ΚΔ 1. Το μακάριο και άφθαρτο ον ούτε το ίδιο έχει προβλήματα
ούτε και σε άλλους προκαλεί. Έτσι δεν οργίζεται με κανέναν και δεν χαρίζεται σε
κανέναν. Γιατί όλα αυτά είναι γνωρίσματα των αδύναμων όντων.
ΚΔ 2. Ένα τίποτα είναι για μας ο θάνατος. Γιατί ό,τι έχει
αποσυντεθεί παύει να αισθάνεται. Και μια κατάσταση αναισθησίας δεν μας αφορά.
ΚΔ 3. Όριο του μεγέθους των ηδονών είναι η εξάλειψη κάθε
πόνου. Όπου υπάρχει ηδονή και για όσο χρόνο συνεχίζει, εκεί δεν υπάρχει σωματικός
πόνος ούτε λύπη στην ψυχή ούτε και τα δυο μαζί.
ΚΔ 4. Ο σωματικός πόνος δεν παραμένει μόνιμα. Ο οξύτατος
πόνος διαρκεί πολύ λίγο. Ενώ κάθε πόνος που απλώς είναι υπέρτερος από τη
σωματική ηδονή, δεν βαστά πολλές μέρες. Και στις μακροχρόνιες αρρώστιες στο
σώμα υπερτερεί η ηδονή παρά ο πόνος.
ΚΔ 5. Είναι αδύνατο να ζήσεις χαρούμενα, αν η ζωή σου δεν
έχει φρόνηση, ομορφιά και δικαιοσύνη. Και είναι αδύνατο να έχει η ζωή σου
ομορφιά, δικαιοσύνη και φρόνηση αν δεν έχει και ηδονή. Όποιος δεν τα διαθέτει
αυτά δεν μπορεί να ζει ευτυχισμένα.
ΚΔ 6. Η εξουσία κι η βασιλεία είναι φυσικά αγαθά, εφ΄όσον
μπορούν πραγματικά να σε εξασφαλίσουν απέναντι στους άλλους ανθρώπους.
ΚΔ 7. Κάποιοι θέλουν να γίνουν ένδοξοι και διάσημοι,
νομίζοντας ότι έτσι θα εξασφαλιστούν απέναντι στους άλλους ανθρώπους. Επομένως,
αν η ζωή τέτοιων ανθρώπων είναι όντως ασφαλής, έχουν αποκτήσει το φυσικό αγαθό.
Αν όμως όχι, τότε δεν έχουν επιτύχει αυτό που για χάρη του κόπιασαν εξ αρχής,
παρακινημένοι από την ίδια τη φύση.
ΚΔ 8. Καμιά ηδονή δεν είναι κακό πράγμα αυτή καθαυτή. Όμως
ορισμένες ηδονές παράγονται με μέσα που επιφέρουν πολύ περισσότερες ενοχλήσεις
παρά ηδονές.
ΚΔ 9. Εάν κάθε ηδονή συμπυκνωνόταν και τοπικά και χρονικά το
ίδιο σ’ όλο μας το σώμα ή τουλάχιστον στα κυριότερα μέρη του, δεν θα ήταν
διαφορετικές μεταξύ τους οι ηδονές. (αποδ.
Θανάσης Γιαπιτζάκης, Μπάμπης Πατζόγλου)
ΚΔ 10. Αν τα πράγματα που φέρνουν τις ηδονές των ασώτων
μπορούσαν να σκορπίσουν τους φόβους για τα ουράνια και το θάνατο και τον πόνο,
κι ακόμη αν μας δίδασκαν τα όρια των επιθυμιών και του πόνου, τότε δεν θα
είχαμε λόγο να κατηγορήσουμε τους άσωτους, που από παντού θα αντλούσαν ηδονές
και τίποτα δεν θα τους προκαλούσε πόνο ή λύπη, δηλαδή αυτά που συνιστούν το
κακό.
ΚΔ 11. Αν δεν μας
παίδευαν οι ανησυχίες για τα ουράνια φαινόμενα και για το θάνατο κι οι υποψίες
μήπως έχουν κάποια σχέση μ’εμάς, κι αν δεν μας παίδευε η αδυναμία μας να
κατανοήσουμε τα όρια του πόνου και της επιθυμίας, τότε δεν θα είχαμε ανάγκη από
τη μελέτη της φύσης.
ΚΔ 12. Δεν μπορεί κανείς να απαλλαγεί από τους φόβους για τα
πιο σημαντικά πράγματα, αν δεν γνωρίζει ποια είναι η φύση του σύμπαντος και
δίνει βάση στους μύθους που λέγονται γι αυτό. Συνεπώς, δεν μπορεί κανείς να
απολαμβάνει ακέραιες τις ηδονές της ζωής, χωρίς τη φυσική επιστήμη.
ΚΔ 13. Δεν ωφελεί σε τίποτα να φροντίζει κανείς για την ασφάλειά του φυλάγοντας τον εαυτό του από
τους ανθρώπους κι από την άλλη να του είναι επίφοβα τα ουράνια ή τα όσα
βρίσκονται κάτω από τη γη και γενικά το άπειρο.
ΚΔ 14. Αν και η ασφάλεια από τους ανθρώπους επιτυγχάνεται ως
ένα βαθμό χάρη στη δυνατότητα να βρίσκει κανείς υποστήριξη και χάρη στον
πλούτο, αληθινή ασφάλεια είναι εκείνη που προέρχεται από την ήσυχη ζωή και την
απομάκρυνση από το πλήθος.
ΚΔ 15. Ο πλούτος που μας αρκεί ώστε να ζούμε σύμφωνα με τη
φύση έχει τα όριά του και αποκτάται εύκολα. Ενώ ο πλούτος που αποζητά η
ανθρώπινη ματαιοδοξία, χάνεται στο άπειρο.
ΚΔ 16. Μικροεμπόδια βάζει η τύχη στο σοφό άνθρωπο. Τα
μεγαλύτερα και τα πιο σημαντικά ζητήματα τα έχει διευθετήσει η λογική του και
σ’ όλη του τη ζωή η λογική θα τα διευθετεί.
ΚΔ 17. Ο δίκαιος είναι ο πιο ατάραχος άνθρωπος ενώ ο άδικος
ζει γεμάτος ταραχή.
ΚΔ 18. Δεν μεγαλώνει η σαρκική ηδονή μόλις πάψει η οδύνη που
φέρνει η στέρηση, απλώς διαφοροποιείται. Ενώ το ανώτατο όριο της πνευματικής
ηδονής καθορίζεται από τη λογική θεώρηση των ίδιων των ηδονών και των πραγμάτων
που σχετίζονται μ’ αυτές και που άλλοτε προξενούσαν τους μεγαλύτερους φόβους
στο μυαλό.
ΚΔ 19. Ο άπειρος χρόνος δεν περιέχει περισσότερη ηδονή από
τον περιορισμένο, αν μετρήσει κανείς με το λογικό τα όρια της ηδονής.
ΚΔ 20. Το κορμί
βέβαια τοποθετεί τα όρια της ηδονής στο άπειρο -και άπειρος είναι και ο χρόνος
που θα χρειαζόταν για να του την προσφέρει. Όμως ο νους που κατανόησε λογικά το
σκοπό και τα όρια του σώματος κι έδιωξε τους φόβους περί αιώνιας ζωής, δίνει
πληρότητα στη ζωή και δεν έχει πια καμία ανάγκη από την αιωνιότητα. Ο λογικός
άνθρωπος ωστόσο δεν αποφεύγει την ηδονή. Κι όταν οι περιστάσεις τον οδηγούν στο
τέρμα της ζωής, δεν φεύγει με την ιδέα ότι η διάνοιά του υπήρξε ελλειπής ως
προς τον άριστο βίο.
ΚΔ 21. Όποιος κατάλαβε ποια είναι τα όρια που θέτει η ζωή,
γνωρίζει πόσο εύκολο είναι να αποκτηθεί ό,τι διώχνει τον πόνο της στέρησης και
κάνει τη ζωή τέλεια στο σύνολό της. Κι έτσι δεν έχει ανάγκη από πράγματα που
αποκτώνται με ανταγωνισμούς.
ΚΔ 22. Πρέπει να αναλογιζόμαστε τον αληθινό σκοπό της ζωής
έχοντας κατά νου όλες εκείνες τις ολοφάνερες μαρτυρίες των αισθήσεων στις
οποίες στηρίζουμε τις απόψεις μας. Ειδάλλως, τα πάντα θα είναι γεμάτα αμφιβολία
και σύγχυση.
ΚΔ 23. Αν αντιμάχεσαι όλες τις αισθήσεις σου, δεν θα έχεις
πλέον τίποτε με βάση το οποίο να κρίνεις ακόμα κι εκείνες τις αισθήσεις που
ισχυρίζεσαι ότι μας εξαπατούν.
ΚΔ 24. Αν απορρίψεις ολότελα μιαν αίσθηση και δεν κάνεις
διάκριση ανάμεσα στη δοξασία σου που ακόμα περιμένει επαλήθευση και σ’ αυτό που
είναι ήδη δεδομένο στις αισθήσεις και στα αισθήματα κι είναι καταγραμμένο στο
νου ως παράσταση, τότε θα φέρεις σύγχυση στις άλλες αισθήσεις σου με την ανόητη
γνώμη σου και θα χάσεις κάθε κριτήριο. Αν πάλι με τις αντικειμενικές σου ιδέες
θεωρήσεις αληθινό, αδιακρίτως και εκείνο που περιμένει την επαλήθευση και
εκείνο που δεν τη χρειάζεται, δεν πρόκειται να αποφύγεις το λάθος, αφού κάθε
κρίση σου σχετικά με το τι είναι σωστό και τι όχι, θα βρίσκεται πάντα υπο
αμφισβήτηση.
ΚΔ 25. Αν σε κάθε περίσταση δεν εναρμονίσεις κάθε τι που
κάνεις με το σκοπό της φύσης αλλά στραφείς από τα πριν σε κάποιο άλλο κριτήριο
είτε για να αποφύγεις είτε για να επιδιώξεις κάτι, τότε οι πράξεις σου δεν θα
συμφωνούν με τη λογική σου.
ΚΔ 26. Οι επιθυμίες που αν δεν ικανοποιηθούν δεν προξενούν
πόνο, δεν είναι αναγκαίες. Εύκολα χάνεται η ορμή τους μόλις φανεί πως η
ικανοποίησή τους είναι δύσκολη ή ότι μπορεί να μας βλάψει.
ΚΔ 27. Απ΄όλα τα αγαθά που παρέχει η Σοφία διασφαλίζοντας
από κάθε άποψη τον ευτυχισμένο βίο, το μέγιστο είναι η απόκτηση φίλων.
ΚΔ 28. Η ίδια η σκέψη, που μας όπλισε με θάρρος πως κανένα
φοβερό πράγμα δεν διαρκεί αιώνια ή έστω για πολύ, μας πείθει και για το ότι στα
καθημερινά πράγματα η ασφάλεια συντελείται πρωτίστως με την φιλία. (αποδ. Λεωνίδας Αλεξανδρίδης)
ΚΔ 29. Άλλες επιθυμίες είναι φυσικές και αναγκαίες, ενώ
άλλες είναι φυσικές, όχι όμως και
αναγκαίες. Κι άλλες, πάλι δεν είναι ούτε φυσικές ούτε αναγκαίες, αλλά
γεννιούνται από τις κενές ιδέες. (Διογ.
Λαέρτιος: Φυσικές και αναγκαίες θεωρεί ο Επίκουρος εκείνες που διώχνουν τον
πόνο, με τον ίδιο τρόπο που το νερό διώχνει τη δίψα. Φυσικές και μη αναγκαίες
είναι εκείνες που απλώς διαφοροποιούν την ηδονή, χωρίς όμως να εξουδετερώνουν
έναν πόνο, όπως λ.χ. τα πολυτελή εδέσματα. Μη φυσικές και μη αναγκαίες
επιθυμίες είναι οι επιθυμίες για στεφάνια δόξας και αγάλματα)
ΚΔ 30. Αυτές από τις φυσικές επιθυμίες, που εάν δεν
ικανοποιηθούν, δεν φέρνουν πόνο, αλλά όμως παραμένει έντονη η αναζήτησή τους,
δημιουργούνται από λάθος δοξασία και δεν διαλύονται όχι εξ αιτίας της φύσεώς
τους, αλλά εξ αιτίας της ματαιοδοξίας του ανθρώπου. (αποδ.
Θανάσης Γιαπιτζάκης, Μπάμπης Πατζόγλου, Αρχοντία Λιοντάκη)
ΚΔ 31. Το φυσικό δίκαιο δεν είναι παρά σύμβαση συμφέροντος
που αποβλέπει στο βλάπτουν και να μη βλάπτονται μεταξύ τους οι άνθρωποι.
ΚΔ 32. Δεν υπάρχει δίκαιο ή άδικο για τα πλάσματα εκείνα που
δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν να μη βλάπτουν και να μη βλάπτονται μεταξύ τους. Το
ίδιο αληθεύει και για τους λαούς που δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να συνάψουν συνθήκες
ώστε οι άνθρωποι να μη βλάπτουν και να μη βλάπτονται μεταξύ τους.
ΚΔ 33. Δικαιοσύνη αυτή καθαυτή δεν υπήρξε ποτέ. Συνθήκη ήταν
πάντα, που κατά τόπους γεννιόταν μέσα από τις αμοιβαίες συναναστροφές των
ανθρώπων και απέβλεπε στο να μη βλάπτουν και να μη βλάπτονται μεταξύ τους.
ΚΔ 34. Η αδικία από μόνη της δεν αποτελεί κακό. Είναι κακό
ως προς το φόβο που ελλοχεύει στο μυαλό αυτού που τη διαπράττει, ότι δεν θα
ξεφύγει από εκείνους που έχουν οριστεί ως τιμωροί αδίκων πράξεων.
ΚΔ 35. Κανένας απ’ αυτούς που κρυφά καταπατούν τα όσα
συμφώνησαν μεταξύ τους οι άνθρωποι ώστε να μη βλάπτουν και να μη βλάπτονται δεν
είναι δυνατό να πιστεύει πως θα μείνει απαρατήρητος, έστω κι αν μέχρι τώρα έχει
ξεφύγει χιλιάδες φορές. Γιατί δεν είναι βέβαιο πως θα ξεφεύγει μέχρι το τέλος.
ΚΔ 36. Γενικά, το δίκαιο είναι το ίδιο για όλους, διότι
υπάρχει κάτι το ωφέλιμο στην κοινωνική τους ζωή. Ανάλογα με την ιδιαιτερότητα
του κάθε τόπου και των συνθηκών του, όποιες και αν είναι αυτές, δεν συμβαίνει
να είναι το ίδιο πράγμα δίκαιο. (αποδ.
Λεωνίδας Αλεξανδρίδης)
ΚΔ 37. Από τα όσα θεωρούνται δίκαια σύμφωνα με το νόμο, θέση
στο χώρο της δικαιοσύνης έχει εκείνο που αποδεδειγμένα ωφελεί όσον αφορά στις
ανάγκες των κοινωνικών σχέσεων – είτε αποβαίνει το ίδιο για όλους είτε όχι. Αν
όμως κάποιος θεσπίσει ένα νόμο που δεν αποβαίνει προς όφελος της κοινωνικής
ζωής, ο νόμος τούτος δεν έχει το φυσικό χαρακτήρα του δικαίου. Αυτό που κατά το
νόμο είναι ωφέλιμο, έστω κι αν κάποτε διαφοροποιείται, για ορισμένο χρονικό
διάστημα βρίσκεται εναρμονισμένο με την έννοια του δικαίου. Και δεν παύει, για
εκείνο ακριβώς το διάστημα, να θεωρείται δίκαιο από όσους δεν ταράζονται από
κούφια λόγια και δεν χάνουν από το βλέμμα τους την πραγματικότητα.
ΚΔ 38. Όποτε φάνηκε ότι, χωρίς να υπάρχουν μεταβολές στις
κοινωνικές συνθήκες, δεν ταίριαζαν αυτά που θεωρούνται δίκαια στην πρακτική
εφαρμογή τους, τότε έπαψαν αυτά να είναι δίκαια. Και όποτε υπήρξαν νέες
κοινωνικές συνθήκες, ακόμα και τότε, δεν υπήρχε πιθανότητα να εφαρμοστούν αυτά
τα δίκαια. Και ήταν αυτά δίκαια, όταν υπήρχε αποτέλεσμα στην κοινωνική ζωή των
συμπολιτών μεταξύ τους. Και δεν έφερναν αποτέλεσμα, όταν αυτά δεν ήταν πλέον
δίκαια. (αποδ. Θανάσης Γιαπιτζάκης ,Μπάμπης Πατζόγλου)
ΚΔ 39. Αυτός που
φρόντισε με άριστο τρόπο για την ασφάλειά του από τους εξωτερικούς
εχθρούς, αυτά μεν που μπορούσε, τα έκανε φιλικά προς αυτόν, αυτά όμως που δεν
μπορούσε, δεν τα έκανε εχθρικά τουλάχιστον. Για όσα δε ούτε αυτό του ήταν
δυνατόν να κάνει, αποστασιοποιήθηκε, και απομάκρυνε από κοντά του όσα έτσι
συνέφερε να κάνει. (αποδ. Αρχοντία
Λιοντάκη)
ΚΔ 40. Όσοι τα κατάφεραν ώστε να μην έχουν να φοβούνται
απολύτως τίποτα από τους συνανθρώπους των, έζησαν μαζί τους υπέροχα, έχοντας
εξασφαλίσει την πιο σίγουρη εγγύηση. Και ενώ απόλαυσαν την οικειότητα στην
πληρέστερη μορφή της, δεν οδύρονται για τον πρόωρο χαμό κάποιου σαν να ήταν
αξιολύπητος ο νεκρός.
Πράγματι σπουδαίος και (γι αυτό;) τόσο συκοφαντημένος, παρεξηγημένος, παραμερισμένος.
ΑπάντησηΔιαγραφήσυμφωνώ απολυτά
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπαγγελματικός Οδηγός Ελλάδος