Τετάρτη 15 Ιουνίου 2022

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ- Μεταφράσεις ξένων ποιημάτων (δίγλωσσα)

 Οι μεταφράσεις του Καρυωτάκη έχουν την προσωπική του σφραγίδα. Δείχνουν πως είναι ποιήματα που θάθελε να είχε ο ίδιος γράψει, και τα μεταφέρει στα ελληνικά με τον προσωπικό του ιδιαίτερο λόγο. Γι' αυτό άλλωστε τα εντάσσει στις συλλογές των ποιημάτων του.


CHALRES BAUDLAIRE “LA VOIX”

Mon berceau s'adossait à la bibliothèque,
Babel sombre, où roman, science, fabliau,
Tout, la cendre latine et la poussière grecque,
Se mêlaient. J'étais haut comme un in-folio.
Deux voix me parlaient. L'une, insidieuse et ferme,
Disait : " La Terre est un gâteau plein de douceur ;
Je puis (et ton plaisir serait alors sans terme !)
Te faire un appétit d'une égale grosseur. "
Et l'autre : " Viens ! oh ! viens voyager dans les rêves,
Au delà du possible, au delà du connu ! "
Et celle-là chantait comme le vent des grèves,
Fantôme vagissant, on ne sait d'où venu,
Qui caresse l'oreille et cependant l'effraie.
Je te répondis : " Oui ! douce voix ! " C'est d'alors
Que date ce qu'on peut, hélas ! nommer ma plaie
Et ma fatalité. Derrière les décors
De l'existence immense, au plus noir de l'abîme,
Je vois distinctement des mondes singuliers,
Et, de ma clairvoyance extatique victime,
Je traîne des serpents qui mordent mes souliers.
Et c'est depuis ce temps que, pareil aux prophètes,
J'aime si tendrement le désert et la mer ;
Que je ris dans les deuils et pleure dans les fêtes,
Et trouve un goût suave au vin le plus amer ;
Que je prends très souvent les faits pour des mensonges,
Et que, les yeux au ciel, je tombe dans des trous.
Mais la Voix me console et dit : " Garde tes songes :
Les sages n'en ont pas d'aussi beaux que les fous ! "


ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η κούνια μου ακουμπούσε στη βιβλιοθήκη, Βαβήλ σκοτεινόν, όπου μυθιστόρημα, επιστήμη, μυθολογία, τα πάντα, η λατινική τέφρα και η ελληνική σκόνη, ανακατευόσαντε. Δεν ήμουν μεγαλύτερος από ένα βιβλίο.

Δυο φωνές μού μιλούσαν. Η πρώτη, ύπουλη και σταθερή, έλεγε: «Η Γη είναι ένα γλύκισμα ωραίο· μπορώ (και η ευχαρίστησή σου θα ’ναι τότε χωρίς τέλος!) να σου δώσω μιαν όρεξη παρόμοια μεγάλη.» Και η δεύτερη: «Έλα! ω, έλα στο ταξίδι των ονείρων, πέρα από το δυνατό, πέρα από το γνωρισμένο!» Και η φωνή αυτή ετραγουδούσε όπως ο άνεμος στις ακρογιαλιές, φάντασμα που κλαυθμυρίζει και κανείς δεν ξέρει πούθε ήρθε, που χαϊδεύει το αφτί κι όμως το τρομάζει. Σου απάντησα: «Ναι! γλυκιά φωνή!»

Από τότε κρατάει αυτό που μπορεί, αλίμονο! να ειπωθεί πληγή μου και πεπρωμένο μου. Πίσω από τις σκηνοθεσίες της απεράντου υπάρξεως, στο μελανότερο της αβύσσου, βλέπω καθαρά κόσμους παράξενους, και, θύμα εκστατικό της οξυδέρκειάς μου, σέρνω φίδια που μου δαγκάνουν τα πόδια. Κι από εκείνο τον καιρό αγαπώ τόσο τρυφερά, καθώς οι προφήτες την έρημο και τη θάλασσα, γελώ στα πένθη και κλαίω στις γιορτές, βρίσκω μια γεύση γλυκιά στο πιο πικρό κρασί, νομίζω πολλές φορές για ψέματα τις αλήθειες, και, με τα μάτια στον ουρανό, πέφτω σε γκρεμούς.

Αλλά η Φωνή με παρηγορεί και λέει: «Κράτησε τα όνειρά σου· οι συνετοί δεν έχουν έτσι ωραία σαν τους τρελούς!»

***********************

GEORGES RODENBACH “EPILOGUE”

C’est l’automne, la pluie et la mort de l’année !
La mort de la jeunesse et du seul noble effort
Auquel nous songerons à l’heure de la mort :
L’effort de se survivre en l’œuvre terminée.

Mais c’est la fin de cet espoir, du grand espoir,
Et c’est la fin d’un rêve aussi vain que les autres :
Le nom du dieu s’efface aux lèvres des apôtres
Et le plus vigilant trahit avant le soir.

Guirlandes de la gloire, ah ! Vaines, toujours vaines !
Mais c’est triste pourtant quand on avait rêvé
De ne pas trop périr et d’être un peu sauvé
Et de laisser de soi dans les barques humaines.

Las ! Le rose de moi je le sens défleurir,
Je le sens qui se fane et je sens qu’on le cueille !
Mon sang ne coule pas ; on dirait qu’il s’effeuille…
Et puisque la nuit vient, — j’ai sommeil de mourir !

   ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Φθινόπωρο είναι, βρέχει,να,και ο χρόνος όλο σβήνει!
Η νιότη σβήνει,σβήνεις,ω προσπάθεια ευγενική,
που μόνο εσέ θα σκεφτούμε πεθαίνοντας, σεμνή
προσπάθεια να περάσουμε και το Έργο μας να μείνει.

Αχ! πάει κι αυτή που μ’ έθρεφεν ελπίδα η πιο μεγάλη·
μάταιο σαν άλλα ονείρατα, τ’ όνειρο πάει κι αυτό.
Όλα περνούν, οι πόθοι μας περνούν, ένα βουητό,
περνούμε τέλος οι ίδιος εμείς για να’ρθουν αύριον άλλοι.

Γιρλάντα η δόξα, εμάδησε κι είναι οι γιορτές φeυγάτες.
Μόνο πικρία μένει σ’ εκείνον που’χε ονειρευτεί
πολύ να μην επέθαiνε και λίγο να σωθεί
και κάπως ναν τον αγαπούν χρόνοι, καιροί διαβάτες!

Αλίμονο! Με ρόδο τον εαυτό μου παρομοιάζω,
με ρόδο που μαραίνεται και γίνεται χλωμό!
Αίμα δεν τρέχει· θα’λεγε κανείς πως φυλλορροώ…
Κι αφού πια τώρα ενύχτωσε, — για θάνατο νυστάζω!

***********************

HEINRICH HEINE “Sie lieben sich beide”

Sie liebten sich beide, doch keiner
Wollt es dem andern gestehn;
Sie sahen sich an so feindlich,
Und wollten vor Liebe vergehn.

Sie trennten sich endlich und sahn sich
Nur noch zuweilen im Traum;
Sie waren längst gestorben,
Und wußten es selber kaum.

(SIE LIEBEN SICH BEIDE)

Αγάπαγαν ο ένας τον άλλονε,

μα δίχως γι’ αυτό να μιλήσουν

Με μίσος αλλάζανε βλέμματα

κι από έρωτα θέλαν να σβήσουν.


Εχώρισαν έπειτα, φύγανε,

μες στ’ όνειρο μόνο ειδωθήκαν

Πεθάνανε πια και δεν έμαθαν:

εμίσησαν ή αγαπηθήκαν;

***********************


JEAN MOREAS “Tu souffres tous les maux”


Tu souffres tous les maux et tu ne fais que rire

De ton lâche destin ;

Tu ne sais pas pourquoi tu chantes sur ta lyre

 Du soir jusqu’au matin.



Poète, un grave auteur dira que tu t’amuses

Sans trop d’utilité ;

Va, ne l’écoute point : Apollon et les Muses

 Ont bien quelque beauté.



Laisse les uns mourir et vois les autres naître,

Les bons ou les méchants,

Puisque tout ici-bas ne survient que pour être

Un prétexte à tes chants.



TU SOUFFRES TOUS LES MAUX…


Ημοίρα σου πάντα σκληρή, μα εσύ, τη δυστυχία

περιφρονείς,αναγελάς,

μέσα στη θύελλα τέρπεσαι, μέσα στην τρικυμία

τη λύρα κρούεις, αντιπερνάς.


Ποιητή, οι άνθρωποι θα’λεγαν πως είναι οι στίχοι σου ένα

παιχνίδι μάταιο, παιδικό.

Μην το πιστεύεις. Έχουνε ο Απόλλωνας για σένα

κι οι Μούσες έπαθλο ιερό.


Άφησε να γεννιούνται αυτού, κοίταξε εκεί να σβήνουν

οι ενάρετοι και οι πονηροί,

αφού όλα γύρω γίνονται μονάχα για να δίνουν

στα ποιήματα σου μια αφορμή!

                                       ***********************

MATHURIN REGNIER “ Epitaphe de Regnier”

J'ai vécu sans nul pensement,

Me laissant aller doucement

A la bonne loi naturelle,

Et si m'étonne fort pourquoi

La mort daigna songer à moi,

Qui n'ai daigné penser à elle.



ΕΠΙΤΑΦΙΟ

Περνούσε η ζωή μου, γλέντι αληθινό,

δίχως μετάνοια μήτε χαλινό,

Τώρα παραξενεύομαι γιατί

ο θάνατος να με συλλογιστεί

που δεν τον συλλογίστηκα ποτέ μου.

***********************


TRISTAN COBRIERE “Petit mort pour rire”


Va vite, léger peigneur de comètes!

Les herbes au vent seront tes cheveux;

De ton œil béant jailliront les feux

Follets, prisonniers dans les pauvres têtes...



Les fleurs de tombeau qu'on nomme Amourettes

Foisonneront plein ton rire terreux...

Et les myosotis,ces fleurs d’ oubliettes…



Ne fais pas le lourd: cercueils de poètes

Pour les croque-morts sont de simples jeux,

Boîtes à violon qui sonnent le creux...

Ils te croiront mort — les bourgeois sont bêtes —

Va vite, léger peigneur de comètes !



ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ’ ΑΣΤΕΙΑ


Φύγε τώρα, κομμωτή κομητών!

Χόρτα στον άνεμο και τα μαλλιά σου.

Φωσφορισμούς θ’αφήνουν τα βαθιά σου

άδεια μάτια, φωλιές των ερπετών.



Κρίνοι, μυοσωτίδες, άνθη των

τάφων, θα γίνουνε μειδίαμά σου

Φύγε τώρα, κομμωτή κομητών!

Δοξάρια σιωπηλά τα κόκαλά σου.



Το βαρύ πια μην κάνεις. Των ποιητών

τα φέρετρα παιχνιδάκια, στοχάσου,

είναι κι αθύρματα νεκροθαπτών.

Φύγε τώρα,κομμωτή κομητών!



***********************


EMILE DESPAX “Ultima”


Il pleut. Je rêve. Et je crois voir,entre les arbres

De la place vide qui luit

Un buste en pierre blance et le socle de marbre.

Mon frère passe et dit: C’est lui.



Mon frère,vous aurez aime les ports,les îles,

Sourtout le ciel, sourtout la mer;

Moi les livres, les vers parfaits,les jours tranquilles.

Et nous aurons beacoup souffert.



ULTIMA


Βρέχει. Ονειρεύομαι. Θαρρώ πλατάνι ναν τη σκέπει,

στο δρόμο εκεί να ορθώνεται,στο φως,

μια προτομή μαρμάρινη. Τ’ αδέρφι μου τη βλέπει

διαβαίνοντας και μουρμουρίζει: “Αυτός”



Θά’ χεις πολύ, αδερφέ, αγαπήσει μόλους και νησιά,

τη θάλασσα περσότερο, τ’αγέρι.

εγώ τα ωραία τραγούδια, τα βιβλία, τη μοναξιά,

Μα θα’χουμε και οι δυο τόσο υποφέρει!


***********************

FRANCIS CARCO “Lettre”


Tu n’ecris plus depuis longtemps.

Que fais-tu dans ta vieille ville,

Dans cette atmosphere tranquille,

Mon ami,qui t’absorbe tant?



Es-tu séduit par la noblesse

D’un obscur labeur quotidien

Ou quel souvenir te retient

Dont la morne douceur te blesse?



Les jours perdus,le temps passé,

L’heure au vieux clocher de l’église,

Et l’hapitude qu’on a prise

De se faire plus efface?



C’est bien toi!quand tu semblais ivre

Du beau tumulte de tes vers!

Le coeur libre et les bras ouverts,

Tu cherchais avant tout a vivre.



O poète, on a méconnu

L’élan de ta force orageuse.

De ta jeunesse aventureuse

Te voila déjà revenu?



Ce soir, sur le couchant, se lève

Une étoile don’t tu suras

Orner le ciel pur de ton rêve.

C’est fini, croise-toi les bras.



ΕΠΙΣΤΟΛΗ


Φίλε μου,

Είναι πολύς καιρός που δεν γράφεις πια. Τι κάνεις μέσα στη μικρή σου πόλη; Στην ήσυχη ατμόσφαιρα τι σε απασχολεί τόσο; Σε θέλγει η ευγένεια της σκοτεινής, καθημερινής δουλειάς ή σε κρατεί και σε πληγώνει η ανάμνησις; Οι χαμένες μέρες, ο καιρός που πέρασε, η ώρα στο παλαιό κωδωνοστάσιο, και η συνήθεια που πήραμε να γινόμαστε πιο αφανείς. Είσαι σύ! Όταν σε μεθούσε η ωραία βοή των στίχων σου, όταν μ’ ελεύθερη καρδιά και χέρια απλωμένα ζητούσες πρώτ’ απ΄όλα να ζήσεις! Ω ποιητή, έχουν παρεξηγήσει την ορμή σου. Από την περιπετειώδη νεότητά σου να που επέστρεψες τώρα. Απόψε στη δύση ανατέλλει ένα άστρο. Μ’ αυτό θα μπορέσεις να στολίσεις τον καθάριο ουρανό του ονείρου σου. Όλα ετελείωσαν. Σταύρωσε τα χέρια.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου