Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2023

RILKE: Οι ελεγείες του Ντουΐνο (ελληνικά-γερμανικά)

 Το Υπαρξιακό Έπος τού Ρίλκε έχει γνωρίσει πολλές μεταφράσεις και αναλύσεις- και δικαίως.

Εδώ, παραθέτω μερικά δίγλωσσα αποσπάσματα, ελληνικά και γερμανικά.  Αποτόλμησα έναν συγκερασμό από τρεις μεταφράσεις: 

1)Δ. Λιαντίνη "Έξυπνον ενύπνιον" εκδ. Λιαντίνη,2006,

 2) Άρη Δικταίου "Εκλογή από το ποιητικό έργο του Ρ.Μ.Ρίλκε" εκδ. Ηριδανός,1957 και 

3)Δ. Γκότση, "Οι ελεγείες του Ντουΐνο, εκδ. αρμός,2000.




Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

DIE ERSTE ELEGIE

Ποιος, εάν κράυγαζα, θα μ’ άκουγε λοιπόν απ’των Αγγέλων τα τάγματα; Κι αν ένας ξάφνου μ’ έπαιρνε πάνω στην καρδιά του, θα χανόμουν από τη δυνατότερη ύπαρξή του. Γιατί η ομορφιά δεν είναι τίποτε άλλο, παρά του τρομερού η αρχή που μόλις αντέχουμε…

Ίσως απομένει σε μας  ένα δέντρο στην πλαγιά να βλέπουμε ολημερίς ξανά και ξανά. Μας απομένει η στράτα τού χτες και η κακότροπη εμμονή σε μια συνήθεια, που της άρεσε κοντά μας κι έτσι έμεινε και δεν έφυγε

Δεν το έμαθες ακόμη; Ρίξε το κενό από την αγκαλιά σου, πέρα,  στους χώρους που ανασαίνουμε. Και τα πουλιά ίσως μ΄ένα αισθαντικότερο πέταγμα την απλωσιά του αγέρα να νιώσουν.

Ναι, οι Άνοιξες σίγουρα σε χρειάστηκαν.

Δεν είναι πια καιρός, από κείνο που αγαπάμε,  αγαπώντας το, να ελευθερωθούμε και τρέμοντας να το ξεπεράσουμε;

ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Κάθε άγγελος είναι τρομερός. Κι όμως, αλίμονό μου, εσάς υμνώ, πουλιά σχεδόν θανάσιμα για την ψυχή, κι ας ξέρω τι σημαίνετε.

Γιατί εμείς, όπου αγαπάμε, γινόμαστε αχνός. Αχ, τον εαυτό μας εξατμίζουμε και σκορπιζόμαστε.

Ω, ανάβλεμμα: νέο, ζεστό,  φευγαλέο της καρδιάς κύμα – αλίμονό μου:  ώστε εμείς είμαστε αυτό. Μας γεύεται λοιπόν το Διάστημα που μέσα του διαλυόμαστε;

ΤΡΙΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Κοίτα, εμείς δεν αγαπάμε, σαν τα λουλούδια, μια εποχή μονάχα. Στα μπράτσα μας, όταν αγαπάμε, ανεβαίνει χυμός αχρονολόγητος. Ω κοπέλα, τούτο, ότι μέσα μας αγαπούμε όχι ένα, ένα ερχόμενο, αλλά αυτό που αναρίθμητα ζυμώνεται… τούτο σε πρόλαβε κοπέλα. 

Ω, σιγά σιγά, κάνε γι’ αυτόν μια αγαπητή, μια καθημερινή δουλειά – κοντά στον κήπο οδήγησέ τον, δώσε του την υπεροχή των νυχτών

Συγκράτησέ τον…

 

ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Όμως εμείς δεν ομονοούμε. Δεν είμαστε εμείς σαν τα αποδημητικά πουλιά συνεννοημένοι.

Όμως εμείς, εκεί που σε Ένα δινόμαστε μονάχα, νιώθουμε κιόλας του άλλου την αξία. Εχθρότης μας είναι το κοντινό.

Ποιος δεν έχει σταθεί με δέος μπροστά στης καρδιάς του την αυλαία;

Κι εσείς,  δίκιο δεν έχω;που μ’ αγαπήσατε μονάχα χάρη στη μικρή αρχή της αγάπης που σας έδωσα, από την οποία πάντα απομακρυνόμουν, γιατί η έκταση της όψης σας μέσα μου, καθώς την αγαπούσα, γλιστρούσε στου κόσμου την έκταση, εκεί που πια δεν υπήρχατε...

 

ΠΕΜΠΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Ώ εσείς, που ένα καημό, τότε που ακόμη ήταν μικρός, δεχτήκατε σαν παιχνίδι, σε μια μακρόχρονη ανάρρωσή του...

Άγγελε! Ω, πάρε, ξερίζωσε αυτό το βοτάνι που για λίγο ανθεί. Πλάσε ένα βάζο και φύλαξέ το! Βάλε το ανάμεσα σε κείνες τις χαρές που ακόμη δεν άνοιξαν για μας. Ύμνησέ το σε υδρία χαριτωμένη με επιγραφή ανθισμένη ορμητική:

“ Των σαλτιμπάγκων το μειδίαμα”

 

EKTH ΕΛΕΓΕΙΑ

Συκιά, καιρό τώρα μου φαίνεται σημαντικό πώς ξεπερνάς όλότελα την άνθησή σου και στον καρπό που έγκαιρα την απόφασή του πήρε, ταπεινά πυκνώνεις το καθαρό σου μυστικό.

...Όμως εμείς αργοπορούμε,αχ, τη δόξα της άνθησης ζητάμε και προδομένοι μπαίνουμε στο παραγινωμένο πυρήνα του τελικού καρπού μας.

 

ΕΒΔΟΜΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Ω,να σαι  κάποτε νεκρός  και άπειρα να γνωρίζεις όλα τα αστέρια: γιατί πώς, πώς, πώς να τα ξεχάσεις!

Μη θαρρείτε πως η μοίρα είναι κάτι περισσότερο από την πυκνότητα των παιδικών χρόνων

Μόνο που ξεχνάμε τόσο εύκολα ό,τι ο γελαστός μας γείτονας δε μας επαίνεσε, ούτε  ζήλεψε. Και θέλουμε φανερά να το υψώσουμε, ενώ η πιο φανερή ευτυχία για πρώτη φορά μάς αποκαλύπτεται όταν εντός μας τη μεταμορφώνουμε.

Πουθενά, αγαπημένη, δε θα υπάρξει Κόσμος, παρά εντός μας.

 

ΟΓΔΟΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Με όλα τους τα μάτια βλέπουν τα πλάσματα το ασύνορο. Μόνο τα δικά μας μάτια σα νάναι ανάποδα κι εντελώς προς τα μέσα στραμμένα σαν παγίδες, γύρω στην ελεύθερη έξοδό τους.

Ό,τι υπάρχει εκεί έξω το γνωρίζουμε μόνο από την όψη του ζώου. Αφού ήδη από νωρίς το παιδί το στρέφουμε ανάποδα, ώστε πίσω του να βλέπει τα Σχήματα και όχι το ασύνορο, που στην όψη του ζώου φαίνεται τόσο βαθύ.

Εμείς ποτέ δεν έχουμε, ούτε μια μέρα, τον καθάριο χώρο, όπου τα λουλούδια ανθίζουν αέναα. Πάντα υπάρχει κόσμος

και Ποτέ Πουθενά χωρίς Δεν.

 Μοίρα ονομάζεται τούτο: να στέκεις απέναντι και τίποτε έξω απ’ αυτό, πάντα απέναντι.

Κι εμείς: θεατές πάντα, πάντοτε, προς όλα στραμμένοι και ποτέ προς τα έξω! Μας κατακλύζει αυτό. Το τακτοποιούμε. Γκρεμίζεται. Το τακτοποιούμε πάλι και γκρεμιζόμαστε εμείς οι ίδιοι.


ΕΝΑΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Μια φορά, μόνο μια φορά. Μία φορά και ποτέ πια. Κι εμείς μόνο μια φορά. Ποτέ ξανά. Όμως αυτή η μια φορά για νάχει υπάρξει, έστω μόνο μια φορά: το να έχει υπάρξει γήινα, μοιάζει αμετάκλητο.

...μα να τα πούμε, κατάλαβέ το, ω για να τα πούμε έτσι, όπως ποτέ τα ίδια τα πράγματα δε στοχάστηκαν στο βάθος τους πως είναι

Στα σφυριά ανάμεσα είναι η καρδιά μας, όπως η γλώσσα ανάμεσα στα δόντια, που όμως υμνολογούσα παραμένει.

 

ΔΕΚΑΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Ω, πώς δίχως ίχνη να αφήσει ένας Άγγελος θα ποδοπατούσε το παζάρι της παρηγοριάς τους, που έχει για σύνορο την έτοιμη αγορασμένη τους εκκλησία: καθαρή και κλειστή και απογοητευμένη σαν Ταχυδρομείο την Κυριακή.

- Ήμαστε κάποτε, του λέει, μια μεγάλη φυλή, εμείς οι Θρήνοι. Οι πατέρες εκμεταλλεύονταν τα ορυχεία εκεί, στα μεγάλα βουνά. Στους ανθρώπους βρίσκεις κάποτε ένα λαξεμένο κομμάτι αρχαϊκού πόνου ή από παλιό ηφαίστειο, πετρωμένο θυμό, σκουριασμένο. Ναι, αυτά κατάγονταν από κει. Άλλοτε ήμαστε πλούσιοι

Κι εμείς,που όλο στο νου μας έχουμε μια ανυψωτική ευτυχία, θα νιώθαμε τη συγκίνηση που σχεδόν μας συγκλονίζει, όταν κάτι ευτυχισμένο πέφτει.

Wer, wenn ich schriee, hörte mich denn aus der Engel Ordnungen? und gesetzt selbst, es nähme einer mich plötzlich ans Herz: ich verginge von seinem stärkeren Dasein. Denn das Schöne ist nichts als des Schrecklichen Anfang, den wir noch grade ertragen...

Es bleibt uns vielleicht irgend ein Baum an dem Abhang, dass wir ihn täglich wiedersähen; es bleibt uns die Straße von gestern und das verzogene Treusein einer Gewohnheit, der es bei uns gefiel, und so blieb sie und ging nicht

Weißt du’s noch nicht? Wirf aus den Armen die Leere zu den Räumen hinzu, die wir atmen; vielleicht da die Vögel die erweiterte Luft fühlen mit innigerm Flug.

Ja, die Frühlinge brauchten dich wohl

 Ist es nicht Zeit, dass wir liebend uns vom Geliebten befrein und es bebend bestehn:

 

 DIE ZWEITE ELEGIE

Jeder Engel ist schrecklich. Und dennoch, weh mir, ansing ich euch, fast tödliche Vögel der Seele, wissend um euch

 Denn wir, wo wir fühlen, verflüchtigen; ach wir atmen uns aus und dahin;

 O Aufschaun: neue, warme, entgehende Welle des Herzens –; weh mir: wir sinds doch. Schmeckt denn der Weltraum, in den wir uns lösen, nach uns?

 

DIE DRITTE ELEGIE

Siehe, wir lieben nicht, wie die Blumen, aus einem einzigen Jahr; uns steigt, wo wir lieben, unvordenklicher Saft in die Arme. O Mädchen, dies: daß wir liebten in uns, nicht Eines, ein Künftiges, sondern das zahllos Brauende...dies kam dir, Mädchen, zuvor.

 O leise, leise, tu ein liebes vor ihm, ein verläßliches Tagwerk, - führ ihn nah an den Garten heran, gieb ihm der Nächte Übergewicht …Verhalt ihn…




DIE VIERTE ELEGIE

Wir sind nicht einig. Sind nicht wie die Zugvögel verständigt.

Uns aber, wo wir Eines meinen, ganz, ist schon des andern Aufwand fühlbar. Feindschaft ist uns das Nächste.

Wer saß nicht bang vor seines Herzens Vorhang?

 Und ihr, hab ich nicht recht, die ihr mich liebtet für den kleinen Anfang Liebe zu euch, von dem ich immer abkam, weil mir der Raum in eurem Angesicht, da ich ihn liebte, überging in Weltraum, in dem ihr nicht mehr wart...

 

 

DIE FüNFTE ELEGIE

Oh ihr, die ein Leid, das noch klein war, einst als Spielzeug bekam, in einer seiner langen Genesungen..

 Engel! o nimms, pflücks, das kleinblütige Heilkraut. Schaff eine Vase, verwahrs! Stells unter jene, uns noch nicht offenen Freuden; in lieblicher Urne rühms mit blumiger schwungiger Aufschrift: “Subrisio Saltat.”.

 

 

DIE SECHSTE ELEGIE

Feigenbaum, seit wie lange schon ists mir bedeutend, wie du die Blüte beinah ganz überschlägst und hinein in die zeitig entschlossene Frucht, ungerühmt, drängst dein reines Geheimnis.

 ... Wir aber verweilen, ach, uns rühmt es zu blühn, und ins verspätete Innre unserer endlichen Frucht gehn wir verraten hinein.

 

DIE SIEBENTE ELEGIE

O einst tot sein und sie wissen unendlich, alle die Sterne: denn wie, wie, wie sie vergessen!

 Glaubt nicht, Schicksal sei mehr, als das Dichte der Kindheit;

 Nur, wir vergessen so leicht, was der lachende Nachbar uns nicht bestätigt oder beneidet. Sichtbar wollen wirs heben, wo doch das sichtbarste Glück uns erst zu erkennen sich giebt, wenn wir es innen verwandeln. 


 Nirgends, Geliebte, wird Welt sein, als innen.

 

 DIE ACHTE ELEGIE

Mit allen Augen sieht die Kreatur das Offene. Nur unsre Augen sind wie umgekehrt und ganz um sie gestellt als Fallen, rings um ihren freien Ausgang


Was draußen ist, wir wissens aus des Tiers Antlitz allein; denn schon das frühe Kind wenden wir um und zwingens, daß es rückwärts Gestaltung sehe, nicht das Offne, das im Tiergesicht so tief ist.

  Wir haben nie, nicht einen einzigen Tag, den reinen Raum vor uns, in den die Blumen unendlich aufgehn. Immer ist es Welt und niemals Nirgends ohne Nicht:

 

Dieses heißt Schicksal: gegenüber sein und nichts als das und immer gegenüber.

 Und wir: Zuschauer, immer, überall, dem allen zugewandt und nie hinaus! Uns überfüllts. Wir ordnens. Es zerfällt. Wir ordnens wieder und zerfallen selbst.

 

 DIE NEUNTE ELEGIE

Ein Mal jedes, nur ein Mal. Ein Mal und nicht mehr. Und wir auch ein Mal. Nie wieder. Aber dieses ein Mal gewesen zu sein, wenn auch nur ein Mal: irdisch gewesen zu sein, scheint nicht widerrufbar

...aber zu sagen, verstehs, oh zu sagen so, wie selber die Dinge niemals innig meinten zu sein.

 Zwischen den Hämmern besteht unser Herz, wie die Zunge zwischen den Zähnen, die doch, dennoch, die preisende bleibt.

 

DIE ZEHNTE ELEGIE

 O, wie spurlos zerträte ein Engel ihnen den Trostmarkt, den die Kirche begrenzt, ihre fertig gekaufte: reinlich und zu und enttäuscht wie ein Postamt am Sonntag.

 - Wir waren, sagt sie, ein Großes Geschlecht, einmal, wir Klagen. Die Väter trieben den Bergbau dort in dem großen Gebirg; bei Menschen findest du manchmal ein Stück geschliffenes Ur-Leid oder, aus altem Vulkan, schlackig versteinerten Zorn. Ja, das stammte von dort. Einst waren wir reich.-

Und wir, die an steigendes Glück denken, empfänden die Rührung, die uns beinah bestürzt, wenn ein Glückliches fällt.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου