Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2022

ΦΡΟΣΩ ΧΑΤΟΓΛΟΥ: Ο Λιονταρνάκος

 (Ένα παλιό παραμύθι, δυστυχώς όχι δικό μου, αγνοώ την προέλευσή του. Εγώ απλώς το ανασύρω από τη μνήμη και το διασκευάζω για να μη χαθεί.)







Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια ήσυχη φάρμα, ζούσε η μαμά Προβατίνα με τα αρνάκια της. Κάθε μέρα έπαιρνε τα παιδιά της και πήγαιναν στο λιβάδι να βοσκήσουν. Λίγο πριν βασιλέψει ο ήλιος γυρνούσαν στο παχνί. Έτσι κυλούσε η ζωή τους, χωρίς τίποτε να ταράξει τη γαλήνη τους.

Μια ηλιόλουστη μέρα, καθώς έβοσκαν στο καταπράσινο λιβάδι, άκουσαν έναν παράξενο θόρυβο. Ανήσυχη η Προβατίνα μάζεψε κοντά της τα αρνάκια και κοίταξε γύρω να δει τι συμβαίνει. Μια φωνή, σαν νιαούρισμα, σαν κλάμα μωρού ερχόταν πίσω από ένα θάμνο. Πλησίασε προσεκτικά, παραμέρισε λίγο τα κλαδιά και… τι να δει! Ένα μωρό λιονταράκι!

«Α!», της ξέφυγε η φωνή και μόλις την άκουσαν τα αρνάκια άρχισαν να βελάζουν τρομαγμένα. « Ησυχάστε μικρά μου, τους είπε προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία της, σήμερα θα γυρίσουμε λίγο νωρίτερα στη φάρμα». Και τα πήρε να φύγουν βιαστικά.

Δεν είχαν κάνει πολύ δρόμο, όταν γυρίζοντας πίσω να κοιτάξει η Προβατίνα είδε το λιονταράκι να τους ακολουθεί! Αναστατωμένη, τάχυνε το βήμα.

«Εμπρός, βιαστείτε αρνάκια μου, πιο γρήγορα, πιο γρήγορα», τους έλεγε και τα έσπρωχνε με τη μουσούδα της. Κάπου κάπου γυρνούσε πίσω να κοιτάξει. Το λιονταράκι τους ακολουθούσε, με τα μικρούτσικα ποδαράκια του να σκοντάφτουν στις πέτρες, τρεκλίζοντας δεξιά κι αριστερά.  Κάποια στιγμή σωριάστηκε σε μια λακκούβα και άρχισε να κλαψουρίζει. Η Προβατίνα το λυπήθηκε. Άφησε τα παιδιά της και το πλησίασε. Το βοήθησε να σταθεί στα ποδαράκια του.

«Γιατί κακόμοιρο μας ακολουθείς; Πού είναι η μαμά σου; Πού είναι η φωλιά σου;», το ρώτησε τρυφερά.

Το λιονταράκι την κοίταξε με κάτι μεγάλα, γυαλιστερά μάτια και έβγαλε μια τσιριχτή φωνίτσα: «Γκλλλιιιιι»




«Άντε, γύρνα πίσω, άντε να βρεις τη μαμά σου. Εμείς πάμε στη φάρμα, δεν είναι τόπος για σένα εκεί. Φύγε!», του είπε λίγο αυστηρά η Προβατίνα.

Ο μικρούλης έβγαλε μια παραπονιάρικη φωνούλα, σαν κλάμα μωρού και τρίφτηκε επάνω της.

«Αχ, τι έπαθα σήμερα! είπε αναστενάζοντας η Προβατίνα. Τι θα σε κάνω εσένα καλέ; Φύγε, φύγε σου λέω!». Και με αποφασιστικότητα πήρε τα αρνάκια της και συνέχισαν το δρόμο τους. Δεν κοιτούσε πίσω για να μη δώσει θάρρος στο λιονταράκι. Κι επειδή δεν άκουγε τη φωνούλα του σκέφτηκε πως θα είχε πια φύγει.

Έφτασαν στη φάρμα και μπήκαν στο παχνί. Τότε μόνο γύρισε και κοίταξε πίσω. Ήταν εκεί! Τους ακολούθησε! Την κοιτούσε με τα ματάκια του υγρά και παραπονεμένα σα να την παρακαλούσε να μην το διώξει.

«Γιατί, αχ, γιατί ήρθες εδώ; Ένα λιοντάρι μέσα στη φάρμα; Τρελάθηκες; Μη με κοιτάς έτσι. Δεν καταλαβαίνεις; Ένα λιοντάρι μέσα στα πρόβατα; Φύγε σου είπα, φύγε πριν σε δει κανένα άλλο ζώο και σου κάνει κακό έτσι μικρούτσικο και χαζούλι που είσαι.»

Το λιονταράκι δεν μίλησε, μόνο συνέχισε να στέκεται ακίνητο και να την κοιτάζει. Εκείνη την ώρα ακούστηκαν τα βόδια που γυρνούσαν από τη βοσκή. Η Προβατίνα αναστατωμένη το έσπρωξε με τη μουσούδα της μέσα στο παχνί.

 « Μπες μέσα, γρήγορα! Αν σε δουν τα βόδια θα σε ποδοπατήσουν. Κανείς δεν θα επιτρέψει σε ένα λιοντάρι, έστω και μικρό, να μπει μέσα στη φάρμα. Έλα, κάνε γρήγορα! Χώσου εδώ, μέσα στα άχυρα και μη βγάλεις τσιμουδιά!»

Τα προβατάκια χώθηκαν κάτω από τη μαμά τους και άρχισαν να πίνουν το γάλα της πεινασμένα. Σε λίγο, νάσου και το λιονταράκι, να πίνει κι αυτό!

«Αχου, μπελά που βρήκα! Να ταΐζω ένα λιοντάρι! Συμφορά μου! Αύριο, πρωί πρωί θα γυρίσεις στη μάνα σου», του είπε δήθεν αυστηρά, όμως το άφησε να την αρμέγει, μαζί με τα αρνάκια της.



Αυτή ήταν η πρώτη νύχτα του μικρού λιονταριού στη φάρμα. Μα δεν ήταν η τελευταία, γιατί από τότε δεν ξεκόλλησε από την Προβατίνα. Την ακολουθούσε στη βοσκή το πρωί και το βράδυ στο παχνί. Ήταν χαρούμενο και ήσυχο, σαν…αρνάκι.  Ώσπου μια μέρα ακούστηκε η βραχνή φωνούλα του: «ΜΠΕΕΕ!»

«Συμφορά μου! έκανε η Προβατίνα. Τι μπεε καλέ; Αχ και νάξερες τι φωνή έχουν τα λιοντάρια! Τόσο άγρια που όλα τα ζώα τρέχουν μακριά σαν την ακούσουν. Κατάλαβες;»

Και ο μικρούλης τής απάντησε: «ΜΠΕΕΕ!»

«Βρε τι μπεε! Γκρρρρ, κάνε, γκρρρ!», το παρακάλεσε. Κι αυτός της απάντησε:

«Μπλλλλ!»

« Νάξερες πόση δύναμη έχεις μέσα σου! Αχ, Λιονταρνάκο μου εσύ!», του είπε απογοητευμένη και το χάιδεψε με στοργή.

Έτσι πέρασε ο καιρός. Ο Λιονταρνάκος μεγάλωνε γρήγορα. Δεν έτρωγε χορτάρι, έπινε όμως το γάλα της Προβατίνας, την οποία την είχε πια σαν μάνα του. Κι αυτή όσο κι αν προσπαθούσε να του εξηγήσει τι σημαίνει να είσαι λιοντάρι, δεν κατάφερνε να το κάνει άγριο. Βέλαζε, χοροπηδούσε και έπαιζε με τα προβατάκια χαρούμενο και ήρεμο.

Ήταν όμως δύσκολο πια να μην το πάρουν είδηση τα άλλα ζώα της φάρμας. Όταν κατάλαβαν την παρουσία του αναστατώθηκαν. Θύμωσαν με την Προβατίνα.

«Τι τρέλα να ανατρέφεις ένα λιοντάρι μέσα στη φάρμα!», της είπε η αγελάδα.

«Να το διώξεις αύριο κιόλας, αλλιώς θα πέσουμε πάνω του και θα το χτυπήσουμε!», είπε το γουρούνι.

«Θα το ξεκάνουμε πριν μεγαλώσει και μας ξεκάνει αυτό!» είπαν οι κότες με μια φωνή.

Μόνο το άλογο δεν μιλούσε. Στεκόταν σκεφτικό στη γωνία και τους άκουγε να φωνάζουν και να μαλώνουν. Κάποια στιγμή πήρε το λόγο:

«Μα δεν βλέπετε; Αυτό δεν είναι λιοντάρι. Είναι ένας Λιονταρνάκος. Δεν θα μας κάνει κακό.»

«Όταν καταλάβει τη λιονταρίσια του δύναμη, τότε θα δεις τι θα μας κάνει!», είπε η γάτα τσιρίζοντας με θυμό.

Κι όλα τα ζώα μαζί συμφώνησαν πως ο Λιονταρνάκος έπρεπε να φύγει από τη φάρμα την επόμενη κιόλας μέρα. Η συνέλευση έληξε και γύρισε το κάθε ζώο στη θέση του  μουρμουρίζοντας.  

«Τους άκουσες Λιονταρνάκο μου, δεν μπορείς να μείνεις εδώ, του είπε η Προβατίνα, μόλις κάθισαν στο παχνί.  Σου το είπα από την αρχή. Αύριο θα πάμε στο θάμνο που σε βρήκα κι από κει θα ψάξεις να βρεις τη μάνα σου και την ομάδα σου»

Η νύχτα έπεσε ήσυχη στη φάρμα. Όλα τα ζώα κοιμόντουσαν και δεν κατάλαβαν τον κίνδυνο. Ένας λύκος πλησίασε με προφύλαξη στο φράχτη. Περνώντας με επιδεξιότητα κάτω από τα σύρματα περπάτησε προς το παχνί. Η Προβατίνα τον μυρίστηκε, ξύπνησε και έβαλε τις φωνές:

«Λύκος! Βοήθεια!»

Τα αρνάκια, μαζί και ο Λιονταρνάκος, χώθηκαν τρομαγμένα στα άχυρα. Η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά, όταν είδαν τα δόντια του λύκου και τα μάτια του να αστράφτουν στο σκοτάδι.

Η Προβατίνα μπήκε μπροστά για να τα προστατεύσει. Ο Λύκος τότε την άρπαξε από το λαιμό. «Μπεεε! Φώναζε τρομαγμένη! Λιονταρνάκο, σώσε με!» Αυτός όμως έτρεμε από το φόβο του. Χωμένος μαζί με τα αρνάκια κάτω από το παχνί, δεν έβγαζε καν το κεφάλι του να κοιτάξει τι γίνεται.

«Λιονταρνάκο! Έχεις δύναμη μέσα σου, παιδί μου! Νιώσε τη δύναμή σου και σώσε με!», φώναζε απελπισμένη η Προβατίνα, καθώς ο Λύκος την έσερνε έξω.

Κι εκεί, λίγο πριν βγει από το φράχτη, άκουσε πίσω του ένα τρομερό βρυχηθμό! Όλα τα ζώα της φάρμας ξύπνησαν αναστατωμένα και βγήκαν έξω. Είδαν τον Λιονταρνάκο να κυνηγά το Λύκο βγάζοντας άγρια, φοβερή, λιονταρίσια φωνή. Κι εκείνος, τρομαγμένος, άφησε την Προβατίνα και χάθηκε στο σκοτάδι.

«Σας το είπα, μίλησε το άλογο. Κρύβει μέσα του δύναμη, μα μια δύναμη για να κάνει το καλό!»

Ο Λιονταρνάκος δεν έμεινε στη φάρμα. Αλλά συνέχισε να τριγυρίζει εκεί κοντά, ώστε να μπορεί να προστατεύσει την Προβατίνα και τα άλλα ζώα, αν χρειαστεί. Μεγαλώνοντας, έγινε ένα σωστό μεγάλο Λιοντάρι, που όμως δεν έπαψε ποτέ να χρησιμοποιεί τη δύναμή του για το καλό.

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου