(Ξανα)διάβασα το έπος αυτό μέσα από τρεις μεταφράσεις:
1)Νίκου Καζαντζάκη, εκδ. Καζαντζάκη,2010
2)Γεωργίου Αντωνιάδου,εκδ.1881
3)Βουτσινά και Σταυροπούλου, εκδ. 1894
Η πρώτη έχει την αξία της, η δεύτερη με γοήτευσε με την καθαρεύουσά της,της τρίτης ο πεζός της λόγος υστερεί .
Η μετάφραση Καζαντζάκη χωρίζει τα "τραγούδια" με αλφαβητική διάταξη και αριθμεί τους στίχους ανά έναν, όπως και το ιταλικό. Η μετάφραση Αντωνιάδου χωρίζει τα "άσματα" με αριθμητική σειρά και αριθμεί τους στίχους ανά τέσσερις! Το ιταλικό κείμενο είναι από τη δίγλωσση έκδοση Δαρδανός.
Χάριν απλουστεύσεως στη δακτυλογράφηση δεν διατήρησα το πολυτονικό των κειμένων. Ας μου συγχωρεθεί... Φ.Χ.
|
μτφ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ |
μτφ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ και ΙΤΑΛΙΚΟ κείμενο |
|
Στο μεσοστράτι απάνω της ζωής μας/σε σκοτεινό πλανέθηκα ρουμάνι/τι’ταν ο δρόμος ο σωστός χαμένος. (Α,1-3)
Κι όπως αυτός που με κομμένη ανάσα,/βγαλμένος απ’ το πέλαο στο ακρογιάλι,/γυρνάει και τα’ άγρια τα νερά αγναντεύει./Όμοια η ψυχή μου, που’ φευγεν ακόμα,/πισωγυρνάει να ξαναδεί το διάβα/που ζωντανό ποτέ του δεν αφήκε. (Α,22-27) |
Κατά το μέσον στάδιον του ημετέρου βίου/εις σκοτεινόν τινα δρυμόν πλανώμενος ευρέθην/διότι είχον της οδού εκπέσει της ευθείας.(1/1) Nel mezzo del cammin di nostra vita/mi ritrovai per una selva oscura/que la diritta via era smarrita(Ι,1-3) --------- Καθώς δε όστις έφθασε μ’αναπνοήν πιασμένην/ ως την ακτήν να αποβή σωθείς εκ του πελάγους/το πολυκίνδυνον νερόν γυρίζει και κοιτάζει,/ ομoίως ενώ έφευγεν ακόμη η ψυχή μου/ εστράφη την διέξοδον να θεωρήση πάλιν,/ήτις κανένα ζωντανόν δεν άφησε έως τώρα ( 1/8-9) E come quei che con lena affannata/uscito fuor del pelago a la riva/si volge a l’acqua perigliosa e guata,/cosi l’animo mio, ch’ancor fuggiva,/si volse a retro a rimirar lo passo/che non lascio gia mai persona viva.(Ι,22-27) -------- εκεί που σιωπά ο ήλιος (1/20) La, dove ‘l sol tace (Ι,60) |
Πρεπό μονάχα εκείνα να φοβάσαι/που μπόρεση έχουν τις ψυχές να βλάψουν/όχι και τ’ άλλα. πίφοβα δεν είναι (Β,88-90) |
Τα πράγματα
οφείλει τις εκείνα να φοβήται/ και μόνα, όσα δύνανται τον άνθρωπον να
βλάψουν/ τα άλλα όχι, επειδή επίφοβα δεν είναι (2/30) Temer si dee di sole quelle cose/c'hanno potenza di fare altrui male./de l'altre no, che non son paurose.(ΙΙ,88-90) |
|
Εγώ οδηγώ προς τη θλιμμένη χώρα,/εγώ προς τον απέθαντο τον πόνο,/εγώ προς τις ψυχές τις κολασμένες(Γ,1-3) Και πίσω του λαός ακλούθαε τόσο/πυκνός,που απίστευτο μου εφάνη τόσες/νάχει ζωές ο χάρος θερισμένες ( Γ,55-57) είδα κι απείκασα τον ίσκιο εκείνου/που από αναντριά το μέγα φώναξε όχι! (Γ,59-60) |
Εγώ ειμί η άγουσα εις την αλγούσα πόλιν/εγώ ειμί η άγουσα εις το αιώνιον άλγος/εγώ ειμί η άγουσα προς τους απολωλότας (3/1) Per me si va nella citta dolente/per me si va nell'etterno dolore/per me si va tra la perduta gente (ΙΙΙ,1-3) ----------- Και όπισθέν της ήρχετο ψυχών ακολουθία/τόσον μακρά, ώστε ποτέ δεν ήθελα πιστεύσει/πως είχε κάμει θύματα ο θάνατος τοσαύτα (3/19) e dietro le venia si lunga tratta/di gente, ch'io non averei creduto/che morte tanta n'avesse disfatta.(ΙΙΙ,55-57) ------- τη σκιάν διέκρινα εκείνου/όστις το μέγ'αξίωμα ηρνήθη εκ δειλίας (3/20) vidi e conobbi l'ombra di colui/che fece per vilta il gran rifiuto(ΙΙΙ,59) |
|
Το μέγα μου έκοψε ύπνο μες στα φρένα/βαριά βροντή κι ανατινάχτηκα όλος/σαν άνθρωπος που στανικώς ξυπνάει (Δ,1-3) Εδώ, κατά που μπόρουν πια ν'ακούσω,/δεν έκλαιγαν,μον'τόσο αναστενάζαν/που το αιώνιο αγέρι τό' καναν να τρέμει (Δ,25-27) ___________________ …πόνος πιο τρανός δεν είναι/παρά την ευτυχιά ν’αναθυμάσαι/στη δυστυχιά (Ε,121-3) |
Διέκοψε' εν τη κεφαλή τον μέγαν λήθαργόν μου/τόσον βαρύγδουπος βροντή, ώστ'άνω ετινάχθην/ως άνθρωπος εξεγερθείς βιαίως εκ του ύπνου (4/1) Ruppemi l'alto sonno nella testa/un greve truono, si ch'io mi riscossi/come persona ch'e per forza desta.(ΙV,1-3) ------- Εκεί,καθ'όσον δυνατόν μέ ήτον να ακούσω,/ολολυγμοί μεν ουδαμώς, πλην στεναγμοί υπήρχον/ποιούντες τον αιώνιον αέρα να δονήται (4/9) Quivi,secondo che per ascoltare,/non avea piante mai che di sospiri/che l'aura eterna facevan tremare(IV,25-7) _________________________ μεγαλήτερος δεν είναι άλλος πόνος, παρά να ενθυμήται τις καιρούς ευτυχισμένους εν συμφοραίς (5/41) Nessun maggior dolore/che ricordarsi del tempo felice/ne la miseria (V,121-3) |
|
…όσο το πλάσμα και πιο τέλειο/και πιο αναγάλια χαίρεται και πόνο. (ΣΤ,107-8) |
καθ΄όσον τελειότερον το ον/κατά τοσούτον την χαράν αισθάνεται και λύπην (6/36) quanto la cosa e piu perfetta,/piu senta il bene,ecossi la doglienza.(VI,107-8) |
|
…απ’ τους λαύρους τάφους/κι απ’ τ’ αψηλά κορφοτειχιά περνούμε (Θ,133) |
διέβημεν εν μέσω των υψηλών επάλξεων/και των σκληρών βασάνων. (7/43) passamo tra i martiri e li alti spaldi(IX,133) |
| κι αυτός το μέτωπο όρθωνε,το στήθος, λες και βαριά τον άδη καταφρόναε (Ι,35-36) |
κι εκείνος ανεσήκωσεν το μέτωπον και στήθος/ως νάχε καταφρόνησιν μεγάλην προς τον Άδην(10/12) ed el s'ergea col petto e con la fronte/com'avesse l'inferno a gran dispitto(Χ,35) |
Θαρρώ πως κείνος θάρρεψε πως θάρρουν (ΙΓ, 25) | Πιστεύω θα επίστευσεν ότι εγώ πιστεύω (13/9) Lo credo ch’ ei credette ch’io credesse (XIII,25) ------- Io fei gibbetto a me de le mie case(XIII,151) |
|
«Εγώ’ μαι,
και νεκρός και ζώντας, ο ίδιος!» (ΙΔ,51) |
Οποίος ήμουν
ζωντανός, κι αποθαμμένος είμαι(14/17) Qual io fui vivo,tal son morto(XIV,51) |
|
Αν το άστρο σου ακλουθήσεις,/λαμπρό θα φτάσεις σίγουρα λιμάνι (ΙΕ,55-56) Καλά γρικά που και καλά θυμάται (ΙΕ,99) |
Αν ακολουθείς το άστρο σου δεν δύνασαι/εις ένδοξον λιμένα να μην φτάσεις(15/19) Se tu segui tua stella,/non quoi fallire a glorioso porto(XV,55-6) --------- διότι μεταξύ αυγαριών αγρίων/ δεν πρέπει να καρποφορεί η γλυκερά συκέα (15/22) ed e ragion,che tra li lazzi sorbi/si disconvien fruttare al dolce fico(XV,65-6) ------------ Καρπίμως ακροάζεται ο σημειών τους λόγους (15/53) Bene ascolta chi la nota(XV,99) |
|
Αν τόσο λίγο πάντα σου στοιχίζει/να ευχαριστάς τους άλλους/χαρά σ’ εσέ που λεύτερα έτσι κρένεις!/Μα απ’ τους ζοφούς αυτούς αν φύγεις τόπους/και τα πανώρια ξαναδείς αστέρια/μπορώντας με χαρά να λες: «Επήγα»,/δέξου για μας στον κόσμο να μιλήσεις (ΙΣΤ,79-84) |
Αν κατορθώνεις πάντοτε τοσούτον ακινδύνως τους άλλους να ευχαριστείς, ευδαίμων συ ο ομιλών με τόσην παρρησίαν.../Όθεν εάν τους ζοφερούς εκφύγεις τούτους τόπους/και επιστρέψας τους λαμπρούς αστέρας επανίδεις/ ότε και θέλεις εύθυμος ειπείς «Εκεί υπήρξα»/ περί ημών προς τον λαόν μη λείψης να λαλήσης (16/27-28) Se l'altre volte si poco ti costa,/rispuoser tutti il satisfare altrui,/felice te se si parli a tua posta!/Pero, se campi d'esti luoghi bui/e torni a riveder le belle stelle,/quando ti giovera dicere "I fui",/fa che di noi a la gente favelle.(XVI,779-84) |
|
Ζει εδώ η
σπλαχνιά μονάχα σαν πεθάνει (Κ,28) |
Εδώ ν’ο
οίκτος ζωντανός αν όλως αποθάνη (20/10) Qui vive la pieta quand' e ben morta (XX,139) |
|
κι έκαμε
αυτός τον πισινό τρουμπέτα (ΚΑ,139) |
κι εκείνος του εσάλπιζε με τον οπισινόν του (21/46) Εd egli avea del cul fatto
trombetta (XXI,139) |
|
Γυαλί μολυβωμένο να’μουν/τ΄οξώθωρό σου εγώ δε θα αντιφέγγουν/τόσο γοργά σαν την εντός θωριά σου (ΚΓ,25-7) |
και κάτοπτρο
να ήμουν, την έξωθεν εικόνα σου/ δεν θάπιανα γοργά σαν την εντός σου(23/9) S'i fossi di piombato vetro,/l'imagine di fuor tua non trarrei/piu tosto a me, che quella dentro'mpetro(XXIII,25-7) |
|
το λόγο σου ίσως,/ γιατί’ ταν κάποτε Έλληνες, θ’ αψήφουν (ΚΣΤ,75) Το ευγενικό σας σπέρμα μην προδώστε/ σεις δεν πλαστήκατε σα ζα να ζείτε/ μα γνώση κι αρετή ν’ ακολουθάτε! ( ΚΣΤ, 118-120) Ώσπου το πέλαο εκλείστη απάνωθέ μας. (ΚΣΤ,142) |
Θ’απαξιώσουν
ίσως,/ καθόσον ήσαν Έλληνες, τον λόγον σου ν’ ακούσουν (26/25) perch'e'fuor greci,force del tuo detto (XXVI,75) ------- Αναλογίσθητε καλώς οποίων είστε γόνοι/Εσείς δεν εγεννήθητε να ζείτε ως τα κτήνη/αλλά να’ πιδιώκετε την αρετήν και γνώσιν (26/40) Considerate la vostra semenza:/fatti non foste a viver come bruti,/ma per seguir virtute e canoscenza (XXVI,118-120) ------- Έως επάνωθεν ημών η θάλασσα εκλείσθη (26/47) infin che 'l mar fu sovra noi richiuso (XXVI,142) |
|
|
|
Το κλάμα εδώ το κλάψιμο αντικόβει/κι ο πόνος, μπόδιο βρίσκοντας στα μάτια/στρέφεται εντός ν’ αυξήσει το μαρτύριο (ΛΓ,94-6) |
Αυτά τα
κλαύματα εδώ δε συγχωρούν το κλαίειν/ κι ο πόνος εις τα όμματα εμπόδιον
ευρίσκων/ επαναστρέφ’ εις τα εντός την βάσανον ν’ αυξήσει (33/32) Lo pianto stesso li pianger non lascia,/e'l duol che truova in su li occhi rintoppo,/si volge in entro a far crescer l'ambascia (XXXIII,94-6) ------ και ήτο έργον ευγενές να του φερθώ αγροίκως(33/50) e cortesia fu lui esser villano (XXXIII,150) |
| Τα φλάμπουρα του ρήγα βγαίνουν του άδη (ΛΔ,1) Κείθε προβάλαμε να ξαναδούμε τ’άστρα (ΛΔ,139) |
Του βασιλέως προς ημάς προβαίνουν αι σημαίαι/ του ταρταρίου (34) Vexilla regis prodeunt inferni (XXXIV,1) ------ εξήλθομεν να είδομεν και πάλιν τους αστέρας (34) E quindi usci imo a riveder le stelle (XXXIV,139) |
| (με τη λέξη "άστρα" τελειώνουν και τα τρια μέρη του έργου) |
|
Για άλλα, πιο γαληνά νερά σηκώνει/πανιά το καραβάκι του μυαλού μου,/που τόσο θάλασσα άγρια πίσω αφήνει (Α,1-3) |
Ίνα θαλάσσας του λοιπού γαληνοτέρας πλεύση/του νού μου το πλοιάριο επαίρει τα ιστία/ πόντον τοσούτον άγριον οπίσω του αφίνον (1/1) Per correr miglior acque alza le vele/omai la navicella del mio ingegno/che lascia dietro a se mar si crudele (I,1-3) ------ Noi andavam per lo solingo piano/com'om che torna a la perduta strada/che'nfino ad essa li pare ire in vano (I,118-120) |
σαν οδοιπόροι που λογιούν τη στράτα,/παν με το νου, μα το κορμί τους μένει (Β,11-12) «Έρωτα που μιλάς βαθιά στο νού μου» (Β, 112) |
ως άνθρωποι σκεπτόμενοι ποίαν οδόν να λάβουν/ ων η καρδία προχωρεί, ενώ το σώμα μένει(2/4) come gente che pensa a suo cammino/che va col cuore e col corpo dimora (II,11) ------ Ω των μηδαμινών ψυχών ειμή ως προς την θέαν!/ Τρις όπισθεν των ώμων της συνέζωσα τας χείρας/και τρις επέστρεψα κρατών αυτάς επί του στήθους (2,27) Ohi ombre vane,fuor che ne l'aspetto!/tre volte dietro a lei le mani avvinsi/e tante mi tornai con esse al petto (II,78-81) ------ Ο έρως όστις μ'ομιλεί εκ μέσης της καρδίας (2,38) amor che nella mente mi ragiona (II,112) |
Μου εφάνη από δικού του πικραμένος./ώ πέρφανη συνείδηση, καθάρια/το πιο ελαφρό πώς σε δαγκάνει κρίμα! (Γ,7-9) Πιο βολικός ποιος ξέρει πούθε ο δρόμος…/να τον διαβούν όσοι φτερά δεν έχουν; (Γ,52-54) το χασομέρι όσο και πιο νογάς και πιο βαρύ’ναι (Γ,78) |
Αυτός εκείνον
εαυτόν μ’εφαίνετ’ ονειδίζων./Ώ άσπιλος συνείδησις και πλήρης ευγενείας/ πόσον
μικρόν παράπτωμα σ’έχει πικρά δαγκάσει! (3/3) El mi parea da se stesso rimorso:/o dignitosa coscienza e netta/come t'e picciol fallo amaro morso! (III,7-9) ------ Matto e chi spera che nostra ragione/possa trascorrer la infinita via/che tiene una sustanza in tre persone./State contenti,umana gente,al quia./che se potuto aveste veder tutto/mestier non era parturir Maria (III,34-9) ------ Νυν,τις γιγνώσει ο κρημνός πού μάλλον υπτιάζει…/ ώστε’ ο βαδίζων άπτερος να δυνηθεί ν’ανέλθει; (3/18) Or chi sa da qual man la costa cala/..si che possa salir chi va sanz'ala? (III,52-4) ------ όσον είναι σοφότερος χρονοτριβών πλειότερο λυπείται (3/26) che perder tempo a chi piu sa piu spiace (III,78) |
Όντας πολλή αναγάλλιαση για θλίψη/μια της ψυχής μας δύναμη γιομώσει/σ’αυτή η ψυχή βαθιά βυθίζεται όλη/λες κι αίστηση άλλη πια καμιά δεν έχει/κι αυτό αντιμάχεται την πλάνη, τάχα/πολλές ψυχές εντός μας πως ανάβουν (Δ,1-6)/ κι η νύχτα κιόλας/σκεπάζει με το πόδι το Μαρόκο(Δ,139) |
Οπόταν υπό τέρψεως ή ένεκ΄αλγηδόνων/οίτινες δύναμιν τινά κατέχουν ημετέραν/εξ’ολοκλήρου η ψυχή εις ταύτην συγκεντρούται/ φαίνεται μη προσέχουσα εις δύναμιν ετέραν./ Τούτο δ’εκείνην αναιρεί την εσφαλμένη δόξαν/ότι πολλαί ομού ψυχαί εντός ημών εκλάμπουν (4/1-2) Quando per dilettanze o ver per doglie/che alcuna virtu nostra comprenda/l'anima bene ad essa si raccoglie/par ch'a nulla potenza piu intenda./e questo e contra quello error che crede/ch'un'anima sovr'altra in noi s'accenda (IV,1-6) ------ cuopre la notte gia col pie Morrocco (IV,139) |
Που στοχασμό το στοχασμό σωριάζει,/απ' την ψυχή του το σκοπό μακραίνει./τι η ορμή του ενός τον άλλο ξεθυμαίνει (Ε,16-18) το αδύνατο αν/ δεν κόψει τη βουλή σου (Ε,66) "θυμήσου με κι εμένα που΄μαι η Πία/μ' έκανε η Σιένα, ξέκαμε η Μαρέμμα"(Ε,133) |
καθ’όσον πάντοτ’άνθρωπος, εν τω οποίω σκέψις/βλασταίνει επί σκέψεως, μακρύνει τον σκοπόν του/ διότι η μια την ορμήν της άλλης παραλύει(5/6) che sempre l'omo in cui pensier rampolla/sovra pensier,da se dilunga il segno/perche la foga l'un de l'altro isnolla (V,16-18) ------ Dissilo,alquanto del color consperso/che fa l'uom di perdon talcolta degno (V,20) ------ πλέον αν μη την θέλησιν αδυναμία κόψη (3/23) pur che 'lvoler nonpossa non ricida (V,66) ------- Φερ'εις την μνήμην σου κ'εμέ ήτις καλούμαι Πία/ Η Σιέννα μου'δωκε το φως, η Μαρέμμα το πήρε (Ε,43) "Ricorditi di me, che son la Pia;/Siena mi fe, disfecemi Maremma" ( V,133) |
Σαν του ζαριού τελέψει το παιχνίδι,/ο πού έχασε θλιμμένος μόνος ρίχνει/ξανά ζαριές κι αργά πικρομαθαίνει (ΣΤ,1-3) |
Οπόταν διαλύεται το παίγνιον των κύβων/ο απολέσας κατηφής οπίσω απομένει/παίζων και πάλι τας βολάς και δύσθυμος σπουδάζει (6/1) Quando si parte il gioco de la zara/colui che perde si riman dolente/repetendo le colte,e tristo impara (VI, 1-3) |
|
| |
Πράξη όχι, μα
απραξιά μου μ’έχει κάμει/το μεγαν ήλιο,που ποθάς,να χάσω (Ζ,25) |
Ουχί διότι
έπραξα, αλλά καθό μη πράξας/απώλεσα τον ήλιον τον υψηλόν να ίδω/ον συ ποθείς (7/9) Non per far,ma per non fare ho perduto/a veder l'alto Sol che tu disiri (VII,25) |
|
Του έρωτα δίνει αυτή να νιώσεις πόσο/ βαστά η φωτιά στης γυναικός τον κόρφο, μάτι συχνά για χέρι αν δε συμπαίνουν (Η,76-78) |
Εκ ταύτης δύνασαι ευκόλως να νοήσης/ πόσον το πυρ του έρωτος εις την γυναίκα μένει/ όταν το όμμα κι η αφή συχνά δεν το ανάπτουν (8/26) Per lei assai di lieve si comprende/quando in femmina foco d'amor dura/se l'occhio o 'l tatto spesso non l'accende (VIII,76-8) ------ Cosi dicea,segnato de la stampa/nel suo aspetto,di quel dritto zelo/che misuratamente in core avvampa (VIII,82-4) |
Του Τιθωνού του γέρου η φιλενάδα/στο ανατολίτικο άσπριζε ξωστάρι/του φίλου της τα μπράτσα παρατώντας(η Ηώς) (Θ,1-3) μη σφίγγεις, μόνο αμόλα την καρδιά σου(Θ,48) που πίσω του τηράει,θα γύρει πίσω (Θ,132) |
Του γηραλέου Τιθωνού η σύγκοιτις λευκόχρους/ ήδη προς της Ανατολής επέφωσκε τα άκρα/ του μειλιχίου εραστού αφείσα τας αγκάλας (9/1) La concubina di Titone antico/gia s'imbiancava al balco d'oriente/fuor de le braccia del suo dolce amico (IX,1-3) ------ Ne l'ora che comincia i tristi lai/la rondinella presso a la mattina/forse a memoria de'suo'primi guai/e che la mente nostra,peregrina/piu da la carne e men da'pensier presa/a le sue vision quasi e divina (IX,13-18) ------ Μη σύστελλε αλλ’ εύρυνον απάσας τας δυνάμεις (9,16) non stringer,ma rallarga ogne vigore (IX,48) ------ ότι ο βλέπων όπισθεν επαναστρέφει έξω (9/44) che di fuor torna chi 'n dietro si guata (IX,132) |
Το κατώφλι ως περάσαμε της πόρτας/που αριά η κακιά την ξεκλειδώνει αγάπη,/που κάνει το στραβό να φαίνεται ίσιο (Ι,1-3) δε νιώθετε πως ήμαστε σκουλήκια/να βγει από μας του αγγέλου η πεταλούδα/που στον Κριτή πετάει ξαρματωμένη;/Τι τόσο κοκορεύεται η ψυχή σας;/Δεν είστε παρά κούντουρα μαμούδια/σκουλήκια που λαθεύουν το σκοπό τους (Ι,124-9) |
Αφού δ’εις το κατώφλιον εισήλθομεν της πύλης/ ήν φαύλος έρως των ψυχών εις άχρηστίαν ρίπτει/ διότι την λοξήν οδόν δεικνύει ως ευθείαν (10/1) Poi fummo dentro al soglio de la porta/che 'l mal amor de l'anime disusa/perche fa parer dritta la via torta (X,1-3) ------ come persona in cui dolor s'affretta (X,87) ------ Δεν βλέπετε ότι σκώληκες εσμέν προωρισμένοι/ να γίνωμεν αγγελικαί κατόπιν χρυσαλλίδες/πετώσαι απροστάτευτοι προς την Δικαιοσύνην;/Διατί τάχα υψηλά επαίρεται ο νους σας,/αφού περίπου έντομα εν ατελεία είσθε,/καθώς εκείνοι οι σκώληκες οι μήπω μορφωμένοι; (10/41-43) non v'accorgete voi che noi siam vermi/nati a formar l'angelica farfala/che vola a la giustizia sanza schermi?/Di che l'animo vostro in alto galla/poi siete quasi antomata in difetto/si come vermo in cui formazion falla? (X,124-9) |
πια δε θα
λάμψει, σκέψου, η μέρα ετούτη! (ΙΒ,84) |
αύτη η μέρα,
σκέφθητι, ποτέ δεν θαναλάμψη! (12/28) pensa che questo di mai non raggiorna! (XII,84) |
|
Κράζει σας ο ουρανός στρουφογυρνώντας/τις αιώνιες ομορφιές του να σας δείξει/μα εσάς το μάτι μον’τη γης κοιτάζει (ΙΔ,148-150) |
Σας προσκαλεί
ο ουρανός και στρέφεται τριγύρω/τας αιωνίας καλλονάς αυτού καταδεικνύων/και
όμως, μόνον προς την γην ο οφθαλμός σας βλέπει (14/50) Chiamavi 'l cielo e'ntorno vi si gira/mostrandovi le sue bellezze etterne/e l'occhio vostro pur a terra mira (XIV,148-150) |
|
με χαρά θα βλέπεις, όση σ’ έχει πλασμένο η φύση σου να νιώσεις (ΙΕ,33) |
ηδονήν να έχης καθ΄όσον σε διέπλασεν ευαίσθητον η φύσις (15/11) quanto natura a sentir ti dispuose (XV,33) ------ si che,quantunque carita si stende/cresce sovr'essa l'etterno valore (XV,71-2) ------ Οπότε δε το πνεύμα μου εστράφη προς τα έξω/ενώπιον των αληθών εκτός αυτής πραγμάτων (15/39) Quando l'anima mia torno di fori/a le cose che son fuor di lei vere (XV,115-6) |
Χάθη λοιπόν απ’όλο πια τον κόσμο/κάθε αρετή… / κι η γη γεννάει, γκαστρώνεται το κρίμα (ΙΣΤ,58-60) |
Όλος ο κόσμος αληθώς ερημωμένος είναι από πασών των αρετών…/ και μοχθηρίας έμπλεος κ’επικαλυμμένος (16/20) Lo mondo e ben cosi tutto diserto/d'ogne virtute.../e di malizia gravido e coverto (XVI,58-60) ------ Ben quoi veder che la mala condotta/e la cagion che 'l mondo ha fatto reo/e non natura che 'n voi sia corrotta (XVI,103-5) |
όξω έμεινα βουβός κι εντός μιλούσα (ΙΗ,5) ___________ «Κολλήθηκε η ψυχή μου απά στο χώμα» Ψαλμός 118 (ΙΘ,73) |
εκτός εσίγων
και εντός διελεγόμην (18/2) di fuor tacea,e dentro dicea (XVIII,5) __________________ Προσεκολλήθη τω της γής εδάφει η ψυχή μου (19/25) Adhaesit pavimento anima mea (XIX,73) |
Βουλή πιο
δυνατή νικάει την άλλη (Κ,1) |
κακώς ερίζει θέλησις προς άλλην ανωτέρα (20/1) Contra miglior voler voler mal pygna (XX,1) |
|
τι έτσι γοργά ακλουθούν κλαμός και γέλιο/το πάθος που γεννάει τα, που όσο πιο’σαι/κι αληθινός, τόσο υπακούν πιο λίγο (ΚΑ,106-8) και τηρά με στα μάτια, όπου η ψυχή πιο φανερή’ναι (ΚΑ,111) μιαν αστραπή χαμόγελο έριξέ μου (ΚΑ,114) ...πόση σφοδρή για σε με φλέγει αγάπη/που αλησμονώ την άδεια μας ματαιότη/και παίρνω το σκιανό για στέριο σώμα (ΚΑ,134-6) |
Διότι γέλως και κλαυθμός ακολουθούσι τόσον/ το πάθος όθεν έκαστον πηγάζει, ώστε ήττον/ υπείκουν εις την θέλησιν των ειλικρινεστέρων (21/36) che riso e pianto son tanto seguaci/a la passion di che ciascun si spiecca/che men seguon voler ne'piu veraci (XXI,106-8) ------ και εις τους οφθαλμούς μου ενείδεν/ένθα μάλιστα ο χαρακτήρ εδρεύει(21/37) ne li occhi ove 'lsembiante piu si ficca (XXI,111) ------ σπινθήρα μειδιάματος μοι έδειξεν αρτίως (21/38) un lampeggiar di riso dimostrommi (XXI,114) ------ ..το μέγεθος του έρωτος προς σε με φλέγει/αφού επιλανθάνομαι της ματαιότητός μας/φερόμενος προς τη σκιά καθώς προς αισθητόν τι (21/45) Or puoi la quantitate/comprender de l'amor ch'a te mi scalda/quand'io dismento nostra vanitate/trattando l'ombre come cosa salda (XXI,134-6) |
νοστίμιζεν η πείνα τα βελάνια/κι έκανε η δίψα το νερό νεχτάρι (ΚΒ,148-150) |
δια της
πείνης έκαμνε νοστίμους τους βαλάνους/ και νέκταρ παν ρυάκιον απλώς δια της
δίψης (22/50) fe savorose con fame le ghiande/e nettare con sete ogne ruscello (XXII,148) |
|
Χωρίς
πετράδια οι κόχες δακτυλίδια (ΚΓ,31) |
Τα όμματα
εφαίνοντο δακτύλιοι άνευ λίθων (23/11) Parean l'occhiaie anella sanza gemme (XXIII,31) |
|
Αμόλα το τόξο της λαλιάς το τανυσμένο! (ΚΕ,17-8) |
Χαλάρωσε το τόξον του λόγου όπερ έντονον μέχρι σιδήρου έχεις (25/6) Scocca l'arco del dir.che 'nfino al ferro hai tratto (XXV,17) |
Όμοια στα μαύρα μέσα τους τ' ασκέρια/το ένα μερμήγκι το άλλο ακρομουρώνει/ίσως πού παν να μάθουν και τι βρήκαν (ΚΣΤ,34-36) Ο Αρνώ’μαι εγώ που κλαίγω τραγουδώντας/θλιφτός θωρώ την τρέλα την παλιά μου/μα ελπίζω με χαρά την αύριο μέρα./Παρακαλώ σε, μα την άγια χάρη/που σε οδηγάει ψηλά στο κορφοσκάλι/θυμήσου με στου πόνου μου την ώρα (ΚΣΤ,141-7) |
Ομοίως διερχόμενο το μέλαν αυτών στίφος/ρύγχος με ρύγχος συναντούν οι μήρμυγκες αλλήλους/ίσως δια να μάθωσι τας τύχας και οδούς των (26/12) cosi per entro loro schiera bruna/s' ammusa l' una con l' altra formica,/forse ad espiar lor via e lor fortuna (XXVI,34-36) ------ Είμ’ο Αρνώστος που θρηνώ και πάω τραγουδώντας/ με λύπη μου παρατηρώ ταις περασμέναις τρέλλαις/και με χαρά βλέπω χαρά που γλήγορα ολπίζω./Και τώρα σας περικαλώ στην δύναμιν εκείνην /που αψηλά σας οδηγά εις την κορφή της σκάλας/ να θυμηθήτε και εμέ την ώρα του καϋμού μου(26/48-49) Ieu sui Arnaut,que plor e vau cantan/consiros vei la passada folor/e vei jausen lo joi qu'esper,denan./Ara vos prec per aquella valor/que vos condus al som de l'escalina /sovenha vos a temps de ma dolor" (XXVI,141-7) |
|
τι απ’του βουνού τη φύση χάσαμε όχι/τον πόθο, μον’την μπόρεση του ανέβα (ΚΖ,74-75) |
διότι μας εσύντριψεν του όρους η ποιότης/την δύναμιν προς άνοδον, αλλ’ όχι και τον πόθον (27/25) che la natura del monte ci affranse/la possa del salir piu e 'l diletto (XXVII,74-5) ------ Non aspettar mio dir piu ne mio cenno/libero,dritto e sano e tuo arbitrio/e fallo fora non fare a suo senno:/per ch'io te sovra te corono e mitrio (XXVII,139-142) |
Ως το παιδί σκληρή φαντάζει η μάνα,/τέτοια η Κυρά μου εφάνη. τι πικρή’ναι/της αυστηρής αγάπης πάντα η γεύση (Λ,79-81) |
Ως φαίνεται δ’αγέρωχος
η μήτηρ προς το τέκνον/ούτως εφάνη προς εμέ. διότι της τραχείας φιλοστοργίας
πάντοτε πικρά η γεύσις είναι (30/27) Cosi la madre al figlio par superba/com'ella parve a me.perche d'amaro/sente il sapor de la pietade acerba (XXX,79-81) |
|
Φόβος και σαστιμάρα ομάδι,ανάριο/με κάμαν «ναι» να ξεστομίσω,τόσο/που ν’ακουστεί τα μάτια είχες ανάγκη (ΛΑ,13-15) |
Ο φόβος και η σύγχυσις συνάμα μεμιγμένα/εξώθησαν τοιούτο ναι από του στόματός μου/ ώστ’ ίνα το νοήση τις ομμάτων είχε χρείαν (31/5) Confusione e paura insieme miste/mi pinsero un tal "si"fuor de la bocca/al quale intender fuor mestier le viste (XXXI,13-15) ------ pon giu il seme del piangere e ascolta (XXXI,46) |
Συ γρίκα.κι ως τα λόγια μου σου κρένω/διαλάλησέ τα σε όσους ζουν τη ζήση/που τρέξιμο στο θάνατο λογιέται (ΛΓ,52-54) άξιος, αγνός,ψηλά ν’ανέβω στ’άστρα (ΛΓ,145) |
Σημείωνε. Κι
όπως εγώ τους λόγους τούτους τώρα εκφέρω/άγγειλον αυτούς ομοίους προς τους
ζώντας/τον βίον, όστις φέρεται ταχύς κατά θανάτου (33/18) Tu nota.e si come da me son porte/cosi queste parole segna a'vivi/del viver ch'e un correre a la morte (XXXIII,52-54) ------ και καθαρμένος κι έτοιμος να αναβώ εις τ'άστρα (33/48) Puro e disposto a salire alle stelle (ΧΧΧΙΙΙ,145) |
ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ – IL PARADISΟ
|
Μα όπως συχνά δε σοφιλιάζει η φόρμα/με την κρυμμένη πρόθεση της τέχνης/η ύλη γιατί δεν απαντάει,κουφή’ναι (Α,127-9) |
καθώς το σχήμα/ πολλάκις προς την πρόθεσιν της τέχνης
δεν συνάδει,/ διότι η ύλη είναι κωφή/ κι απόκρισιν δεν δίδει (1/43) Vero e che,come forma non s'accorda/molte fiate a l'intenzion de l'arte/perch'a risponder la materia e sorda (I,127-9) |
|
Ω σεις που σε μικρή μικρή βαρκούλα,/ποθώντας να με ακούστε,ακολουθάτε/το σκάφος μου που τραγουδώντας πλέει (B,1-3) |
Ω σεις,οπόσοι έχετε, σφοδρώς επιθυμούντες/ν'ακροασθήτε, εις μικράν ακολουθήσει λέμβον/κατόπισθεν του ξύλου μου,όπερ προβαίνει άδον (2/1) O voi che siete in piccioletta barca/desiderosi d’ascoltar,seguiti/dietro al mio legno che cantando varca (ΙΙ,1-3) ------ poi dietro ai sensi vedi che la ragione ha corte l'ali (II,56-7) |
Έτσι πρεπό να κρένουν στο μυαλό σας,/που τα χεροπιαστά νογάει μονάχα,/στη νόηση αυτά προτού ν’ανηφορίσουν (Δ,40-2) |
Ούτως αρμόζει προς τον νουν υμών να ομιλώσι/ Διότι
εκ των αισθητών παραλαμβάνει μόνον/ ό,τι κατόπιν άξιον της διανοίας κάμνει
(4/ 13) Cosi parlar conviensi al vostro ingegno/pero che solo da sensato apprende/cio che fa poscia d'intelletto degno (IV,40-2) |
|
Κι απ’ τη θεά που το τραγούδι αρχίζω/το αστέρι ονοματίσαν,που τον ήλιο/ πότε μπροστά κοιτάει και πότε πίσω (Αφροδίτη) (Η,10-12) |
Κ'εκ ταύτης,όθεν την ωδήν αρχίζω,τον αστέρα/ωνόμαζον,όστις γλυκά τον ήλιον κοιτάζει/πότε εμπρός κατάμματα και πότε προς τα νώτα (8/4) e da costei ond'io principio piglio/pigliavano il vocabol de la stella/che 'l sol vagheggia or da coppa or da ciglio (VIII, 10-12) ------ E se 'l mondo la giu ponesse mente/al fondamento che natura pone/seguendo lui,avria buona la gente./Ma voi torcete a la religione/tal che fia nato a cignersi la spada/e fate re di tal ch'e da sermone/ onde la traccia vostra e fuor di strada (VIII,142-8) |
όποιος φτερά δεν κάμει εκεί ν’ανέβει/απ’το βουβό μαντάτα ας περιμένει (Ι,74-5) |
Όστις δεν έχει πτέρυγας επάνω να πετάξη/ εδήσεις
παρά του βωβού εκείθεν ας προσμένη (10/25) chi non s'impenna si che la su voli/dal muto aspetti quindi le novelle (X,74-5) |
|
Ω ανέμυαλες φροντίδες των ανθρώπων/πόσο στραβοί οι συλλογισμοί, που κάτω/ σας κάνουν να χτυπάτε τις φτερούγες! (ΙΑ,1-3) |
Ω άφρων επιμέλεια η των θνητών ανθρώπων/οπόσον είναι
ατελείς οι λογισμοί εκείνοι/όσοι σε κάνουν ταπεινά τας πτέρυγας να πλήττεις!
(11/1) O insensata cura d'mortali/quanto son difettivi silogismi/quei che ti fanno in basso batter l'ali! (XI,1-3) |
|
Γιατί βολές περίσσιες παίρνει η γνώμη/που βιάζεται, πολύ στραβό το δρόμο./και δένουμε, αγαπώντας τη,το νου μας (ΙΓ,118-120) |
και δια τούτο συνεχώς συμβαίνει να εκπίπτη/προς
σφαλεράν διεύθυνσιν η εσπευσμένη γνώμη/κι η φιλαυτία έπειτα το λογικόν
δεσμεύει (13/40) perch'elli'ncontra che piu volte piega/l'oppinion corrente in falsa parte/e poi l'affetto l'intelletto lega (XIII,118-120) |
|
Ο Ένας,οι Δυο κι οι Τρεις που ζουν αιώνια/ και
κυβερνούν συντρεις, συδυό, συνένας/ και,μη χωρώντας πουθενά, τα πάντα χωρούν
(ΙΔ,28-30) |
Ο Εις, ο Δύο και ο Τρεις, ο ζων εις τους αιώνας/ και
βασιλεύων πάντοτε εις Τρεις και Δύω κι Ένα/ ο ουδαμώς περίγραπτος και πάντα
περιγράφων (14/10) Quell'uno e due e tre che sempre vive/e regna sempre in tre e'n due e'n uno/non circunscritto,e tutto circunscrive (XIV,28-30) |
|
με πόσα η αγάπη δόντια σε δαγκάνει (ΚΣΤ,51) |
με πόσα κέντρα σε κεντά εκείνη η αγάπη (26/17) con quanti denti questo amor ti morde (XXVI,51) |
|
αυτή που παραδείσωσε το νού μου (ΚΗ,3) |
ήτις εις τον Παράδεισον εισάγει την ψυχήν μου (28/1) quella che 'mparadisa la mia mente (XXVIII,3) |
|
Μες στο βυθό του αγνάντεψα πως δένει/ σφιχτά, με την αγάπη, σ΄έναν τόμο/ στο σύμπαντο ό,τι αριά φυλλοσκορπιέται (ΛΓ,85-7) |
Και είδον εις τα βάθη του πώς είναι ηνωμένον/ και
δεδεμένον μ’ έρωτα εις εν και μόνον τεύχος/ τουθ’όπερ εν τω σύμπαντι εις
φύλλα διαιρείται (33/29) Nel suo profondo vidi che s'interna/legato con amore in un volume/cio che per l'universo si squaderna (XXXIII,85-7) ------ τον πόθον και την θέλησιν μου έστρεφεν ο Έρως,/ όστις κινεί τον ήλιον και τους λοιπούς αστέρας (33/48) L amor che move il sole e l’atre stelle (ΧΧΧΙΙΙ,145) |
ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ «Ο τετραπέρατος κόσμος»
Μόλις
χωρίστηκα από την Κίρκη […]
[…] τίποτε
δεν αξιώθηκε,
ούτε
του γιου μου η γλυκειά μνήμη, ούτε το
σέβας
για
γέροντα Πατέρα, ούτε το χρέος μου για
αγάπη
που,
αν το ξεπλήρωνα, στην Πηνελόπη
θα
’δινε τη χαρά, τίποτε δεν αξιώθηκε
τη
φλόγα μέσα μου, που μ’ έτρωγε, να
σβήσει,
αυτήν
που μ’ έσπρωχνε τι θα πει κόσμος να
γνωρίσω.
[…]
Αδέλφια
μου, είπα, σεις
που
σμίξατε μαζί μου και τους χίλιους
πόνους
γευθήκατε
και φθάσαμε στη δυτικήν
άκρια
του κόσμου, το λίγο που σας μένει
απ’
τη ζωή, μην αρνηθείτε μιαν ακόμη
πείρα
να λάβετε μαζί μου, πίσω απ’ τον ήλιο
να
μάθουμε τι γίνεται, στον έρημο τον
κόσμο,
που
ψυχή ζωντανή δεν κατοικεί. Για
στοχαστείτε
τη
θεϊκιά σας φύτρα· δεν έχετε πλαστεί
να
ζήσετε σαν κτήνη, μοίρα σας είναι
η
ανδρεία, η γνώση. Τους συντρόφους μου
τα
παρακάλια μου τους λύγισαν, τα λίγα
λόγια
τους
φτέρωσαν για το άγνωστο ταξίδι. Την
πλώρη μας
τότε
τη στρίψαμε κατά που βγαίνει ο ήλιος,
τα κουπιά
στα
χέρια μας φτερά γινήκαν και πετούσαμε
στον
ξέφρενο τον πλου, με τη στεριά ζερβά
μας.
Όλα
τα ξένα αστέρια του άλλου πόλου
φωτίζανε
τις νύχτες μας, και ο Πολικός μας τόσο
χαμηλός
που
άγγιζε τη γραμμή της θάλασσας. Πέντε
φορές
θέριεψε
κι άλλες τόσες εσβήστη της Σελήνης
το
φέγγος, από τη στιγμή που ξεθαρρέψαμε
για
τη μεγάλη πλάνεση. Τότε μπροστά
μας
ορθώθηκε
ένα όρος. Από το μάκρος
που
μας ξεχώριζε φαινόταν σκοτεινό, και όσο
για ύψος,
ποτέ
μου δεν θυμόμουν ψηλότερο να ’χω
αντικρύσει.
Τρελά
χαρήκαμε σαν το είδαμε, μα η αναγάλια
γρήγορα
γύρισε σε θρήνο, γιατί απ’ τη νέα τη
γη
ένα
μπουρίνι ξέσπασε και χτύπησε σκληρά
την
πλώρη μας, τρεις γύρους έκανε στα
κύματα
το
ξύλο μας, μα η τέταρτη ύψωσε την πρύμη
μας,
τότε
που η πλώρη βούλιαζε στον σίφουνα.
Ήταν
βουλή θεού, το κύμα μάς κουκούλωσε,
εκλείστη
η θάλασσα από πάνω μας.[68]
ΣΕΦΕΡΗΣ «Στα 700 χρόνια του Δάντη»
Όταν
αποχωρίστηκα την Κίρκη […] ούτε ο γιος
μου, ούτε ο πατέρας μου, ούτε η Πηνελόπη,
μπόρεσαν να καταπονέσουν τον πόθο που
μ’ έκαιγε για να γίνω έμπειρος του
κόσμου. […]
«Αδέρφια»
είπα «που μ’ εκατό χιλιάδες κινδύνους
φτάσατε στα πέρατα της Δύσης. Σε τούτη
την τόσο μικρήν αγρύπνια των αισθήσεων
που μας απομένει, μη θελήστε ν’ αρνηθείτε
τη γνωριμιά του ακατοίκητου κόσμου πίσω
από τον ήλιο.
Συλλογιστείτε
τη σπορά σας· δεν έχετε πλαστεί για να
ζείτε σαν τα κτήνη, μα για ν’ ακολουθείτε
αρετή και γνώση».
Με
αυτά τα λίγα λόγια παρόξυνα τους
συντρόφους μου για το ταξίδι, τόσο που
δύσκολα μπορούσα πια να τους κρατήσω.
Και,
γυρίζοντας την πρύμη στο πρωί, με τα
κουπιά μας δώσαμε φτερά στο τρελό
πέταγμα, πάντα κερδίζοντας απ’ το ζερβί
πλευρό μας.
Όλα
τ’ αστέρια κιόλας του άλλου πόλου βλέπαν
τη νύχτα, κι ο δικός μας τόσο χαμηλός
που δεν φαίνονταν πια στον πελαγίσιο
κάμπο.
Πέντε
φορές αναμμένο και τόσες σβησμένο, το
φως είχε περάσει κάτω απ’ το φεγγάρι
από τότε που είχαμε μπει στο ύστατο
πέρασμα.
Όταν
μας φανερώθηκε ένα βουνό μουντό από την
απόσταση, τόσο αψηλό μου φάνηκε που δεν
είδα ποτέ μου.
Χαιρόμασταν,
και γρήγορα γυρίσαμε στο κλάμα τι απ’
τη νέα γης γεννήθη ένα μπουρίνι που
χτύπησε το καράβι κατάπλωρα.
Τρεις
φορές το στροβίλισε μ’ όλα τα νερά· την
τέταρτη σήκωσε την πρύμη και πόντισε
την πλώρη, όπως άρεσε σε κάποιον άλλον,
ώσπου η θάλασσα έκλεισε πάνωθέ μας.
Η "θεια κωμωδία" στη μετάφραση του Αντωνιάδου, 1881
https://anemi.lib.uoc.gr/metadata/3/0/2/metadata-312-0000232.tkl




Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου