DE LA HUIDA

Me he perdido muchas veces por el mar
con el oído lleno de flores recién cortadas.
Con la lengua llena de amor y de agonía
muchas veces me he perdido por el mar,
como me pierdo en el corazón de algunos niños.

No hay nadie que al dar un beso
no sienta la sonrisa de la gente sin rostro,
ni nadie que al tocar un recién nacido
olvide las inmóviles calaveras de caballo.

Porque las rosas buscan en la frente
un duro paisaje de hueso
y las manos del hombre no tienen más sentido
que imitar a las raíces bajo tierra.

Como me pierdo en el corazón de algunos niños,
me he perdido muchas veces por el mar.
Ignorante del agua, voy buscando
una muerte de luz que me consuma.

*********************************************************************
Το μουγκό παιδί

Το παιδί ζητάει τη φωνή του
(Την είχε ο βασιλιάς των γρύλων)
Σε μια σταγόνα του νερού
το παιδί ζητάει τη φωνή του

Δεν τη θέλω για να κουβεντιάσω
Δαχτυλιδάκι θα την κάνω
που η σιωπή μου θα το βάλει
στο πιο μικρό της δάχτυλο

(Μακριά, η φωνή φυλακισμένη
το ρούχο φορούσε ενός γρύλου)

(μετ.Βαρβιτσιώτης)

El niño mudo


El niño busca su voz.
(La tenía el rey de los grillos).
En una gota de agua
buscaba su voz el niño.

No la quiero para hablar;
me haré con ella un anillo
que llevará mi silencio
en su dedo pequeñito.

(La voz cautiva, a lo lejos,
se ponía un traje de grillo)..

 https://youtu.be/CqdLOni5khc

************************************************************
Γη

Προχωρούμε
πάνω σ’έναν καθρέφτη
δίχως ασήμι
πάνω σ’ένα κρύσταλλο
δίχως σύννεφα.
Αν οι ίριδες γεννιόνταν
στην ανάστροφη όψη
αν τα ρόδα γεννιόνταν
στην ανάστροφη όψη
αν όλες οι ρίζες
κοιτούσαν τ’ αστέρια
κι ο νεκρός δεν έκλεινε τα μάτια του
θα γινόμασταν σαν κύκνοι.

(μετ.Βαρβιτσιώτη)


TIERRA

Andamos
sobre un espejo,
sin azogue,
sobre un cristal
sin nubes.
Si los lirios nacieran
al revés,
si las rosas nacieran
al revés,
si todas las raíces
miraran las estrellas,
y el muerto no cerrara
sus ojos,
seríamos como cisnes.


*****************************************************************

Βγαίνει το φεγγάρι

Όταν βγαίνει το φεγγάρι
οι καμπάνες χάνονται
κι εμφανίζονται τ’ απρόσβατα
τα μονοπάτια

Όταν βγαίνει το φεγγάρι
η θάλασσα σκεπάζει τη γη
κι η καρδιά αισθάνεται νησί
καταμεσίς του απείρου

Κανείς δεν τρώει πορτοκάλια
κάτω απ’ την πανσέληνο
Πρέπει να φας
πράσινα φρούτα και παγωμένα

Όταν βγαίνει το φεγγάρι
με τα εκατό όμοια πρόσωπα
το αργυρό νόμισμα
κλαίει στην τσέπη
(μετ. Καππάτου)

https://youtu.be/pmN6nf2BBnY

LA LUNA ASOMA
Cuando sale la luna
se pierden las campanas
y aparecen las sendas
impenetrables.
Cuando sale la luna,
el mar cubre la tierra
y el corazón se siente
isla en el infinito.
Nadie come naranjas
bajo la luna llena.
Es preciso comer
fruta verde y helada.
Cuando sale la luna
de cien rostros iguales,
la moneda de plata
solloza en el bolsillo.


*****************************************************************

Άλλο τραγούδι

Έσβησε τ’ όνειρο για πάντα!
Στη βροχερή τη νύχτα
μαθαίνει η καρδιά μου
την τραγωδία τη φθινοπωρινή
 που τα δέντρα αργοστάζουν

Και μες στη γλυκειά θλίψη
του τοπίου που πεθαίνει
κοπήκανε οι φωνές μου
Έσβησε το όνειρο για πάντα.
Για πάντα!Θεέ μου!
Κι όλο πέφτει το χιόνι
στον έρημο κάμπο
της ζωής μου,
κι η πλάνη
που πάει μακρυά,φοβάται
μην παγώσει ή μην χαθεί

Πώς μου λέει το νερό
πως το όνειρο έσβησε για πάντα!
Είναι τ’ όνειρο απέραντο;
Η ομίχλη το κρατάει
κι η ομίχλη δεν είν’ άλλο
παρά η κούραση μόνο του χιονιού.

Ο ρυθμός μου ολοένα τραγουδάει
πως το όνειρο έσβησε για πάντα
Και μες στο αχνό το βράδυ
μαθαίνει η καρδιά μου
την τραγωδία τη φθινοπωρινή
που τα δέντρα αργοστάζουν.


OTRA CANCIÓN

¡El sueño se deshizo para siempre
En la tarde lluviosa
mi corazón aprende
la tragedia otoñal
que los árboles llueven.

Y en la dulce tristeza
del paisaje que muere
mis voces se quebraron.

El sueño se deshizo para siempre.
¡Para siempre! ¡Dios mío!
Va cayendo la nieve
en el campo desierto
de mi vida,
y teme
la ilusión, que va lejos,
de helarse o de perderse.

¡Cómo me dice el agua
que el sueño se deshizo para siempre!
¿El sueño es infinito?
La niebla lo sostiene,
y la niebla es tan sólo
cansancio de la nieve.

Mi ritmo va contando
que el sueño se deshizo para siempre.
Y en la tarde brumosa
mi corazón aprende
la tragedia otoñal
que los árboles llueven.


**********************************************************

Πρόλογος στα ποιήματα του Αντώνιο Μασάδο

Θα’ βανα σε τούτο το βιβλίο
όλη την ψυχή μου
Αυτό το βιβλίο που είδε
μαζί μ’ εμένα τα τοπία
κι έζησε της αγιασμένες ώρες.
Τι κρίμα που τα βιβλία
μας γεμίζουν αγκαλιές
από τριαντάφυλλα κι αστέρια
και μετά περνάνε!
Τι βαθύ πόνο δίνει
να κοιτάς τις αγιοτράπεζες
βασάνων και πόνων
που σηκώνει μια καρδιά!
Να κοιτάς να διαβαίνουν φαντάσματα
απ’ τις ζωές που χαθήκαν
να κοιτάς γυμνωμένο τον άνθρωπο
σαν άφτερο Πήγασο
τη ζωή και το θάνατο
του κόσμου τη σύνθεση
που σε βαθιούς χώρους μέσα
φιλιούνται κι αγκαλιάζονται
Ένα βιβλίο ποιημάτων
είναι το φθινόπωρο νεκρό:
οι στίχοι είναι τα μαύρα
φύλλα λευκών τοπίων
Κι η φωνή που τους διαβάζει
είναι του ανέμου η πνοή
που τους μπήγει σταστήθη
-Νοσταλγικές αποστάσεις-
Ο ποιητής είναι ένα δέντρο
με φρούτα της θλίψης
και φύλλα μαραμένα
απ’ της αγάπης το κλάμα
Ο ποιητής είναι το μέντιουμ
της Φύσης
που εξηγεί το μεγαλείο της
μέσα απ’ τις λέξεις
Ο ποιητής καταλαβαίνει
όλο το ακατανόητο
και κάνει όσα μισούνται
να αγαπιούνται ξανά
Ξέρει πως τα μονοπάτια
είναι όλα αδιαπέραστα
γι αυτό από κει πάει
τη νύχτα, γαλήνιος
Στα ποιητικά βιβλία
ανάμεσα σ’ αιμάτινα ρόδα
περνάνε τα θλιβερά
και αιώνια καραβάνια
Που κάνουν τον ποιητή,
σαν κλαίει τα δειλινά
κυκλωμένος και ζωσμένος
από τα ίδια τα φαντάσματά του
Η ποίηση είναι πίκρα
ουράνιο μέλι που αναβρύζει
από μια αόρατη κυψέλη
που φτιάχνουν οι ψυχές
Ποίηση είναι το αδύνατο
που γίνεται δυνατό. Μια άρπα
που αντί για χορδές έχει
καρδιές και φλόγες
Ποίηση είναι η ζωή
που περνάμε αγωνιώντας
περιμένοντας αυτόν που θα πάρει
τη βάρκα μας δίχως προορισμό
Τρυφερά βιβλία στίχων
είναι τα άστρα που περνάνε
από τη βουβή σιωπή
στο βασίλειο του Τίποτα
γράφοντας στα ουράνια
τις ασημένιες στροφές τους.
Ω τι βαθιοί καημοί
που ποτέ δεν έχουν γιάνει
οι πονεμένες φωνές
των ποιητών που τραγουδάνε!
Θα’βανα στο βιβλίο
τούτο όλη την ψυχή μου

(μετ.Καππάτου)


 A las poesias completas de Antonio Machado

Dejarνa en este libro
toda mi alma.
Este libro que ha visto
conmigo los paisajes
y vivido horas santas.
¡Quι pena de los libros
que nos llenan las manos
de rosas y de estrellas
y lentamente pasan!
¡Quι tristeza tan honda
es mirar los retablos
de dolores y penas
que un corazσn levanta!
Ver pasar los espectros
de vidas que se borran,
ver al hombre desnudo
en Pegaso sin alas,
ver la vida y la muerte,
la sνntesis del mundo,
que en espacios profundos
se miran y se abrazan.
Un libro de poesνas
es el otoño muerto:
los versos son las hojas
negras en tierras blancas,
y la voz que los lee
es el soplo del viento
que les hunde en los pechos
-entrañables distancias-.
El poeta es un αrbol
con frutos de tristeza
y con hojas marchitas
de llorar lo que ama.
El poeta es el mιdium
de la Naturaleza
que explica su grandeza
por medio de palabras.
El poeta comprende
todo lo incomprensible,
y a cosas que se odian,
ιl, amigas las llama.
Sabe que los senderos
son todos imposibles,
y por eso de noche
va por ellos en calma.
En los libros de versos,
entre rosas de sangre,
van pasando las tristes
y eternas caravanas
que hicieron al poeta
cuando llora en las tardes,
rodeado y ceñido
por sus propios fantasmas.
Poesνa es amargura,
miel celeste que mana
de un panal invisible
que fabrican las almas.
Poesνa es lo imposible
hecho posible. Arpa
que tiene en vez de cuerdas
corazones y llamas.
Poesνa es la vida
que cruzamos con ansia
esperando al que lleva
sin rumbo nuestra barca.
Libros dulces de versos
son los astros que pasan
por el silencio mudo
al reino de la Nada,
escribiendo en el cielo
sus estrofas de plata.
¡Oh, quι penas tan hondas
y nunca remediadas,
las voces dolorosas
que los poetas cantan!
Dejarνa en el libro
este toda mi alma...

**********************************************************
ΚΑΣΙΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΛΑΜΑ

Έκλεισα το μπαλκόνι μου
γιατί δε θέλω να ακούω το κλάμα
Όμως πίσω από τους γκρίζους τοίχους
δεν ακούγεται τίποτε παρά το κλάμα.
Είναι πολύ λίγοι άγγελοι που τραγουδούν
είναι πολύ λίγοι σκύλοι που αλυχτούν
χίλια βιολιά στην παλάμη του χεριού μου χωρούν
Όμως το κλάμα είναι ένας σκύλος πελώριος
το κλάμα είναι ένας άγγελος πελώριος
το κλάμα είναι ένα βιολί πελώριο
τα δάκρυα φιμώνουν τον άνεμο
και δεν ακούγεται άλλο από το κλάμα.
(μτφ. Βαρβιτσιώτης)

CASIDA DEL LLANTO

He cerrado mi balcón
porque no quiero oír el llanto
pero por detrás de los grises muros
no se oye otra cosa que el llanto.
Hay muy pocos ángeles que canten,
hay muy pocos perros que ladren,
mil violines caben en la palma de mi mano.
Pero el llanto es un perro inmenso,
el llanto es un ángel inmenso,
el llanto es un violín inmenso,
las lágrimas amordazan al viento
y no se oye otra cosa que el llanto.

************************************************
 ΚΡΑΥΓΗ ΠΡΟΣ ΤΗ ΡΩΜΗ

Μήλα ελαφρά πληγωμένα
από ασημένια λεπτά ξίφη
σύννεφα ξεσχισμένα από κοραλλένιο χέρι
που κουβαλάει στη ράχη του ένα αμύγδαλο από φωτιά
ψάρια από αρσενικό σαν καρχαρίες,
καρχαρίες σαν σταλαγματιές δακρύων για να τυφλώσουν ένα πλήθος
ρόδα που πληγώνουν
και βελόνες τοποθετημένες μες στα κανάλια του αίματος
κόσμοι εχθρικοί και έρωτες σκεπασμένοι με σκουλήκια
θα πέσουν πάνω σου. Θα πέσουν πάνω στο μεγάλο τρούλο
που οι στρατιωτικές γλώσσες αλείβουν με λάδι
όταν ένας άνθρωπος ουρεί πάνω σε ένα ολόφωτο περιστέρι
και φτύνει κάρβουνο κοπανισμένο
τριγυρισμένος από χιλιάδες καμπανούλες.

Γιατί δεν υπάρχει κανένας για να μοιράσει τον άρτο και τον οίνο
κανένας για να καλλιεργήσει τα χόρτα στου νεκρού το στόμα
ούτε κανείς να ξεσκεπάσει τα σεντόνια της αργίας
κανένας για να κλάψει πάνω στις πληγές των ελεφάντων.
Δεν υπάρχουν πια παρά ένα εκατομμύριο σιδεράδες
που σφυρηλατούν αλυσίδες για τα παιδιά που θάρθουν
Δεν υπάρχουν πια παρά ένα εκατομμύριο μαραγοί
που φτιάχνουν φέρετρα δίχως σταυρούς.
Δεν υπάρχουν πια παρά ένα πλήθος θρήνοι
που ξεσκεπάζουν το στήθος καθώς προσμένουν το βόλι
Ο άνθρωπος που περιφρονά το περιστέρι θάπρεπε να μιλήσει
θάπρεπε να κραυγάζει γυμνός ανάμεσα στις κολώνες
να κάνει μια ένεσε για να πάθει λέπρα
και να χύνει δάκρυα τόσο τρομερά
που να λιώσουν τα δαχτυλίδια του και τα διαμαντένια του τηλέφωνα .
Μα ο λευκοντυμένος άνθρωπος
αγνοεί το μυστήριο του σιταριού
αγνοεί το βογγητό της ετοιμόγεννης γυναίκας
αγνοεί πως ο Χριστός μπορεί ακόμα να χορηγήσει νερό
αγνοεί πως το νόμισμα καίει το θαυματουργό φιλί
και δίνει το αίμα του αμνού στο ηλίθιο ράμφος του φασιανού.

Οι δάσκαλοι μαθαίνουν στα παιδιά
ένα αξαίσιο φως που έρχεται από το βουνό
μα αυτό που καταβθάνει είναι μια συνάθροιση οχετών
όπου φωνάζουν οι σκοτεινές νύμφες της χολέρας.
Οι δάσκαλοι δείχνουν με ευλάβεια τους πελώριους θόλους που ευωδιάζουν από το θυμίαμα
μα κάτω από τα αγάλματα δεν υπάρχει αγάπη
δεν υπάρχει αγάπη κάτω από τα μάτια που είναι από κρύσταλλο οριστικό.
Η αγάπη βρίσκεται μέσα στις σάρκες που τις ξεσχίζει η δίψα
μέσα στο καλυβάκι που παλεύει ενάντια στην πλημμύρα
η αγάπη βρίσκεται μέσα στους λάκκους όπου παλεύουν τα φίδια της πείνας
μες στη θλιμμένη θάλασσα που λικνίζει τα πτώματα των γλάρων
και μες στο ζοφερό σπαραχτικό φιλί κάτω από το προσκεφάλι.
Όμως ο γέρος με τα διάφανα χέρια
θα λέει: Αγάπη, αγάπη, αγάπη
φωνάζοντας για τα εκατομμύρια τους ετοιμοθάνατους
Θα λέει: Αγάπη, αγάπη, αγάπη
μες στο υφαντό το χρυσοπλουμισμένο που αναριγεί από τρυφερότητα
θα λέει: ειρήνη, ειρήνη, ειρήνη
μες στους τριγμούς των μαχαιριών και τα πεπόνια του δυναμιτη
θα λέει: αγάπη, αγάπη, αγάπη
ώσπου τα χείλη του να γίνουν ασημένια.
 Εν τω μεταξύ, εν τω μεταξύ, α! εν τω μεταξύ
οι νέγροι που καθαρίζουν τα σταχτοδοχεία
τα αγόρια που τρέμουν κάτω από την ωχρή τρομοκρατία των διευθυντών
οι γυναίκες που πνίγονται μέσα στα ορυκτέλαια
το πλήθος με το σφυρί, με το βιολί ή με το σύννεφο
θα φωνάζει ακόμα κι αν του χύσουν τα μυαλά πάνω στον τοίχο
θα φωνάζει κατάμουτρα στους θόλους
θα φωνάζει τρελό από φωτιά
θα φωνάζει τρελό από χιόνι
θα φωνάζει με το κεφάλι γεμάτο περιττώματα
θα φωνάζει σαν όλες τις συναθροισμένες νύχτες
θαφωνάζει με μια τόσο σπαραγμένη φωνή
ώσπου να αρχίσουν οι πολιτείες να τρέμουν σαν κοριτσάκια
και να συντρίψουν τις φυλακές του λαδιού και της μουσικής
γιατί θέλουμε τον επιούσιο άρτο μας
λουλούδι αγριομουσμουλιάς κι αέναη στοργή ξεκουκκισμένη
γιατί θέλουμε να γίνει το θέλημα της Γης
που δίνει τους καρπούς της για όλους.

(μτφ.Τ.Βαρβιτσιώτης)


GRITO HACIA ROMA (DESDE LA TORRE DEL CHRYSLER BUILDING)

Manzanas levemente heridas
por finos espadines de plata,
nubes rasgadas por una mano de coral
que lleva en el dorso una almendra de fuego,
Peces de arsénico como tiburones,
tiburones como gotas de llanto para cegar una multitud,
rosas que hieren
Y agujas instaladas en los caños de la sangre,
mundos enemigos y amores cubiertos de gusanos
caerán sobre ti. Caerán sobre la gran cúpula
que untan de aceite las lenguas militares
donde un hombre se orina en una deslumbrante paloma
y escupe carbón machacado
rodeado de miles de campanillas.
Porque ya no hay quien reparte el pan ni el vino,
ni quien cultive hierbas en la boca del muerto,
ni quien abra los linos del reposo,
ni quien llore por las heridas de los elegantes.
No hay más que un millón de herreros
forjando cadenas para los niños que han de venir.
No hay más que un millón de carpinteros
que hacen ataúdes sin cruz.
No hay más que un gentío de lamentos
que se abren las ropas en espera de la bala.
El hombre que desprecia la paloma debía hablar,
debía gritar desnudo entre las columnas,
y ponerse una inyección para adquirir la lepra
y llorar un llanto tan terrible
que disolviera sus anillos y sus teléfonos de diamante.
Pero el hombre vestido de blanco
ignora el misterio de la espiga,
ignora el gemido de la parturienta,
ignora que Cristo puede dar agua todavía,
ignora que la moneda quema el beso de prodigio
y da la sangre del cordero al pico idiota del faisán.
Los maestros enseñan a los niños
una luz maravillosa que viene del monte;
pero lo que llega es una reunión de cloacas
donde gritan las oscuras ninfas del cólera.
Los maestros señalan con devoción las enormes cúpulas sahumadas;
pero debajo de las estatuas no hay amor,
no hay amor bajo los ojos de cristal definitivo.
El amor está en las carnes desgarradas por la sed,
en la choza diminuta que lucha con la inundación;
el amor está en los fosos donde luchan las sierpes del hambre,
en el triste mar que mece los cadáveres de las gaviotas
y en el oscurísimo beso punzante debajo de las almohadas.
Pero el viejo de las manos traslucidas
dirá: amor, amor, amor,
aclamado por millones de moribundos;
dirá: amor, amor, amor,
entre el tisú estremecido de ternura;
dirá: paz, paz, paz,
entre el tirite de cuchillos y melones de dinamita;
dirá: amor, amor, amor,
hasta que se le pongan de plata los labios.
Mientras tanto, mientras tanto, ¡ay!, mientras tanto,
los negros que sacan las escupideras,
los muchachos que tiemblan bajo el terror pálido de los
directores,
las mujeres ahogadas en aceites minerales,
la muchedumbre de martillo, de violín o de nube,
ha de gritar aunque le estrellen los sesos en el muro,
ha de gritar frente a las cúpulas,
ha de gritar loca de fuego,
ha de gritar loca de nieve,
ha de gritar con la cabeza llena de excremento,
ha de gritar como todas las noches juntas,
ha de gritar con voz tan desgarrada
hasta que las ciudades tiemblen como niñas
y rompan las prisiones del aceite y la música,
porque queremos el pan nuestro de cada día,
flor de aliso y perenne ternura desgranada,
porque queremos que se cumpla la voluntad de la Tierra
que da sus frutos para todos.



********************************************************

ΡΟΜΑΝΤΣΑ ΤΟΥ ΥΠΝΟΒΑΤΗ

Πράσινο,πράσινο, πώς σ' αγαπάω!
Πράσινο αγέρι. Πράσινα κλώνια
Το καράβι πάνω στη θάλασσα
το άλογο πέρα στις ράχες.
Έχοντας ίσκιο στη ζώνη της
εκείνη ονειρεύεται στο μπαλκόνι της
πράσινη σάρκα, πράσινη κόμη
με ματιά από κρύο ασήμι

Πράσινο, πράσινο, πώς σ΄ αγαπάω!
Κάτω απ το φως της τσιγγάνας σελήνης
τα πράγματα την κοιτάζουν
κι αυτή δεν μπορεί να τα κοιτάξει
Πράσινο, πράσινο, πώς σ' αγαπάω
Διάπλατα αστέρια από πάχνη
έρχονται με του ίσκιου το ψάρι,
που ανοίγει το δρομο στο ξημέρωμα
Τρίβει η συκιά τον αέρα της
με των καδιών της το γυαλόχαρτο
και το βουνό, γάτος κλέφτης
τραχιές της αγαύες του ορθώνει
Μα ποιος θε νάρθει; Και πούθε;
Εκείνη κάθεται στο μπαλκόνι κι ονειρεύεται
πράσινη σάρκα, πράσινη κόμη
στο πικρό κύμα ονειρευάμενη

Κουμπάρε, θέλω ν'αλλάξω
το σπίτι σου με το άλογό μου
τη σέλα μου με τον καθρέφτη σου
την κάπα σου με το σουγιά μου.
Κουμπάρε, έρχομαι λαβωμένος
από τα στενά της Κάμπρα
 Αν μπορούσα παλικάρι
θάκλεινα τη συμφωνία
Αλλά εγώ δεν είμαι πια εγώ
και μήτε το σπίτι μου ορίζω πια.

Κουμπάρε, λέω να πεθάνω
ήσυχα μες στο κρεβάτι μου
Αν γίνεται νάναι ατσαλένιο
και με σεντόνια από την Ολλανδία
Δε βλέπεις την πληγή που έχω
από το λαιμό ως τα στήθια;
Τρακόσια βαθύχρωμα ρόδια
έχει η άσπρη ποδιά σου
Το αίμα σου αναβράζει και μυρίζει
από το ζωνάρι σου γύρω
Αλλά εγώ δεν είμαι πια εγώ
 Αφήστε με ωστόσο να ανέβω
ψηλά ως εκεί πάνω στα μπαλκόνια
αφήστε με να ανέβω, αφήστε με,
επάνω στα πράσινα μπαλκόνια
Στα φεγγαρίσια μπαλκόνια
που ολούθε νερό αντιβουίζει.

Να οι δυο κουμπάροι ανεβαίνουν
ψηλά,ως εκεί πάνω στα μπαλκόνια
Αφήνουν ένα αχνάρι από αίμα
Αφήνουν ένα αχνάρι από δάκρυα
Τρεμόσβηναν πάνω στις στέγες
φανάρια τενεκεδένια.
Χίλια κρυστάλλινα ντέφια
πλήγωναν την αυγή.

Πράσινο,πράσινο πώς σ' αγαπάω
πράσινο αγέρι, πράσινα κλώνια
 Οι δυο κουμπάροι ανεβήκαν
Το διάπλατο αγέρι άφηνε
στο στόμα μια παράξενη γεύση
βασιλικού, χολής, μέντας
Κουμπάρε, πού είναι πες μου
πού είναι η πικρή σου κόρη;
Πόσες φορές σε καρτερούσε!
πόσες σε πρόσμενε φορές
δροσάτη όψη, μαύρη κόμη
στο πράσινο τούτο μπαλκόνι!

Στο πρόσωπό πάνω της στέρνας
λικρίζονταν η γυφτοπούλα
Πράσινη σάρκα, πράσινη κόμη
με μάτια από κρύο ασήμι
Ένα κρύσταλλο εκεί φεγγαρίσιο
στο νερό πάνω την κρατάει
Κι έγινε η νύχτα στενή
σαν μικρούλα πλατεία
Μεθυσμένοι χωροφυλάκοι
χτυπούσαν την πόρτα ολοένα
Πράσινο πράσινο πώς σ' αγαπάω
Πράσινο αγέρι, πράσινα κλώνια
Το καράβι πάνω στη θάλασσα
Το άλογο πέρα στις ράχες.

(μτφ.Κ.Πολίτη)


ROMANCE SONÁMBULO
A Gloria Giner
y a Fernando de los Ríos



Verde que te quiero verde.
Verde viento. Verdes ramas.
El barco sobre la mar
y el caballo en la montaña.
Con la sombra en la cintura
ella sueña en su baranda,
verde carne, pelo verde,
con ojos de fría plata.
Verde que te quiero verde.
Bajo la luna gitana,
las cosas le están mirando
y ella no puede mirarlas.
              *
Verde que te quiero verde.
Grandes estrellas de escarcha,
vienen con el pez de sombra
que abre el camino del alba.
La higuera frota su viento
con la lija de sus ramas,
y el monte, gato garduño,
eriza sus pitas agrias.
¿Pero quién vendrá? ¿Y por dónde...?
Ella sigue en su baranda,
verde carne, pelo verde,
soñando en la mar amarga.
              *
Compadre, quiero cambiar
mi caballo por su casa,
mi montura por su espejo,
mi cuchillo por su manta.
Compadre, vengo sangrando,
desde los montes de Cabra.
Si yo pudiera, mocito,
ese trato se cerraba.
Pero yo ya no soy yo,
ni mi casa es ya mi casa.
Compadre, quiero morir
decentemente en mi cama.
De acero, si puede ser,
con las sábanas de holanda.
¿No ves la herida que tengo
desde el pecho a la garganta?
Trescientas rosas morenas
lleva tu pechera blanca.
Tu sangre rezuma y huele
alrededor de tu faja.
Pero yo ya no soy yo,
ni mi casa es ya mi casa.
Dejadme subir al menos
hasta las altas barandas,
dejadme subir, dejadme,
hasta las verdes barandas.
Barandales de la luna
por donde retumba el agua.
              *
Ya suben los dos compadres
hacia las altas barandas.
Dejando un rastro de sangre.
Dejando un rastro de lágrimas.
Temblaban en los tejados
farolillos de hojalata.
Mil panderos de cristal,
herían la madrugada.
              *
Verde que te quiero verde,
verde viento, verdes ramas.
Los dos compadres subieron.
El largo viento, dejaba
en la boca un raro gusto
de hiel, de menta y de albahaca.
¡Compadre! ¿Dónde está, dime?
¿Dónde está mi niña amarga?
¡Cuántas veces te esperó!
¡Cuántas veces te esperara,
cara fresca, negro pelo,
en esta verde baranda!
              *
Sobre el rostro del aljibe
se mecía la gitana.
Verde carne, pelo verde,
con ojos de fría plata.
Un carámbano de luna
la sostiene sobre el agua.
La noche su puso íntima
como una pequeña plaza.
Guardias civiles borrachos,
en la puerta golpeaban.
Verde que te quiero verde.
Verde viento. Verdes ramas.
El barco sobre la mar.
Y el caballo en la montaña.


 **********************************************


Ο ίσκιος της ψυχής μου

Ο ίσκιος της ψυχής μου
χάνεται μέσα σε ένα σούρουπο από αλφάβητα
ομίχλη από βιβλία
και λόγια
Ο ίσκιος της ψυχής μου!
¨Εφτασα στη γραμμή όπου σταματά
η νοσταλγία
και το δάκρυ μεταμορφώνεται
σε αλάβαστρο του νου
Ο ίσκιος της ψυχής μου
Η ανέμη του πόνου
φτάνει στο τέλος της
μα μέσα μου απομένει, ουσία και λόγος,
ένα παλιό μεσημέρι από χείλη,
ένα παλιό μεσημέρι
από βλέμματα
Ένας θολός λαβύρινθος
από σκοτεινιασμένα αστέρια
πλέκεται με τις αυταπάτες μου
που έχουν σχεδόν μαραθεί
Ο ίσκιος της ψυχής μου!
Μια προαίσθηση
ρουφάει τη ματιά μου
Βλέπω τη λέξη έρωτας
να γίνεται ρημάδι
Αηδόνι!
Ω αηδόνι μου!
Τραγουδάς ακόμα;

LA SOMBRA DE MI ALMA

La sombra de mi alma
Huye por un ocaso de alfabetos,
Niebla de libros
Y palabras.
  ¡La sombra de mi alma!
  He llegado a la línea donde cesa
La nostalgia,
Y la gota de llanto se transforma
Alabastro de espíritu.
  (¡La sombra de mi alma!)
  El copo del dolor
Se acaba,
Pero queda la razón y la sustancia
De mi viejo mediodía de labios
De mi viejo mediodía
De miradas.
  Un turbio laberinto
De estrellas ahumadas
Enreda mi ilusión
Casi marchita.
  ¡La sombra de mi alma!
  Y una alucinación
Me ordeña las miradas.
Veo la palabra amor
Desmoronada.
  ¡Ruiseñor mío!
¡Ruiseñor!
¿Aún cantas?

 ************************************************************
https://youtu.be/vDCx8GS9HRo

 ΠΑΝΤΕΡΜΗ

Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί
σκάβουν ζητώντας την αυγή
την ώρα που στα σκοτεινά
βγαίνει η Παντέρμη και γυρνά.
Μαύρη μαυρίλα ειν’ η ψυχή της
κι ωχρό μπακίρι το πετσί της
τα στήθια της ωσάν τ’ αμόνια
που τα χτυπούν χωρίς συμπόνια.
Παντέρμη, τι ζητάς εδώ
μόνη σου δίχως σύντροφο;
Κι αν είναι κάτι που ζητώ
πες μου, σε γνοιάζει εσένανε;
Ζητάω εκείνο που ζητώ
ζητάω την ίδια εμένανε.
Παντέρμη, πες ποιος ο καημός σου
ποιος ο αγιάτρευτος καημός σου;
Ποιος ο καημός μου;
Μαύρη πίσσα εγίνη η λινή μου η πουκαμίσα
και μες στο σπίτι σαν τρελή
σούρνω το ξέπλεκο μαλλί.
Παντέρμη, λούσε το κορμί σου
λουσ’ το χελιδονόνερο
κι άσε κυρά μου την ψυχή σου
ασ’ τη για να βρει αναπαμό.

Άχου, τσιγγάνικες ψυχές
κι ολόκρυφες νεροσυρμές
πίκρες μαζί και θάματα
στα μακρινά χαράματα.

αποδ.: Ο. Ελύτης

ROMANCE DE LA PENA NEGRA

 Las piquetas de los gallos
cavan buscando la aurora,
cuando por el monte oscuro
baja Soledad Montoya.
Cobre amarillo, su carne,
huele a caballo y a sombra.
Yunques ahumados sus pechos,
gimen canciones redondas.
Soledad, ¿por quién preguntas
sin compaña y a estas horas?
Pregunte por quien pregunte,
dime: ¿a ti qué se te importa?
Vengo a buscar lo que busco,
mi alegría y mi persona.
Soledad de mis pesares,
caballo que se desboca,
al fin encuentra la mar
y se lo tragan las olas.
No me recuerdes el mar,
que la pena negra, brota en las tierras de aceituna
bajo el rumor de las hojas.
¡Soledad, qué pena tienes!
¡Qué pena tan lastimosa!
Lloras zumo de limón
agrio de espera y de boca.
¡Qué pena tan grande! Corro
mi casa como una loca,
mis dos trenzas por el suelo,
de la cocina a la alcoba.
¡Qué pena! Me estoy poniendo
de azabache carne y ropa.
¡Ay, mis camisas de hilo!
¡Ay, mis muslos de amapola!
Soledad: lava tu cuerpo
con agua de las alondras,
y deja tu corazón
en paz, Soledad Montoya.
 *
Por abajo canta el río:
volante de cielo y hojas.
Con flores de calabaza,
la nueva luz se corona.
¡Oh pena de los gitanos!
Pena limpia y siempre sola.
¡Oh pena de cauce oculto
y madrugada remota!

***********************

ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΚΛΑΔΙΑ (SERENATA)

Η νύχτα στέκει μουσκεμένη
μέσα απ' του ποταμιού τις όχθες
και στα στήθια της Λολίτας
από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά,

Από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά.

Γυμνή η νύχτα τραγουδάει
πάνω στου Μάρτη τα γιοφύρια
Λούζει η Λολίτα το κορμί της
με νάρδους και γλυφό νερό,

Από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά

Η νύχτα από πιοτό και ασήμι
λάμπει ανάμεσ' απ' τις στέγες
Ασήμι από ρυάκια και καθρέφτες
Απ' τ' άσπρα πόδια σου πιοτό,

Από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά

 (Απόδοση: Λ. Παπαδόπουλος)
https://youtu.be/-yRIzgMIfb8

 SERENATA

 Por las orillas del río
se está la noche mojando
y en los pechos de Lolita
se mueren de amor los ramos.

Se mueren de amor los ramos.

La noche canta desnuda
sobre los puentes de marzo.
Lolita lava su cuerpo
con agua salobre y nardos.

Se mueren de amor los ramos.

La noche de anís y plata
relumbra por los tejados.
Plata de arroyos y espejos.
Anís de tus muslos blancos.

Se mueren de amor los ramos.

https://youtu.be/un5NJ1np_Sk

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου