ΠΡΟΣΩΠΑ:
Γούρι Γούρι, Λύκος,
Λευκό Γουρουνάκι,
Κινέζος, Κοιμισμένος
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
(Ένα σκηνικό εξωτερικού χώρου πχ. αγρού
ή λιβαδιού. Ένα μαύρο Γουρουνάκι, ο
Γούρι-Γούρι, εμφανίζεται χαρούμενο με ένα δεμάτι άχυρα στο χέρι.)
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Είμαι τόσο ευτυχισμένο! Επιτέλους μεγάλωσα και θα χτίσω το δικό μου σπίτι. Να,
βρήκα κι αυτά τα άχυρα και νομίζω ότι θα φτιάξω ένα πολύ χαριτωμένο σπιτάκι με
αυτά.
(Εργάζεται τραγουδώντας. )
Μ’ άχυρα
τώρα
σπίτι θα
χτίσω
κι όμορφα τη
ζωή μου
θα ζω
(Το σπιτάκι το αχυρένιο είναι έτοιμο)
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Μα, τι υπέροχο που το έκανα! Είμαι τόσο υπερήφανο για το πρώτο μου σπίτι! Θα
μπω μέσα να το απολαύσω!
(Μπαίνει μέσα την ώρα που εμφανίζεται ο
Λύκος. Αργά και απειλητικά, πλησιάζει το σπίτι).
ΛΥΚΟΣ: Μμμμ!
Μυρωδιά ευτυχίας! ένα νόστιμο γουρουνάκι! (χτυπά
την πόρτα. Μιλά με υποκριτική ευγένεια) Γουρουνάκιιι, άνοιξέ μου μικρό μου,
είμαι η γιαγιά σου…
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Λες ψέματα, δεν είσαι η γιαγιά μου. Όχι,
δεν σου ανοίγω!
ΛΥΚΟΣ:
Άνοιξέ μου με το καλό, πριν θυμώσω και σου ρίξω το σπίτι. Έλα, άνοιξέ μου μικρό
μου μπριζολάκι!
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Δεν είμαι μπριζολάκι και δεν σου ανοίγω!
ΛΥΚΟΣ: Ε,
τότε κι εγώ… θα φυσήξω και το σπίτι σου θα ρίξω!
(Παίρνει ανάσα και φυσά ο Λύκος. Το αχυρένιο
σπιτάκι διαλύεται αμέσως και ο Γούρι-Γούρι τρέχει να κρυφτεί φοβισμένος,
κρατώντας ένα δεμάτι άχυρα που περιέσωσε από τη διαλυμένη του κατοικία.
Κυνηγιούνται από δω, από κει, ώσπου ο Λύκος τον πλησιάζει με το στόμα ανοιχτό
γεμάτος λαχτάρα, αλλά την τελευταία
στιγμή το Γουρουνάκι καταφέρνει να του χώσει μέσα στο στόμα το δεμάτι με τα άχυρα και τρέχει
μακριά. Ο Λύκος μιλά με φωνή πνιγμένη, καθώς προσπαθεί να βγάλει τα άχυρα από
το στόμα του. Μιλά δυσνόητα, και φεύγει, καθώς είναι και μπουκωμένος και
θυμωμένος.)
ΣΚΗΝΗ
ΔΕΥΤΕΡΗ
(Το Γουρουνάκι έρχεται κρατώντας ξύλα.)
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Το αχυρένιο σπιτάκι τελικά ήταν όμορφο, μα δεν ήταν γερό. Αυτή τη φορά θα
φτιάξω το σπιτάκι μου πιο ασφαλές. Ξύλινο. Δεν πρόκειται να το ρίξει ο Λύκος με
το φύσημά του, σίγουρα.
(Καταπιάνεται με το χτίσιμο, σιγοσφυρίζοντας
και τραγουδώντας)
Με ξύλα τώρα
σπίτι θα
χτίσω
κι όμορφα τη
ζωή μου
θα ζω
( Εργάζεται, ώσπου το σπιτάκι το ξύλινο
είναι έτοιμο)
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Αχ, αυτό είναι ακόμη πιο όμορφο! Και σίγουρα πιο γερό από το αχυρένιο. Θα μπω
μέσα να το απολαύσω!
(Μπαίνει την ώρα που εμφανίζεται ο Λύκος.
Χτυπά την πόρτα και μιλά γλοιώδικα. )
ΛΥΚΟΣ:
Γουρουνάκιιι, είμαι η νονά σου, άνοιξέ μου…
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Όχι, δεν σου ανοίγω, δεν είσαι η νονά μου!
ΛΥΚΟΣ: Έλα,
άνοιξέ μου λουκανικάκι μου…
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Δεν είμαι λουκανικάκι, και να φύγεις, γιατί δε σε φοβάμαι. Έφτιαξα ένα γερό ξύλινο
σπιτάκι. Όσο και να φυσήξεις δεν πρόκειται να πέσει.
ΛΥΚΟΣ: (ειρωνικά) Αλήθεια; Δεν θα πέσει αν
φυσήξω; Ε, τότε, μήπως να του ρίξω μια κουτουλιά;
(Και ρίχνει πράγματι μια κουτουλιά στο
σπίτι, το οποίο γκρεμίζεται. Το γουρουνάκι τρέχει πανικόβλητο κρατώντας μια
τάβλα στο χέρι. Ο Λύκος το κυνηγά και τη
στιγμή που το πλησιάζει με το στόμα ανοιχτό, το Γουρουνάκι του χώνει την τάβλα
στο στόμα. Ο Λύκος βγάζει άναρθρες κραυγές, ενώ το Γουρουνάκι καταφέρνει να ξεφύγει και
αυτή τη φορά. Κι ο Λύκος φεύγει θυμωμένος και μπουκωμένος)
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
(Το Γουρουνάκι εμφανίζεται κουβαλώντας μια
πέτρα)
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Ουφ! Αυτή τη φορά θα χτίσω ένα πέτρινο σπίτι! Είναι δύσκολο, οι πέτρες είναι
βαριές, θα κουραστώ, αλλά, θα είναι το πιο σίγουρο και πιο γερό σπίτι που
έφτιαξα ποτέ. Και ο Λύκος δεν πρόκειται με τίποτε να μου το ρίξει.
(Καταπιάνεται με το χτίσιμο του πέτρινου
σπιτιού, αγκομαχώντας αλλά και τραγουδώντας)
Με πέτρες
τώρα
σπίτι θα
χτίσω
κι όμορφα τη ζωή μου
θα ζω
( Εργάζεται σκληρά, ώσπου το πέτρινο όμορφο
σπίτι του είναι έτοιμο.)
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Ουφ! Ίδρωσα. Με πόνεσε η μέση μου. Τα χέρια μου πιάστηκαν, αλλά, το σπίτι μου
είναι τέλειο! Θα μπω μέσα γρήγορα πριν έρθει ο Λύκος. Μέσα δεν θα κινδυνεύω.
(Μπαίνει μέσα στο σπιτάκι. Έρχεται πράγματι
ο Λύκος με τη γνωστή του ψεύτικη ευγένεια και χτυπά την πόρτα)
ΛΥΚΟΣ: Γουρουνάκιιι, άνοιξέ μου, είμαι η
αδερφούλα σου.
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Δεν έχω αδερφή και να φύγεις Λύκε.
ΛΥΚΟΣ: Έλα
καλό μου κεφτεδάκι, άνοιξέ μου
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Δεν είμαι κεφτεδάκι, είμαι ένα προκομένο Γουρουνάκι και δεν σε φοβάμαι, γιατί
έχτισα με κόπο ένα γερό πέτρινο σπίτι που δεν μπορείς να το ρίξεις, όσο κι αν
φυσήξεις, όσο κι αν κουτουλήσεις.
ΛΥΚΟΣ: Χμμμ,
μάλλον έχεις δίκιο. Να μη φυσήξω άδικα και πονέσει ο λαιμός μου. Να μην
κουτουλήσω άδικα και βγάλω καρούμπαλα. Μπορώ όμως να κάνω κάτι άλλο…
(Ο Λύκος φεύγει και επιστρέφει με ένα
κανόνι. Ρίχνει μια κανονιά και το σπίτι γκρεμίζεται αμέσως. Το Γουρουνάκι
τρέχει τρομαγμένο, κρατώντας μια πέτρα από τα ερείπια και ο Λύκος έρχεται
ξοπίσω του. Όταν τον πλησιάζει το Γουρουνάκι του χώνει στο ανοιχτό του στόμα
την πέτρα. Ο Λύκος βρυχάται έξαλλος προσπαθώντας να απαλλαγεί από την πέτρα που
σφήνωσε στο στόμα του)
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Θα φύγω κακέ Λύκε, θα φύγω από δώ! Θα πάρω τη βάρκα του παππού και θα πάω να
ζήσω σε άλλο τόπο, όπου δεν πρόκειται να με βρεις και να μου γκρεμίζεις τα
σπίτια. Θα πάω να βρω αλλού την τύχη μου, μακριά από την κακία σου! Το
μπιφτεκάκι σου σε χαιρετά!
(Το γουρουνάκι φεύγει, ενώ ο Λύκος ωρύεται
με την πέτρα στο στόμα)
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
(Σκηνικό θάλασσας. Γλάροι, κύματα και μια
βαρκούλα με λευκό πανάκι, με το όνομα:
Ελπίδα. Το γουρουνάκι τραγουδά, ενώ περνούν μπροστά του ψάρια, χελώνες και άλλα
ζώα της θάλασσας.)
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Με τη βαρκούλα μου
θα ξεκινήσω
τον κόσμο
γύρω μου
θέλω να δω.
Στις
περιπέτειες
δεν θα λυγίσω
θα βρω τη
δύναμη
να τραγουδώ.
(Ένα λευκό Γουρουνάκι εμφανίζεται στη στεριά
και ο Γούρι-Γούρι από τη βάρκα του φωνάζει χαρούμενος)
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Α, να ένας όμορφος τόπος! Ένα άσπρο γουρουνάκι! Σίγουρα θα γίνουμε φίλοι και θα
με βοηθήσει να φτιάξω τη ζωή μου. Ε! Γουρουνάκιιι! Έρχομαι!
(Αφήνει τη βάρκα και έρχεται στο λευκό
Γουρούνι με χαρά και φιλική διάθεση)
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Γειά σου φίλε μου! Είμαι ένα κατατρεγμένο Γουρουνάκι. Ο Λύκος μου γκρέμισε τρία
σπίτια και αναγκάστηκα να αφήσω τον τόπο μου γιατί κινδύνευα. Μπορώ να μείνω
εδώ μαζί σου, θα με βοηθήσεις;
ΛΕΥΚΟ
ΓΟΥΡΟΥΝΙ: ( Τον κοιτάζει από πάνω ως κάτω
με καχυποψία) Μα… γιατί είσαι τόσο βρώμιμο;
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Δδδεν είμαι βρώμικο…
ΛΕΥΚΟ
ΓΟΥΡΟΥΝΙ: Αφού είσαι μαύρο από τη βρωμιά.
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Α, όχι καλέ, αυτό είναι το χρώμα μου. Είμαι ένα μαύρο γουρουνάκι.
ΛΕΥΚΟ
ΓΟΥΡΟΥΝΙ: Χμμμ, δεν ξέρω, έτσι βρώμικο, δεν μπορώ… Για στάσου…
(Φεύγει και γυρίζει με ένα σφουγγάρι.
Αρχίζει να τρίβει τον Γούρι -Γούρι με αυτό στο πρόσωπο.)
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Μα… τι κάνεις; Μη! Με πονάς!
ΛΕΥΚΟ
ΓΟΥΡΟΥΝΙ: Πρέπει να φύγει η βρωμιά από πάνω σου.
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Σου είπα, δεν είναι βρωμιά, είναι το δέρμα μου μαύρο. Σταμάτα! Μη! Τι με
πέρασες και με τρίβεις έτσι; Κατσαρόλα; Μη!
(Αφού δεν καταφέρνει να τον σταματήσει, ούτε
να τον πείσει ότι το δέρμα του έχει μαύρο χρώμα, απελπισμένος ο Γούρι-Γούρι
ξεφεύγει με δυσκολία από τα χέρια του επίμονου Λευκού Γουρουνιού)
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Α, θα φύγω! Αφού δεν καταλαβαίνεις, θα φύγω! Θα γυρίσω στη βάρκα μου. Θα βρω σε
άλλο τόπο κάποιους που να με καταλάβουν και να με βοηθήσουν.
ΣΚΗΝΗ
ΔΕΥΤΕΡΗ
(Στη θάλασσα, στη βάρκα πάλι. Βγαίνει ο
Ήλιος, ψάρια περνούν, στα κύματα πάνω κάτω. ΄Ωσπου ο Γούρι- Γούρι βλέπει σε μια
στεριά έναν άνθρωπο ξαπλωμένο. Χαρούμενος φωνάζει)
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Να, ορίστε, ένας ήσυχος και καλός άνθρωπος. Αυτός σίγουρα θα με βοηθήσει και ο
τόπος του μου φαίνεται μια χαρά. Ε, καλέ μου άνθρωπε, έρχομαι!
(Ο άνθρωπος ωστόσο κοιμάται του καλού καιρού,
αγκαλιά με ένα μαξιλάρι. Ροχαλίζει για τα καλά.)
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Ε, κύριε! Ξυπνήστε! Εδώ, κοιτάξτε, είμαι ένα Γουρουνάκι, χρειάζομαι τη βοήθειά
σας!
ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΟΣ:
Χρρρρ, ε; Τι; Ποιος; Χρρρρρ.
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Ξυπνήστε καλέ, είμαι ένα κατατρεγμένο Γουρουνάκι. Ο Λύκος μου έριξε τρία σπίτια
και γυρεύω κάπου να μείνω. Ξυπνήστε, σας παρακαλώ!
(Του πέφτει το μαξιλάρι και ο Κοιμισμένος
ξαπλώνει πάνω στο Γουρουνάκι, και το καταπλακώνει. Αυτό ασφυκτιά, παλεύει να
ξεφύγει από το βάρος του, ενώ ο άλλος συνεχίζει να ροχαλίζει. )
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Α!, μα θα με πνίξεις. Δεν είμαι μαξιλάρι! Μη! Με πνίγεις. ( Επιτέλους ξεψεύγει και μονολογεί) Κρίμα! Και νόμιζα ότι εδώ θα
μπορούσα να βρω βοήθεια. Απογοητεύτηκα πάλι. Ο ένας με πέρασε για κατσαρόλα και
με έτριβε, ο άλλος με πέρασε για μαξιλάρι και με πλάκωνε. Θα φύγω! Θα γυρίσω
στη βάρκα μου. Ούτε αυτός ο τόπος είναι για μένα.
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
(Πίσω στη βάρκα. Στα κύματα. Ένα σύννεφο
περνά και ρίχνει βροχή. Η βάρκα ανεβοκατεβαίνει. Ξαναβγαίνει ο Ήλιος. Ώσπου σε
μια στεριά το Γουρουνάκι βλέπει έναν κινέζο. Χαρούμενο αποφασίζει να αράξει τη
βάρκα του)
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Α! Να, ένας άνθρωπος εκεί. Φαίνεται ευγενικός. Α, είναι ένας κινέζος. Θα με
βοηθήσει σίγουρα. Ε! Κινέζε! Έρχομαι!
(Αφήνει τη βάρκα και πλησιάζει αισιόδοξος
τον Κινέζο)
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Γειά σου καλέ μου Κινέζε!
ΚΙΝΕΖΟΣ:
Τσιν τσοννννν τσαν κι! Σαγιονάρα!
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Από όσα είπες μόνο τη σαγιονάρα κατάλαβα. Αλλά, όχι, ευχαριστώ, δεν χρειάζομαι
σαγιονάρες. Έναν τόπο να μείνω χρειάζομαι, μια βοήθεια να ξεκινήσω μια
καινούργια ζωή. Μήπως μπορώ να μείνω
εδώ, μήπως μπορείς να με βοηθήσεις;
ΚΙΝΕΖΟΣ:
Τσααν, κι κο τσουν!
ΓΟΥΡΙ-
ΓΟΥΡΙ: Τώρα, μάλιστα… ( μιλά
συλλαβιστά για να τον καταλάβει ο
κινέζος) Χρειάζομαι βο-ή-θει-α!
ΚΙΝΕΖΟΣ:
Θεία;;
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Όχι, όχι δεν είμαι θεία. Είμαι ένα απελπισμένο γουρουνάκι. ( μιλά συλλαβιστά) Ο Λύκος μου έριξε τρί-α σπί- τια.
ΚΙΝΕΖΟΣ:
Σπίρτα;;
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Αχ, όχι, όχι σπίρτα! Σπί-τια!
ΚΙΝΕΖΟΣ:
Τσιιιιιν γκαιιιιν κουν εεε λι!
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Κάτι για κουνέλι είπε. Μπα, άδικος κόπος δεν καταλαβαινόμαστε. Τι κρίμα. Μάλλον
ούτε εδώ μπορώ να μείνω. Τι βοήθεια μπορεί να μου δώσει κάποιος που δεν
καταλαβαίνει τι του λέω; Νιώθω τόσο
κουρασμένος και απογοητευμένος. Ταξιδεύω στη θάλασσα μέρες πολλές. Δεν αντέχω
πια… Το λευκό γουρουνάκι με σφουγγάριζε, ο κοιμισμένος με πλάκωνε και τούτος ο
κινέζος μου δίνει σαγιονάρα. Πίσω στη βαρκούλα μου. Και μάλλον εκεί θα μείνω
αφού πουθενά δεν βρίσκω βοήθεια.
ΣΚΗΝΗ
ΤΕΤΑΡΤΗ
(Στη βάρκα, στα κύματα πάλι. Βγαίνει το
φεγγάρι και τα αστέρια. Το Γουρουνάκι ταλαιπωρημένο, κοιμάται ήσυχα, καθώς η
βάρκα του ανεβοκατεβαίνει και το νανουρίζει. ΄Ωσπου ξαφνικά ακούει φωνές:
ΛΕΥΚΟ
ΓΟΥΡΟΥΝΙ: Ε! Γουρουνάκι! Βοήθεια! Το ποτάμι πλημμύρισε και μου πήρε το σπίτι!
Βοήθεια!
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Έλα, έλα λευκό Γουρούνι, χωράς στη βάρκα μου. Πάμε να βρούμε μαζί έναν τόπο να
μείνουμε.
(Το Λευκό Γουρούνι μπαίνει κι αυτό στη
βάρκα. Σε λίγο ακούγεται κι άλλη φωνή)
ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΟΣ:
Βοήθεια! Έγινε σεισμός! Το σπίτι μου γκρεμίστηκε, με καταπλάκωσε εκεί που
κοιμόμουν! Δεν έχω πια πού να μείνω.
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Έλα κοιμισμένε, έλα στη βάρκα κι εσύ, χωράς! Έλα μαζί μας να γυρέψουμε ένα τόπο
να μείνουμε.
(Ο Κοιμισμένος μπαίνει κι αυτός στη βάρκα.
Σε λίγο ακούγεται κι άλλη φωνή)
ΚΙΝΕΖΟΣ: Τσιιιιν
κου τσα! Βοήθεια!
ΓΟΥΡΙ-ΓΟΥΡΙ:
Τι έπαθες Κινέζε; Τώρα βλέπω ξέρεις τη λέξη βοήθεια ε; Έλα, έλα κι εσύ στη
βάρκα. Εδώ είμαστε όλοι κατατρεγμένοι. Είμαστε όλοι πρόσφυγες. Θα γυρέψουμε
όλοι μαζί έναν καινούργιο τόπο να ζήσουμε.
(Και οι τέσσερις μαζί στη βάρκα. Τα ψάρια
περνούν, τα κύματα ανεβοκατεβαίνουν.)
ΤΕΛΟΣ
video Unicef: Ο Μαλάκ και η βάρκα
https://youtu.be/2UMjSZaMY2Y
https://www.youtube.com/watch?v=v-KFlAY3S24
Αλκίνοος Ιωαννίδης: Το καρυδότσουφλο: https://youtu.be/vAqDa2-GByU
https://youtu.be/2UMjSZaMY2Y
https://www.youtube.com/watch?v=v-KFlAY3S24
Αλκίνοος Ιωαννίδης: Το καρυδότσουφλο: https://youtu.be/vAqDa2-GByU
Για ένα έμμετρο θεατρικό ιδίου θέματος δες:
http://frosochatoglou.blogspot.gr/2017/02/blog-post.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου