Δευτέρα 25 Απριλίου 2022

ΔΑΝΤΗΣ: Η ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ (αποσπάσματα σε δυο μεταφράσεις)

 (Ξανα)διάβασα το έπος αυτό μέσα από τρεις μεταφράσεις:

1)Νίκου Καζαντζάκη, εκδ. Καζαντζάκη,2010

2)Γεωργίου Αντωνιάδου,εκδ.1881

3)Βουτσινά και Σταυροπούλου, εκδ. 1894

 Η πρώτη έχει την αξία της, η δεύτερη με γοήτευσε με την καθαρεύουσά της και η τρίτη μου χρειάστηκε για μια καλύτερη κατανόηση του κειμένου, αλλά ο πεζός της λόγος υστερεί.

 Η μετάφραση Καζαντζάκη χωρίζει τα "τραγούδια" με αλφαβητική διάταξη και αριθμεί τους στίχους κανονικά. Η μετάφραση Αντωνιάδου χωρίζει τα "άσματα" με αριθμητική σειρά και τους στίχους σε τετράστιχα. Σε κάθε απόσπασμα αναφέρω το "άσμα" και το στίχο. Κάπου κάπου παραθέτω αποσπάσματα από τα ιταλικά.

 Κριτήριο για την επιλογή των αποσπασμάτων αποτέλεσε η φιλοσοφική και η ποιητική τους - για μένα- αξία. Νομίζω πάντως πως και μόνη η σύγκριση των δυο γλωσσικών... ιδιωμάτων είναι από μόνη της απολαυστική.

Χάριν απλουστεύσεως στη δακτυλογράφηση δεν διατήρησα το πολυτονικό των κειμένων και των δυο βιβλίων. Ας μου συγχωρεθεί... 😟


ΚΟΛΑΣΗ  -  L’INFERNO

μτφ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ


μτφ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ

ή/και  ιταλικό κείμενο

Στο μεσοστράτι απάνω της ζωής μας

σε σκοτεινό πλανέθηκα ρουμάνι

τι’ταν ο δρόμος ο σωστός χαμένος. (πρώτοι στίχοι)

Nel mezzo del cammin di nostra vita

mi ritrovai per una selva oscura

que la diritta via era smarrita

Κι όπως αυτός που με κομμένη ανάσα,

βγαλμένος απ’ το πέλαο στο ακρογιάλι,

γυρνάει και τα’ άγρια τα νερά αγναντεύει.

Όμοια η ψυχή μου, που’ φευγεν ακόμα,

πισωγυρνάει να ξαναδεί το διάβα

που ζωντανό ποτέ του δεν αφήκε. (Α,22-27)

Καθώς δε όστις έφθασε μ’αναπνοήν πιασμένην/ ως την ακτήν να αποβή σωθείς εκ του πελάγους/το πολυκίνδυνον νερόν γυρίζει και κοιτάζει,/ ομoίως ενώ έφευγεν ακόμη η ψυχή μου/ εστράφη την διέξοδον να θεωρήση πάλιν,/ήτις κανένα ζωντανόν δεν άφησε έως τώρα ( 1/8-9)

… όπου ο γήλιος πια σωπαίνει (Α,60)

La, dove ‘l sol tace

Πρεπό μονάχα εκείνα να φοβάσαι

που μπόρεση έχουν τις ψυχές να βλάψουν

όχι και τ’ άλλα. πίφοβα δεν είναι (Β,88-90)

Τα πράγματα οφείλει τις εκείνα να φοβήται/ και μόνα, όσα δύνανται τον άνθρωπον να βλάψουν/ τα άλλα όχι, επειδή επίφοβα δεν είναι (2/30)

«Εγώ οδηγώ προς τη θλιμμένη χώρα,

εγώ προς τον απέθαντο τον πόνο,

εγώ προς τις ψυχές τις κολασμένες»(Γ,1-3)




---------------------------------------------------

Και πίσω του λαός ακλούθαε τόσο

πυκνός,που απίστευτο μου εφάνη τόσες

νάχει ζωές ο χάρος θερισμένες ( Γ,55-57)

--------------------------------------------------

είδα κι απείκασα τον ίσκιο εκείνου

που από αναντριά το μέγα φώναξε όχι! (Γ,59-60

Εγώ ειμί η άγουσα εις την αλγούσα πόλιν

εγώ ειμί η άγουσα εις το αιώνιον άλγος

εγώ ειμί η άγουσα προς τους απολωλότας (3/1)

"Per me si va nella citta dolente

per me si va nell'etterno dolore

per me si va tra la perduta gente"

------------------------------------------

si lunga tratta

di gente, ch'io non averei creduto

che morte tanta n'avesse disfatta.

------------------------------------

che fece per vilta il gran rifiuto

…πόνος πιο τρανός δεν είναι

παρά την ευτυχιά ν’αναθυμάσαι

στη δυστυχιά (Ε,121-3)

Το μέγα μου έκοψε ύπνο μες στα φρένα

βαριά βροντή κι ανατινάχτηκα όλος

σαν άνθρωπος που στανικώς ξυπνάει (Δ,1-3)

------------------------------------

Εδώ, κατά που μπόρουν πια ν'ακούσω,

δεν έκλαιγαν,μον'τόσο αναστενάζαν

που το αιώνιο αγέρι τό' καναν να τρέμει

(Δ,25-27)

μεγαλήτερος δεν είναι άλλος πόνος, παρά να ενθυμήται τις καιρούς ευτυχισμένους εν συμφοραίς (5/41)


Ruppemi l'alto sonno nella testa

un greve truono, si ch'io mi riscossi

come persona ch'e per forza desta.

--------------------------------

Quivi,secondo che per ascoltare,

non avea piante mai che di sospiri

che l'aura eterna facevan tremare

…όσο το πλάσμα και πιο τέλειο

και πιο αναγάλια χαίρεται και πόνο. (ΣΤ,107-8)

καθ΄όσον τελειότερον το ον

κατά τοσούτον την χαράν αισθάνεται και λύπην (6/36)

…απ’ τους λαύρους τάφους

κι απ’ τ’ αψηλά κορφοτειχιά περνούμε (Θ,133)

διέβημεν εν μέσω των υψηλών επάλξεων

και των σκληρών βασάνων. (7/43)

Θαρρώ πως κείνος θάρρεψε πως θάρρουν (ΙΓ, 25)

Lo credo ch’ ei credette ch’io credesse

«Έκαμα εγώ το σπίτι μου κρεμάλα» (ΙΓ,151)

Εγώ παρέσχον εμαυτώ τον οίκον μου αγχόνην (13/50)

«Εγώ’ μαι, και νεκρός και ζώντας, ο ίδιος!» (ΙΔ,51)

Οποίος ήμουν ζωντανός, κι αποθαμμένος είμαι(14/17)

Αν το άστρο σου ακλουθήσεις,

λαμπρό θα φτάσεις σίγουρα λιμάνι (ΙΕ,55-56)

Αν ακολουθείς το άστρο σου δεν δύνασαι

εις ένδοξον λιμένα να μην φτάσεις(15/19)

Και δίκια αναμεσός στα στυφοσούρνα

δε στέκει στη γλυκιά συκιά να ουρμάζει. (ΙΕ,65-66)

διότι μεταξύ αυγαριών αγρίων

 δεν πρέπει να καρποφορεί η γλυκερά συκέα (15/22)

Καλά γρικά που και καλά θυμάται (ΙΕ,99)

Καρπίμως ακροάζεται  ο σημειών τους λόγους (15/53)

Αν τόσο λίγο πάντα σου στοιχίζει

να ευχαριστάς τους άλλους

χαρά σ’ εσέ που λεύτερα έτσι κρένεις!

Μα απ’ τους ζοφούς αυτούς αν φύγεις τόπους

και τα πανώρια ξαναδείς αστέρια

μπορώντας με χαρά να λες: «Επήγα»,

δέξου για μας στον κόσμο να μιλήσεις (ΙΣΤ,79-84)

Αν κατορθώνεις πάντοτε τοσούτον ακινδύνως

τους άλλους να ευχαριστείς, ευδαίμων συ ο ομιλών με τόσην παρρησίαν.

Όθεν εάν τους ζοφερούς εκφύγεις τούτους τόπους/και επιστρέψας τους λαμπρούς αστέρας επανίδεις/ ότε και θέλεις εύθυμος ειπείς «Εκεί υπήρξα»/ περί ημών προς τον λαόν μη λείψης να λαλήσης (16/27-28)

Ζει εδώ η σπλαχνιά μονάχα σαν πεθάνει (Κ,28)

Εδώ ν’ο οίκτος ζωντανός αν όλως αποθάνη (20/10)

κι έκαμε αυτός τον πισινό τρουμπέτα (ΚΑ,139)

Εd egli avea del cul fatto trombetta

Γυαλί μολυβωμένο να’μουν

τ΄οξώθωρό σου εγώ δε θα αντιφέγγουν

τόσο γοργά σαν την εντός θωριά σου (ΚΓ,25-7)

 

και κάτοπτρο να ήμουν, την έξωθεν εικόνα σου/ δεν θάπιανα γοργά σαν την εντός σου(23/9)

το λόγο σου ίσως,

 γιατί’ ταν κάποτε Έλληνες, θ’ αψήφουν (ΚΣΤ,75)

Θ’απαξιώσουν ίσως,/ καθόσον ήσαν Έλληνες, τον λόγον σου ν’ ακούσουν (26/25)

Το ευγενικό σας σπέρμα μην προδώστε/ σεις δεν πλαστήκατε σα ζα να ζείτε/ μα γνώση κι αρετή ν’ ακολουθάτε!   (Ο Οδυσσέας στους ναύτες του-ΚΣΤ, 118-120)

Αναλογίσθητε καλώς οποίων είστε γόνοι

Εσείς δεν εγεννήθητε να ζείτε ως τα κτήνη

αλλά να’ πιδιώκετε την αρετήν και γνώσιν (26/40)

Ώσπου το πέλαο εκλείστη απάνωθέ μας. (ΚΣΤ,142)

Έως επάνωθεν ημών η θάλασσα εκλείσθη (26/47)

Το κλάμα εδώ το κλάψιμο αντικόβει

κι ο πόνος, μπόδιο βρίσκοντας στα μάτια/ στρέφεται εντός ν’ αυξήσει το μαρτύριο (ΛΓ,94-6)

Αυτά τα κλαύματα εδώ δε συγχωρούν το κλαίειν/ κι ο πόνος εις τα όμματα εμπόδιον ευρίσκων/ επαναστρέφ’ εις τα εντός την βάσανον ν’ αυξήσει (33/32)

και ήταν γι’ αυτόν ευγένεια η χωριατιά μου (ΛΓ,150)

και ήτο έργον ευγενές να του φερθώ αγροίκως(33/50)

Τα φλάμπουρα του ρήγα βγαίνουν του άδη (ΛΔ,1)

vexilla regis prodeint inferni

Κείθε προβάλαμε να ξαναδούμε τ’άστρα  ( τελευταίος στίχος)

E quindi usci imo a riveder le stelle

 

 

ΚΑΘΑΡTΗΡΙΟ-PURGATORIO

 

Για άλλα, πιο γαληνά νερά σηκώνει

πανιά το καραβάκι του μυαλού μου,

που τόσο θάλασσα άγρια πίσω αφήνει (Α,1-3)

Ίνα θαλάσσας του λοιπού γαληνοτέρας πλεύση/του νού μου το πλοιάριο επαίρει τα ιστία/ πόντον τοσούτον άγριον οπίσω του αφίνον (1/1)

Στον έρμο κάμπο οδεύαμε, σαν κείνους

που στη χαμένη στράτα αντιγυρίζουν

κι ως να τη βρουν, θαρρούν αδικοτρέχουν (Α,118-120)

Ημείς δε διεβαίνομεν το έρημον πεδίον

ως άνθρωπος που έχασε τον δρόμον κι επιστρέφει/ και μέχρι τούτου θεωρεί ματαίαν την πορείαν (1/40)

σαν οδοιπόροι που λογιούν τη στράτα,

παν με το νου, μα το κορμί τους μένει (Β,11-12)

ως άνθρωποι σκεπτόμενοι ποίαν οδόν να λάβουν/ ων η καρδία προχωρεί, ενώ το σώμα μένει(2/4)

Ώ γίσκιοι ολάδειοι,εξόν απ’τη ματιά μας!

Τρεις γύρα της βολές πετώ τα χέρια,

και τρεις τ’αναγυρνώ αδειανά στα στήθια (Β,78-81)

Ω των μηδαμινών ψυχών ειμή ως προς την θέαν!/ Τρις όπισθεν των ώμων της συνέζωσα τας χείρας/και τρις επέστρεψα κρατών αυτάς επί του στήθους (2,27)

«Έρωτα που μιλάς βαθιά στο νού μου» (Β, 112)

«amor che nella mente mi ragiona”

Μου εφάνη από δικού του πικραμένος.

ώ πέρφανη συνείδηση, καθάρια

το πιο ελαφρό πώς σε δαγκάνει κρίμα! (Γ,7-9)

Αυτός εκείνον εαυτόν μ’εφαίνετ’ ονειδίζων./Ώ άσπιλος συνείδησις και πλήρης ευγενείας/ πόσον μικρόν παράπτωμα σ’έχει πικρά δαγκάσει! (3/3)

 

Αμυάλωτος που ελπίζει πως ο νους μας

μπορεί να νιώσει το άφραστο μυστήριο

που τρεις μορφές κρατάει σε μιαν Ουσία.

Έτσι πως είναι, ανθρώποι, αυτό σας φτάνει.

τι αν όλα εμπόραε ο νους σας να χωρέσει

ανάγκη ποια να κάμει γιο η Μαρία;(Γ,34-39)

Παράφρων είναι ο φρονών ότι το λογικό μας/ισχύει την απέραντον οδόν να διατρέξει/ εφ΄ής έν ον πορεύεται εντός τριών προσώπων.

Μη ζήτει περισσότερα,ώ γένος των ανθρώπων,/διότι αν εδύνασθε να ίδητε τα πάντα,/δεν ήτο χρεία τοκετόν να κάμη η Μαρία (3/12-13)

Πιο βολικός ποιος ξέρει πούθε ο δρόμος…

να τον διαβούν όσοι φτερά δεν έχουν; (Γ,52-54)

Νυν,τις γιγνώσει ο κρημνός πού μάλλον υπτιάζει…/ ώστε’ ο βαδίζων άπτερος να δυνηθεί ν’ανέλθει; (3/18)

το χασομέρι όσο και πιο νογάς και πιο βαρύ’ναι (Γ,78)

όσον είναι σοφότερος χρονοτριβών πλειότερο λυπείται (3/26)

Όντας πολλή αναγάλλιαση για θλίψη

μια της ψυχής μας δύναμη γιομώσει

σ’αυτή η ψυχή βαθιά βυθίζεται όλη

λες κι αίστηση άλλη πια καμιά δεν έχει

κι αυτό αντιμάχεται την πλάνη, τάχα

πολλές ψυχές εντός μας πως ανάβουν (Δ,1-6)

Οπόταν υπό τέρψεως ή ένεκ΄αλγηδόνων

οίτινες δύναμιν τινά κατέχουν ημετέραν

εξ’ολοκλήρου η ψυχή εις ταύτην συγκεντρούται/ φαίνεται μη προσέχουσα εις δύναμιν ετέραν./ Τούτο δ’εκείνην αναιρεί την εσφαλμένη δόξαν

ότι πολλαί ομού ψυχαί εντός ημών εκλάμπουν (4/1-2)

κι η νύχτα κιόλας

 σκεπάζει με το πόδι το Μαρόκο(Δ,139)

η Νυξ την Μαυριτανικήν καλύπτει με τον πόδα (4/46)

Που στοχασμό το στοχασμό σωριάζει,

απ' την ψυχή του το σκοπό μακραίνει.

τι η ορμή του ενός τον άλλο ξεθυμαίνει (Ε,16-18)

καθ’όσον πάντοτ’άνθρωπος, εν τω οποίω σκέψις/βλασταίνει επί σκέψεως, μακρύνει τον σκοπόν του/ διότι η μια την ορμήν της άλλης παραλύει(5/6)

Το είπα, κι ευτύς με σκέπασε το χρώμα

που άξιους μας κάνει κάποτε για σχώριο (Ε,20-21)

Το είπον υπό της χροιάς ολίγον ραντισμένος/ ην ο συγγνώμης άξιος ενίοτε λαμβάνει (57)

το αδύνατο αν δεν κόψει τη βουλή σου (Ε,66)

-----------------------------------

"θυμήσου με κι εμένα που΄μαι η Πία

μ' έκανε η Σιένα, ξέκαμε η Μαρέμμα"

(Ε,133)

πλέον αν μη την θέλησιν αδυναμία κόψη (3/23)

--------------------------------

"Ricorditi di me, che son la Pia;

Siena mi fe, disfecemi Maremma"

Σαν του ζαριού τελέψει το παιχνίδι,

ο πού έχασε θλιμμένος μόνος ρίχνει

ξανά ζαριές κι αργά πικρομαθαίνει (ΣΤ,1-3)

Οπόταν διαλύεται το παίγνιον των κύβων

ο απολέσας κατηφής οπίσω απομένει

παίζων και πάλι τας βολάς και δύσθυμος σπουδάζει (6/1)

«Πάψε μ’ευχές να ελπίζεις ότι οι θεοί θα λυγίσουν» (Βιργίλιος)

“Desine fata Deum flecti sperare precando”

Πράξη όχι, μα απραξιά μου μ’έχει κάμει (Ζ,25)

Ουχί διότι έπραξα, αλλά καθό μη πράξας (7/9)

πόσο βαστά η φωτιά στης γυναικός τον κόρφο, μάτι συχνά για χέρι αν δε συμπαίνουν (Η,76-78)

πόσον το πυρ του έρωτος εις την γυναίκα μένει/ όταν το όμμα κι η αφή συχνά δεν το ανάπτουν (8/26)

Μιλούσε, και το πρόσωπό του εκράταε

του ζυγιασμένου του θυμού τη βούλα

που μετρημένα πιάνει την καρδιά μας (Η,82-84)

Τον τύπον της οργής εκείνης της δικαίας

ήτις εντός των καρδιών θερμαίνεται σωφρόνως (8/28)

Του Τιθωνού του γέρου η φιλενάδα

στο ανατολίτικο άσπριζε ξωστάρι

του φίλου της τα μπράτσα παρατώντας(Η Ηώς-Θ,1-3)

Του γηραλέου Τιθωνού η σύγκοιτις λευκόχρους/ ήδη προς της Ανατολής επέφωσκε τα άκρα/ του μειλιχίου εραστού αφείσα τας αγκάλας (9/1)

Την ώρα που αρχινάει το μοιρολόι

στα ξέφωτα κοντά, το χελιδόνι

θυμούμενο ίσως τα παλιά του πάθη,

κι ο νους πιο λεύτερος πετά απ’τη σάρκα,

λιγότερο στους στοχασμούς πιασμένος,

και λες στα οράματά του προφητεύει (Θ,12-18)

Την ώραν ότε χελιδών να κελαδή αρχίζει

με θλιβερά θρηνήματα πλησίον της πρωΐας

και ότε μάλλον της σαρκός αποδημών ο νους μας/και ήττον κατεχόμενος υπό φροντίδων άλλων/ ωσεί προφήτης γίνεται με τα οράματά του (9/5-6)

μη σφίγγεις, μόνο αμόλα την καρδιά σου(Θ,48)

Μη σύστελλε αλλ’ εύρυνον απάσας τας δυνάμεις (9,16)

που πίσω του τηράει,θα γύρει πίσω (Θ,132)

ότι ο βλέπων όπισθεν επαναστρέφει έξω (9/44)

Το κατώφλι ως περάσαμε της πόρτας

που αριά η κακιά την ξεκλειδώνει αγάπη,

που κάνει το στραβό να φαίνεται ίσιο (Ι,1-3)

Αφού δ’εις το κατώφλιον εισήλθομεν της πύλης/ ήν φαύλος έρως των ψυχών εις άχρηστίαν ρίπτει/ διότι την λοξήν οδόν δεικνύει ως ευθείαν (10/1-3)

υπομονή δεν είχε η θλίψη εντός της (Ι,87)

ως άνθρωπος ού την ψυχήν η αλγηδών επείγει (10/29)

δε νιώθετε πως ήμαστε σκουλήκια

να βγει από μας του αγγέλου η πεταλούδα

που στον Κριτή πετάει ξαρματωμένη;

Τι τόσο κοκορεύεται η ψυχή σας;

Δεν είστε παρά κούντουρα μαμούδια

σκουλήκια που λαθεύουν το σκοπό τους (Ι,124-9)

Δεν βλέπετε ότι σκώληκες εσμέν προωρισμένοι/ να γίνωμεν αγγελικαί κατόπιν χρυσαλλίδες/πετώσαι απροστάτευτοι προς την Δικαιοσύνην;

Διατί τάχα υψηλά επαίρεται ο νους σας,

αφού περίπου έντομα εν ατελεία είσθε,

καθώς εκείνοι οι σκώληκες οι μήπω μορφωμένοι; (10/41-43)

πια δε θα λάμψει, σκέψου, η μέρα ετούτη! (ΙΒ,84)

αύτη η μέρα, σκέφθητι, ποτέ δεν θαναλάμψη! (12/28)

Κράζει σας ο ουρανός στρουφογυρνώντας

τις αιώνιες ομορφιές του να σας δείξει

μα εσάς το μάτι μον’τη γης κοιτάζει (ΙΓ,148-150)

Σας προσκαλεί ο ουρανός και στρέφεται τριγύρω/τας αιωνίας καλλονάς αυτού καταδεικνύων/και όμως, μόνον προς την γην ο οφθαλμός σας βλέπει (13/50)

με χαρά θα βλέπεις, όση σ’ έχει πλασμένο η φύση σου να νιώσεις (ΙΕ,33)

ηδονήν να έχης καθ΄όσον σε διέπλασεν ευαίσθητον η φύσις (15/11)

κι έτσι η ψυχή που πιο ξεχύνει αγάπη

και πιο νογάει τα αιώνια πλούτη εντός της (ΙΕ71-72)

 

ώστε όσο περισσότερο εκτείνει η αγάπη

κι η αιωνία δύναμις συναύξετ’επί ταύτης (15/24)

Σύντας απόξω γύρισε η ψυχή μου

στα πράματα που όξω από αυτή’ναι αλήθεια (ΙΕ,115-6)

Οπότε δε το πνεύμα μου εστράφη προς τα έξω/ενώπιον των αληθών εκτός αυτής πραγμάτων (15/39)

Χάθη λοιπόν απ’όλο πια τον κόσμο

κάθε αρετή… / κι η γη γεννάει, γκαστρώνεται το κρίμα (ΙΣΤ,58-60)

Όλος ο κόσμος αληθώς ερημωμένος είναι από πασών των αρετών…/ και μοχθηρίας έμπλεος κ’επικαλυμμένος (16/20)

κακιά κυβέρνα είναι αφορμή και σάπισεν ο κόσμος,/ κι όχι γιατί μολεύτη η φύση εντός σας (ΙΣΤ,103-5)

κακή λοιπόν διοίκησις…αιτία είναι κ΄έγειναν οι άνθρωποι κακούργοι/ κι όχι ποτέ η εν υμίν διεφθαρμένη φύσις (16/35)

όξω έμεινα βουβός κι εντός μιλούσα (ΙΗ,5)

εκτός εσίγων και εντός διελεγόμην (18/2)

«Κολλήθηκε η ψυχή μου απά στο χώμα» (Ψαλμός 118-ΙΘ,73)

adhoc sit pavimento anima mea

Βουλή πιο δυνατή νικάει την άλλη (Κ,1)

κακώς ερίζει θέλησις προς άλλην ανωτέρα (20/1)

ούτε αστραπές, ούτε ουρανού δοξάρια (η Ίρις-ΚΑ,50)

ούτε αστραπαί, ούτε ποτέ του Θαύμαντος η κόρη (21/17)

τι έτσι γοργά ακλουθούν κλαμός και γέλιο

το πάθος που γεννάει τα, που όσο πιο’σαι

κι αληθινός, τόσο υπακούν πιο λίγο (ΚΑ,106-8)

Διότι γέλως και κλαυθμός ακολουθούσι τόσον/ το πάθος όθεν έκαστον πηγάζει, ώστε ήττον/ υπείκουν εις την θέλησιν των ειλικρινεστέρων (21/36)

και τηρά με στα μάτια, όπου η ψυχή πιο φανερή’ναι (ΚΑ,111)

και εις τους οφθαλμούς μου ενείδεν/ένθα μάλιστα ο χαρακτήρ εδρεύει(21/37)

μιαν αστραπή χαμόγελο έριξέ μου (ΚΑ,114)

...πόση σφοδρή για σε με φλέγει αγάπη

που αλησμονώ την άδεια μας ματαιότη

και παίρνω το σκιανό για στέριο σώμα (ΚΑ,134-6)

σπινθήρα μειδιάματος μοι έδειξεν αρτίως (21/38)

..το μέγεθος του έρωτος προς σε με φλέγει

αφού επιλανθάνομαι της ματαιότητός μας

φερόμενος προς τη σκιά καθώς προς αισθητόν τι (21)

trattando l' ombre come cosa salda

νοστίμιζεν η πείνα τα βελάνια

κι έκανε η δίψα το νερό νεχτάρι (ΚΒ,148-150)

δια της πείνης έκαμνε νοστίμους τους βαλάνους/ και νέκταρ παν ρυάκιον απλώς δια της δίψης (22/50)

Χωρίς πετράδια οι κόχες δακτυλίδια (ΚΓ,31)

Τα όμματα εφαίνοντο δακτύλιοι άνευ λίθων (23/11)

Αμόλα το τόξο της λαλιάς το τανυσμένο! (ΚΕ,17-8)

Όμοια στα μαύρα μέσα τους τ' ασκέρια

το ένα μερμήγκι το άλλο ακρομουρώνει

ίσως πού παν να μάθουν και τι βρήκαν (ΚΣΤ,34-36)

Χαλάρωσε το τόξον /του λόγου όπερ έντονον μέχρι σιδήρου έχεις (25/6)

cosi per entro loro schiera bruna

s' ammusa l' una con l' altra formica,

forse ad espiar lor via e lor fortuna

Ο Αρνώ’μαι εγώ που κλαίγω τραγουδώντας

θλιφτός θωρώ την τρέλα την παλιά μου

μα ελπίζω με χαρά την αύριο μέρα.

Παρακαλώ σε, μα την άγια χάρη

που σε οδηγάει ψηλά στο κορφοσκάλι

θυμήσου με στου πόνου μου την ώρα (ΚΣΤ,141-7)

Είμ’ο Αρνώστος που θρηνώ και πάω τραγουδώντας/ με λύπη μου παρατηρώ ταις περασμέναις τρέλλαις/και με χαρά βλέπω χαρά που γλήγορα ολπίζω./

Και τώρα σας περικαλώ στην δύναμιν εκείνην /που αψηλά σας οδηγά εις την κορφή της σκάλας/ να θυμηθήτε και εμέ την ώρα του καϋμού μου(26/48-49)

"...Ara vos prec per aquella valor

que vos condus al som de l'escalina 

sovenha vos a temps de ma dolor"

τι απ’του βουνού τη φύση χάσαμε όχι

τον πόθο, μον’την μπόρεση του ανέβα (ΚΖ,74-75)

διότι μας εσύντριψεν του όρους η ποιότης

την δύναμιν προς άνοδον, αλλ’ όχι και τον πόθον (27/25)

Λόγο μου πια μην προσδοκάς για γνέμα:

λεύτερη,δίκια,ορθή’ναι η βούλησή σου.

ακλούθα τη πιστά. σε στεφανώνω

κορόνα μίτρα του απατού σου αφέντη (27,139-143)

Μην περιμένεις λόγους μου και νεύματά μου πλέον/θέλησιν έχεις υγιά,ορθήν και ελευθέραν/ και αν δεν πράξης κατ’αυτήν

αμάρτημα θα ήτο/διό και σε επικοσμώ με στέφανον και μίτραν (27/47)

Ως το παιδί σκληρή φαντάζει η μάνα,

τέτοια η Κυρά μου εφάνη. τι πικρή’ναι

της αυστηρής αγάπης πάντα η γεύση (Λ,79-81)

Ως φαίνεται δ’αγέρωχος η μήτηρ προς το τέκνον/ούτως εφάνη προς εμέ. διότι της τραχείας φιλοστοργίας πάντοτε πικρά η γεύσις είναι (20/27)

 

Φόβος και σαστιμάρα ομάδι,ανάριο

με κάμαν «ναι» να ξεστομίσω,τόσο

που ν’ακουστεί τα μάτια είχες ανάγκη (ΛΑ,13-15)

Ο φόβος και η σύγχυσις συνάμα μεμιγμένα

εξώθησαν τοιούτο ναι από του στόματός μου/ ώστ’ ίνα το νοήση τις ομμάτων είχε χρείαν (31/5)

άσε το σπόρο του κλαμού και γρίκα (ΛΑ,45)

κατάθες του δακρύου σου τον σπόρον κι ακροάζου (31/16)

Συ γρίκα.κι ως τα λόγια μου σου κρένω

διαλάλησέ τα σε όσους ζουν τη ζήση

που τρέξιμο στο θάνατο λογιέται (ΛΓ,52-54)

Σημείωνε. Κι όπως εγώ τους λόγους τούτους τώρα εκφέρω/άγγειλον αυτούς ομοίους προς τους ζώντας/τον βίον, όστις φέρεται ταχύς κατά θανάτου (33/18)

άξιος, αγνός,ψηλά ν’ανέβω στ’άστρα (τελευταίος στίχος)

Puro e disposto a salire alle stelle

 

ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ – IL PARADISO

 

Μα όπως συχνά δε σοφιλιάζει η φόρμα

με την κρυμμένη πρόθεση της τέχνης

η ύλη γιατί δεν απαντάει,κουφή’ναι (Α,127-9)

καθώς το σχήμα/ πολλάκις προς την πρόθεσιν της τέχνης δεν συνάδει,/ διότι η ύλη είναι κωφή/ κι απόκρισιν δεν δίδει (1/43)

Ω σεις που σε μικρή μικρή βαρκούλα,

ποθώντας να με ακούστε,ακολουθάτε

το σκάφος μου που τραγουδώντας πλέει (B,1-3)

O voi che siete in piccioletta barca

desiderosi d’ascoltar,seguiti

dietro al mio legno che cantando varca

 

και με τις αίστησές σου

θωράς πως το μυαλό μικρά φτερά’χει (Β,56-7)

αφού ο λόγος βλέπεις,/ ακολουθών την αίσθησιν πτερά βραχέα έχει (2/19)

Έτσι πρεπό να κρένουν στο μυαλό σας,

που τα χεροπιαστά νογάει μονάχα,

στη νόηση αυτά προτού ν’ανηφορίσουν (Δ,40-2)

Ούτως αρμόζει προς τον νουν υμών να ομιλώσι/ Διότι εκ των αισθητών παραλαμβάνει μόνον/ ό,τι κατόπιν άξιον της διανοίας κάμνει (4/ 13)

Κι απ’ τη θεά που το τραγούδι αρχίζω

το αστέρι ονοματίσαν,που τον ήλιο/ πότε μπροστά κοιτάει και πότε πίσω (Αφροδίτη- Η,10-12)

che il Sol vagheggia or da coppa or da ciglio

Κι αν είχαν,κάτω εκεί στη γης,το νου τους/ στα θέμελα που βάζει η φύση,

κι όλοι/ τ’ακολούθουν,πιο καλός ο κόσμος θα΄ταν.

Μα κάνετε όμως σεις καλόγερο όποιον

γεννήθηκε να ζώνεται τη σπάθα

και κάντε βασιλιά το θεολόγο.

και βγήκατε έτσι δα απ’τον ίσιο δρόμο. (Η,142-8)

Και αν εις το θεμέλιον όπερ η φύσις βάλλει/ την προσοχήν επέστηνεν ο κόσμος εκεί κάτω/ ακολουθών αυτήν λαούς θα είχε εναρέτους.

Αλλ’ όμως σεις εκτρέπετε προς την ιερατείαν/ εκείνον όστις να ζωστή το ξίφος εγεννήθη/ και τον καλόν δ’άμβωνα καθίζετ’ επί θρόνου (8/48-49)

όποιος φτερά δεν κάμει εκεί ν’ανέβει

απ’το βουβό μαντάτα ας περιμένει (Ι,74-5)

Όστις δεν έχει πτέρυγας επάνω να πετάξη/ εδήσεις παρά του βωβού εκείθεν ας προσμένη (10/25)

Ω ανέμυαλες φροντίδες των ανθρώπων

πόσο στραβοί οι συλλογισμοί, που κάτω/ σας κάνουν να χτυπάτε τις φτερούγες! (ΙΑ,1-3)

Ω άφρων επιμέλεια η των θνητών ανθρώπων/οπόσον είναι ατελείς οι λογισμοί εκείνοι/όσοι σε κάνουν ταπεινά τας πτέρυγας να πλήττεις! (11/1)

Γιατί βολές περίσσιες παίρνει η γνώμη

που βιάζεται, πολύ στραβό το δρόμο.

και δένουμε, αγαπώντας τη,το νου μας (ΙΓ,118-120)

και δια τούτο συνεχώς συμβαίνει να εκπίπτη/προς σφαλεράν διεύθυνσιν η εσπευσμένη γνώμη/κι η φιλαυτία έπειτα το λογικόν δεσμεύει (13/40)

Ο Ένας,οι Δυο κι οι Τρεις που ζουν αιώνια/ και κυβερνούν συντρεις, συδυό, συνένας/ και,μη χωρώντας πουθενά, τα πάντα χωρούν (ΙΔ,28-20)

Ο Εις, ο Δύο και ο Τρεις, ο ζων εις τους αιώνας/ και βασιλεύων πάντοτε εις Τρεις και Δύω κι Ένα/ ο ουδαμώς περίγραπτος και πάντα περιγράφων (14/10)

με πόσα η αγάπη δόντια σε δαγκάνει (ΚΣΤ,51)

με πόσα κέντρα σε κεντά εκείνη η αγάπη (26/17)

αυτή που παραδείσωσε το νού μου (ΚΗ,3)

ήτις εις τον Παράδεισον εισάγει την ψυχήν μου (28/1)

Μες στο βυθό του αγνάντεψα πως δένει/ σφιχτά, με την αγάπη, σ΄έναν τόμο/ στο σύμπαντο ό,τι αριά φυλλοσκορπιέται (ΛΓ,85-7)

Και είδον εις τα βάθη του πώς είναι ηνωμένον/ και δεδεμένον μ’ έρωτα εις εν και μόνον τεύχος/ τουθ’όπερ εν τω σύμπαντι εις φύλλα διαιρείται (33/29)

η Αγάπη, που τον ήλιο γυρνάει και τ΄άλλα άστρα (τελευταίος στίχος)

L amor che move il sole e l’atre stelle

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου