Εκδόσεις Χατζηνικολή, 1986
(Έκανα μια επιλογή από τα σχόλια της Γιουρσενάρ πάνω στην αρχαία ποίηση και τους ποιητές μας, γιατί με εντυπωσίασε η ευφυία και ο σεβασμός που ανέδυαν, για κάτι που εμείς οι ίδιοι μάλλον αγνοούμε στο σύνολό του... Φ.Χ.)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
- Μια μετάφραση που έχω κάνει μόνο για μένα. Τις μεταφράσεις των αρχαίων ελληνικών ποιημάτων που θα διαβάσουμε, ως ένα σημείο τις έγραψα για την καθαρά προσωπική μου απόλαυση και αυτό στην πιο ακριβόλογη κυριολεξία, χωρίς δηλαδή να με είχε ποτέ απασχολήσει το αν θα δημοσιεύονταν ποτέ ή όχι. Το ίδιο και τα λιγόλογα ή μακροσκελή σημειώματα που προλογίζουν αυτές τις μεταφράσεις και που στην αρχή δεν ήταν παρά οι πληροφορίες που συγκέντρωνα ή οι εκτιμήσεις που επιχειρούσα μόνον για μένα. Όταν μετέφραζα αυτά τα ποιήματα ή αυτά τα αποσπάσματα, ουσιαστικά δεν διέφερα από τους αλλοτινούς ζωγράφους που ζωγράφιζαν πάνω σε αρχαϊκά πρότυπα ή σχεδίαζαν πίνακες παλαιότερών τους δασκάλων για να μπουν πιο βαθιά μέσα στα μυστικά της τέχνης τους, ή από τον συνθέτη που αραιά και που ξαναδουλεύει κάποιο κομμάτι του Μπαχ ή του Μόζαρτ, για ν' αντλήσει απ' αυτό απόλαυση και πλούτο.
- Δώδεκα αιώνες και κάπου εκατόν δέκα ποιητές. Η επιλογή που ακολουθεί ανοίγει με τον θαυμαστό κώμο (στο πρωτότυπο ακούγεται καθαρά) των ποιητών της Ιωνίας του 7ου και του 6ου αιώνα, πολύλαλο και αρμονικό τραγούδι πουλιών. Κλείνει με μερικούς ποιητές των χρόνων του Ιουστινιανού
Η επιλογή ανοίγει με τον θαυμαστό κώμο των ποιητών της Ιωνίας του 7ου και του 6ου αιώνα, πολύλαλο και αρμονικό τραγούδι πουλιών. Κλείνει με μερικούς ποιητές των χρόνων του Ιουστινιανού.
Από το πρελούδιο ως τον επίλογο, δώδεκα περίπου αιώνες, από τον πρώτο αρχαϊκό Παρθενώνα ώς την Άγια Σοφιά, και κάπου τριάντα έξι γενιές μετακινούνται και αλλάζουν για να παγιώσουν τελικά μέσα απ’ αυτήν τη ρευστότητα μια εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα σε τραγούδι και γραπτή ποίηση , ανάμεσα σε φύση και πολιτεία, ανάμεσα στην πίστη προς τους θεούς και τον σκεπτικισμό, ανάμεσα στην παθιασμένη λαχτάρα για τη ζωή και τα πικρά ερωτήματα γύρω από τη ζωή.
Ο χρόνος: όσο κι αν είναι μακρύς ας μη λησμονούμε ότι καλύπτει λιγότερο από το ένα τρίτο του χρόνου στον οποίο τα ελληνικά ήταν και είναι ακόμα μια ζωντανή γλώσσα.
Οκτώ αιώνες θα τους διαδέχονται οι υπομονετικοί καλλιγράφοι που θ’αντιγράφουν αρχαία χειρόγραφα, εκείνα τουλάχιστον που γλύτωσαν από τη μοναστική λογοκρισία, οι συγγραφείς των “καλών πρότυπων” του παλιού καιρού ενώ δημοτικές ποιήσεις με διαφορετικό άρωμα θα βλασταίνουν και θα θεριεύουν στον ίσκιο της μεγάλης μισόξερης βελανιδιάς.
Ο χώρος: έχομε συνηθίσει να βλέπομε μικρή την Ελλάδα. “Μικρή και ιερή” λέει ο Κοκτώ… Αλλά πέρα από αυτή την καθαυτή Ελλάδα, θα πρέπει να έχομε στο νου την απέραντη εκείνη ελληνική αυτοκρατορία, που ανάλογα με τις εποχές οργανωνόταν, θέριευε ή συμπτυσσόταν, και όπου εμίλησαν και σκέφτηκαν ελληνικά.
Στην πραγματικότητα, ο εκπληκτικός πλούτος της Ελλάδας και της ποίησης που μας άφησαν οι Έλληνες οφείλεται στο γεγονός ότι σ’αυτή βιώθηκαν οι πιο διαφορετικές εμπειρίες από τις οποίες οι ποιητές της κατέγραψαν ένα σημαντικό μέρος.
Η φλόγα της Σαπφούς διαφέρει από το ανάλαφρο μεθύσι του Ανακρέοντα, η γλυκύτητα του Σόλωνα δεν έχει σχέση ούτε με την αυστηρότητα του Θέογνη ούτε με τη λάμψη του Πίνδαρου. Η τριάδα Αισχύλος-Σοφοκλής-Ευριπίδης αναλύεται σε τρια πλάσματα όσο το δυνατόν πιο διαφορετικά μεταξύ τους, που το καθένα με τον τρόπο του, απασχολούσαν τα ίδια μεγάλα προβλήματα: το ανθρώπινο πλάσμα αντιμέτωπο με την τάξη ή την αταξία του σύμπαντος, η δικαιοσύνη αντιμέτωπη με την εκδίκηση, ο άγραφος Νόμος αντιμέτωπος με το κράτος, ή πολύ πιο απλά, το πώς θα έγραφαν ένα καλό έργο για τα Μεγάλα Διονύσια.
Όσο κι αν το τονίσουμε ποτέ δεν θα γίνει απόλυτα συνειδητό το πόσο αυτά τα μεγάλα έργα του παρελθόντος έφθασαν μέχρις εμάς χάρη σε μερικά χειρόγραφα αντίγραφα, πάντα μεταγενέστερα από την εποχή όπου ανθούσε ο ποιητής τους, σχεδόν πάντοτε λιγοστά, μερικές φορές μοναδικά, πάντα παραποιημένα από τις παραλείψεις ή τις απροσεξίες του αντιγραφέα, εκτεθειμένα σε όλους τους δυνατούς κινδύνους, από τα ποντίκια και τη μούχλα ώς τους μεταγραφείς και την πυρά.
Μας συναρπάζει το πόσο όμοια γίνονται και ξεγίνονται τα μεγάλα θέματα και οι μεγάλες μορφές της ποίησης σ’αυτούς τους δώδεκα αιώνες… Την ποίηση που τραγουδιέται ή ψάλλεται, διαδέχεται η ποίηση που διαβάζεται ή απαγγέλλεται.
Στην ίδια αυτή ταραγμένη από το πάθος εποχή, όπως και πριν απ’αυτήν έχουμε την παιδεραστική επιθυμία και το παιδεραστικό παιχνίδι, θέματα που θα διατηρηθούν στη λογοτεχνία μέχρις ότου ήθη καταπιεστικά υποχρεώσουν τον ποιητή να σωπάσει για μερικούς αιώνες.
Ο σεβασμός με τον οποίον περιβάλαν οι Έλληνες τις ποιήτριές τους, τη Σαπφώ ιδιαίτερα και αργότερα τις φίλες και τις μαθήτριες των φιλοσόφων, δείχνει πως η ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης υπήρχε για τη γυναίκα, άλλο αν ήταν λίγες οι γυναίκες που μπόρεσαν ή θέλησαν να την πάρουν.
Αληθινοί ή ψεύτικοι, και από μια έννοια όλα είναι αληθινά, οι θεοί γίνονται αισθητοί μέσα από τον έρωτα, την ελπίδα ή το φόβο που εμπνέουν, φορές μάλιστα μέσα από την επιθυμία, σ΄έναν κόσμο όπου η ένωση ανάμεσα σε θνητούς και θεϊκά πρόσωπα πιστευότανε δυνατή, ως και συχνή στις αρχές του χρόνου… Υπάρχει, θα λέγαμε, μια ανισότητα θέσης και μια ενότητα φύσης ανάμεσα σε θεό και άνθρωπο… Αλλά αυτό το πλησίασμα έμελλε να’ναι περαστικό. Αυτοί οι υπερβολικά κοντινοί μας θεοί θα έχαναν κατά κάποιο τρόπο την τρομακτική τους θεϊκιά ανευθυνότητα: κρινόμενοι σαν άνθρωποι, και από ανθρώπους, ορισμένες τους συμπεριφορές θα έμεναν ανεξήγητες.
Οι συγγένειες με την ανατολική σκέψη κινδυνεύουν να ενοχλήσουν τα πνεύματα που συνηθίζουν να βλέπουνε την Ελλάδα σαν ένα σφραγιστό κιούπι. Αλλά ας μην ξεχνάμε πως αν η αρχαία Ελλάδα είναι για μας το ακρότατο άκρο μιας Ευρώπης τότε βυθισμένης λίγο πολύ στο σκοτάδι, οι Γιαβάνας (έτσι ονόμαζαν τους Ίωνες οι Ινδοί) αντιπροσώπευαν αντίθετα την απώτατη παρυφή της Ασίας… Είμαστε αναγκασμένοι να διαλέξουμε ανάμεσα σε μια διαπίστωση πως θα πρέπει να έγιναν διεισδύσεις μέσα από κανάλια που δεν γνωρίζομε αλλά που ήταν πολύ αρχαιότερα από την πολυθρύλητη εκστρατεία του Αλεξάνδρου, και σε μια υπόθεση πως το ανθρώπινο πνεύμα έχει την ιδιότητα να χτίζει, αυθόρμητα, σε διαφορετικά σημεία του χώρου και του χρόνου, σχεδόν ταυτόσημες νοητικές δομές, πράγμα που κι αυτό παρουσιάζει τις δυσκολίες του.
Με τα χριστιανικά επιγράμματα του Αγαθία, τα άψογα και σκληρά σαν τις γωνιές του κρυστάλλου, βρισκόμαστε πολύ μακριά από τον οργανικό κόσμο της ειδωλολατρικής αρχαιότητας, τη ρέουσα πολυστροφία της, τις στιγμές της της έντασης που ακολουθούσαν ηδονικές χαλαρώσεις: σε διάλυση,ο μύθος, παραχώρησε τη θέση του στο δόγμα.
Η πολιτική ρυθμίζει κι απορυθμίζει σε τέτοιο βαθμό τη ζωή μας που είναι φυσικό να παραμονεύουμε αχόρταγα για την παραμικρή της ηχώ σ’ αυτούς τους ανθρώπους του παρελθόντος… Αυτό που διακρίνουμε πιο καθαρά είναι ένας κάπως κοντόφθαλμος κοινός νους, μια καθόλου αδικαιολόγητη δυσπιστία για τους μεγάλους ταχυδακτυλουργούς της πολιτικής, και τη φρόνιμη επιθυμία να προφυλαχθούν από καρπαζιές… Για οκτώ περίπου αιώνες όλα δείχνουν ωσάν, υπερβολικά πολλοί πόλεμοι, υπερβολικά πολλή δόξα αλλά και υπερβολικά πολλή ωμότητα, ανοησία και μικρότητα να είχαν κάνει τους ποιητές να σιχαθούν την πολιτική, ή ωσάν ο ηδονισμός της εποχής να τους απότρεπε από το ν΄ασχοληθούνε μ’ αυτήν… Από το μεγάλο γεγονός που υπήρξε η ζωή και ο θάνατος του Αλεξάνδρου, η ποιητική ελληνική λογοτεχνία δεν έχει αφήσει άλλο από ένα αμυδρότατο ίχνος…
Δεν βρίσκουμε σχεδόν ποτέ στους ποιητές της αρχαίας Ελλάδας, αυτόν τον σωβινισμό της γλώσσας και της κουλτούρας που το σπέρμα του απαντάμε ενίοτε στους πεζογράφους της...Στον 1ο αιώνα πΧ, ο Μελέαγρος από τα Γάδαρα, Έλληνας ή εξελληνισμένος σημίτης, συνέθεσε ένα επιτύμβιο για τον εαυτό του, στο οποίο σύμφωνα με το συνήθειο της εποχής, παρουσιάζεται να απευθύνει ένα χαιρετισμό στους διαβάτες που περνούν από τον τάφο του: “Αλλ’ ει μεν Σύρος εσσί, Σαλάμ, ει δ’ ουν συ γε Φοίνιξ, Αυδονίς, ει δ’ Έλλην,, χαίρε”. Δεν ισχυρίζομαι πως η ελληνική ιστορία ήταν ένα ειδύλλιο, αλλά είναι φανερό πως οι Έλληνες αγνοούσαν ένα τουλάχιστον από τα καρκινώματα του σημερινού κόσμου. Η φράση του Μελεάγρου, ή το αντίστοιχό της, θα έπρεπε να ήταν αναρτημένη σε όλα τα τείχη της Μέσης Ανατολής των ημερών μας.
Πάμπολλοι πολιτισμοί θα μπορούσαν να μας θυμίσουν τα επιτεύγματα και τα αριστουργήματά τους… Αυτές οι μεγάλες ποιητικές λογοτεχνίες, οι ξένες προς την Ελλάδα, δεν μειώνουν για μας την ελληνική ποίηση: με το ενδιαφέρον παιχνίδι των ομοιοτήτων και των διαφορών μάς βοηθούν αντιθέτως να την καταλάβουμε και να την αγαπήσουμε περισσότερο.
Η ελληνική ποίηση παύει να θεωρείται σαν μια από τις όψεις ενός μοναδικού κι ανεξήγητου “ελληνικού θαύματος”, αποτελεί μέρος της παγκόσμιας ποιητικής κληρονομιάς που μας έχει τύχει και που υπερβολικά πολλές και προβλέψιμες καταστροφές θα μπορούσαν να μας κάνουν να χάσουμε μαζί με τους τόσους άλλους θησαυρούς που είμαστε οι ανάξιοι θεματοφύλακές τους. Ας την χαρούμε όσο είναι ακόμα καιρός.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΥΡΤΑΙΟ ΩΣ ΤΟΝ ΕΜΠΕΔΟΚΛΗ
ΤΥΡΤΑΙΟΣ (7ος πΧ)
Ο Τυρταίος με τον Αλκμάνα είναι οι μόνοι ποιητές που έβγαλε η Σπάρτη. Το περίεργο είναι ότι οι δυο αυτοί άντρες που τους μελλόταν να εξυμνήσουν, ο ένας το πολεμικό πνεύματος Λακεδαίμονος και τους πεσμένους στη μάχη οπλίτες της, ο άλλος τα παιχνίδια και τις ημίγυμνες κόρες της να τρέχουν και να χορεύουν, ήταν, και οι δυο, ξένοι που είχε υιοθετήσει εκείνη η πόλη που θα έλεγε κανείς ότι είχε προσβληθεί από ποιητική στειρότητα.
ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ (7ος πΧ)
Γέννημα θρέμμα της Πάρου, φαίνεται ότι γύρεψε γυναίκα και τύχη στο νησί Θάσος, όπου δεν του έτυχαν άλλο από λύπες και στενοχώριες. Στη Θάσο τοποθετείται η ιστορία του πλουσίου Λυκάμβη που αρνήθηκε να του δώσει μια θυγατέρα του και τόσο ταράχτηκε από τους σκωπτικούς στίχους του ποιητή που κρεμάστηκε.
Αυτός ο ποιητής με την περιπετειώδη ζωή κέρδιζε για μερικά χρόνια τη ζωή του σαν μισθοφόρος. Ήταν μετά από μια εκστρατεία ενάντια σε θρακικά φύλα που συνέθεσε το περίφημο ποίημα για την ασπίδα του, που σε κάποια υποχώρηση άφησε στο πεδίο της μάχης.
ΑΛΚΑΙΟΣ (7ος και 6ος πΧ)
Ο μυτιληναίος Αλκαίος υπήρξε ένας ποιητής, ένας στρατιώτης και ένας παρτιζάνος δεσμευμένος με πάθος στις πολιτικές διαμάχες που σπάραζαν το νησί του. Συνέθεσε Ύμνους και Εγκώμια, ένα από τα οποία απευθυνόταν στον αδερφό του, μισθοφόρο στο στρατό του .
ΣΑΠΦΩ (7ος και 6ος πΧ)
Ξέρουμε ότι η ποιήτρια εξορίστηκε από τη Λέσβο μετά από πολιτικές διαμάχες και ξαναγύρισε στο νησί όταν το ηττημένο της κόμμα ξανάρθε στην εξουσία. Αντίθετα από το μύθο, αν πιστέψουμε τα ίδια της τα γραπτά πέθανε γριά και η ακαλλώπιστη εικόνα της φυσικής της κατάπτωσς που μας δίνει, είναι ίσως μοναδική στη γυναικεία λογοτεχνία.
Ωστόσο θα πρέπει να τονίσουμε ότι η πολύ λίγο κολακευτική αυτοπροσωπογραφία του γερασμένου ποιητή και εραστή ήταν μια σχεδόν υποχρεωτική κοινοτοπία που απαντάμε και στον Αλκμάνα, στον Ανακρέοντα, στον Ίβικο ως και σ΄αυτόν τον Πίνδαρο. Αυτό που την κάνει συνταρακτική στη Σαπφώ είναι η σχεδόν μανιακή έκφραση της διαψευσμένης επιθυμίας σε μια γυναίκα που είναι γριά ή που φαίνεται σαν γριά.
...Οι γεμάτες πάθος σχέσεις ανάμεσα στη Σαπφώ και τις μαθήτριές της ήταν πανομοιότυπες με κείνες που υπήρχαν ανάμεσα στον Σωκράτη και τους μαθητές του. Ωστόσο θα πρέπει να σημειώσουμε μερικές διαφορές. Και πρώτ’ απ΄όλα γι΄αυτούς τους έρωτες μεταξύ γυναικών δεν έχομε παρά μια και μοναδική γυναικεία μαρτυρία, της ίδιας της Σαπφούς, αντί για τα αναρίθμητα ποιήματα που στους μεγάλους αιώνες της Ελλάδας αφιερώθηκαν σε εφήβους.
Οι αρχαίοι εκτιμούσαν την ποίηση της Σαπφούς, από τον σχεδόν σύγχρονό της Σόλωνα που μάθαινε απ’ έξω τους στίχους της μέχρι τον Ιουλιανό τον Παραβάτη που την παράθετε ακόμα. Οι βυζαντινοί του 6ου και 7ου αιώνα κατείχαν τα ποιήματά της στο σύνολό τους σχεδόν, που είχαν γεράσει κάπου χίλια διακόσια χρόνια, αλλά φαίνεται πως στη συνέχεια πολλά χάθηκαν μέσα στις πυρές που άναψαν οι μοναχοί της Κωνσταντινούπολης.
ΣΟΛΩΝ (7ος και 6ος πΧ)
Δεν πρέπει να δούμε τον Σόλωνα σαν ένα δημοκράτη όπως εμείς το εννοούμε σήμερα. Ωστόσο δεν παύει να είναι ένα από τα τελειότερα παραδείγματα μεταρρυθμιστή από αρχοντική γενιά… Οι ποινικοί νόμοι του μετρίαζαν την αυστηρότητα των δρακοντείων νόμων.
Εμπνεόταν από μια λογική που δεν είναι πια η δική μας. Θανατική ποινήγια τη μοιχαλίδα που πιάναν επ΄αυτοφόρω. Απλό πρόστιμο για το βιασμό ή την αποπλάνηση. Θανατική ποινή για τον ενήλικο που χωρίς βάσιμο λόγο έμπαινε σ΄ένα γυμνάσιον παίδων. Απαγορευόταν ν’αγαπήσουν οι ελεύθεροι άνδρες έναν νέο από την τάξη των δούλων. Απαγορευόταν για έναν πατέρα ή αδερφό να εκπορνεύσει μια κόρη ή αδερφή ακόμα παρθένο. Οι σκόρπιες αυτές εντολές, οι άλλοτε αυστηρές, άλλοτε επιεικείς, μετά από επτά αιώνες θα βύθιζαν σε βαθιά απορία τον Πλούταρχο.
ΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΧΡΗΣΜΩΝ (7ος, 6ος και 5ος πΧ)
Άσχετα αν είναι ή όχι αυθεντική η μορφή με την οποία έφθασαν ως εμάς, μας πληροφορούν για την ιδέα που οι Αρχαίοι είχαν για τον Χρησμό και την ποιητική του διατύπωση.
Το κείμενο της Δωδώνης: “ Ζευς ήν, Ζευς εστί,Ζευς έσσεται”, βεβαιώνει και αναπτύσσει στις τρεις κατηγορίες του Χρόνου στο πρόσωπο του υπέρτατου Θεού, ακριβώς όπως ο ινδουισμός θα το κάνει για την τριάδα Βράχμα-Βισνού-Σίβα. Από μια απόσταση αιώνων, προαγγέλλει και το αδιάκοπα επαναλαμβανόμενο κατηγόρημα της ιουδαιοχριστιανικής Αποκάλυψης. “Ο Θεός που είναι, που ήταν και που θα είναι”. Προφανώς πρόκειται για μια μεταφυσική σύλληψη ριζωμένη βαθιά στον κόσμο της Μεσογείου και της Ανατολής που έμελλε να επιβιώσει στην ελληνική θρησκεία.
ΣΤΗΣΙΧΟΡΟΣ (6ος πΧ)
“Ενώ ο Σωκράτης περίμενε στη φυλακή την εκτέλεση της ποινής του, άκουσε κάποιον μουσικό να τραγουδά ένα ποίημα του Στησιχόρου και τον παρακάλεσε να του το μάθει. Ο μουσικός τον ρώτησε σε τι θα του χρησίμευε. “Να το μάθω προτού πεθάνω”, απάντησε ο Σωκράτης” (Αμμιανός Μαρκελλίνος)
ΘΕΟΓΝΙΣ (6ος πΧ)
Αυτά τα μικρά κομμάτια σκιαγραφούν έναν άνθρωπο περισσότερο παθιασμένο για τη σοφία παρά σοφό, που έχει καταπονηθεί από τη μικρότητα των ανθρώπων αλλά που είναι υπερβολικά διαυγής για να ανακαλύπτει και στο δικό του παρελθόν πράγματα που θα τον κάνουν να πει πως κανείς δεν είναι απόλυτα πέρα από τον ψόγο. Έναν αριστοκράτη που δεν βασίζεται πια στους ομοίους του αλλά που σιχαίνεται και την αναρχία του όχλου, έναν παρτιζάνο, έναν εξόριστο φαρμακωμένο από τις προδοσίες που υπήρξε ή πίστεψε πως υπήρξε το θύμα τους, αλλά που νοσταλγεί αρκετά την πατρίδα του για να επιστρέψει ς’ αυτήν όσο και αν του στοιχίσει αυτό. Έναν εραστή χωρίς ψευδαισθήσεις για τις διαφορές της ηλικίας και των αξιών ανάμεσα σε αυτόν και σε κείνους που αγαπά, που όμως είναι υπερβολικά ερωτευμένος για να μην τους συγχωρεί τα παραστρατήματά τους, φέρνοντάς τους συγχρόνως σε αδιέξοδο με τις συμβουλές και τις επιπλήξεις του. Έναν σύζυγο που σεμνύνεται ότι έχει δοκιμάσει τις γλύκες του γάμου, αλλά που γνωρίζει από προσωπική πείρα και τις απογοητεύσεις της πατρότητας. Ένα σοφό που περιφρονεί τα πλούτη αλλά που γνωρίζει ότι σχεδόν πάντα η φτώχεια υποβαθμίζει, που μισεί τα γερατειά αλλά που αγαπά να ζει έχοντας πλήρη συνείδηση της συντομίας της ζωής, και που ζητά στο κρασί την παρηγοριά και τη λησμονιά. Έναν ποιητή, τέλος, από τους πιο μεγάλους, για τον οποίο η ποίηση συγχέεται μ’ αυτή την εισπνοή και την εκπνοή της ανάσας και μόλις ξεχωρίζει από το γεγονός της ζωής.
ΣΚΟΛΙΑ (ίσως 6ος και 5ος πΧ)
Έλεγαν Σκόλια τα τραγούδια που τραγουδούσαν στα συμπόσια και που το έθιμο όριζε να τραγουδούν οι συνδαιτημόνες με τη σειρά της πρωτοκαθεδρίας τους στο τέλος των δείπνων. Συνοδεύονταν από μια υπόκρουση λύρας.
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ (ίσως 6ος και 5ος πΧ)
Αυτός ο κόσμος των βιοτεχνών, των καλλιεργητών, των ναυτών και των στρατιωτών που μιλάει κάτι ελληνικά πιο τραχιά ή τότε λιγότερο επεξεργασμένα από των κειμένων που έφθασαν ως εμάς, δεν έχει αφήσει αυτό που θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε σαν μια γραπτή έκφραση. Ίσως αν τον γνωρίζαμε καλύτερα να μας συνάρπαζε: θα πρέπει να έμοιαζε περισσότερο με τους λαούς που από πάντα, ακόμη και σήμερα, ζουν στα λιμάνια και στην ύπαιθρο της Μεσογείου, παρά με την ιδέα που έχομε σχηματίσει για τους Έλληνες της αρχαιότητας.
ΣΙΜΩΝΙΔΗΣ (6ος και 5ος πΧ)
Ας θυμόμαστε πάντως πως εκείνοι οι λυρικοί δάσκαλοι εξαρτώνταν ολοκληρωτικά για να δημιουργήσουν και πολλές φορές και για να ζήσουν από τις λίγο πολύ κυκλοθυμικές μεγαλοδωρίες των πλούσιων προστατών τους. Όχι μόνον οι ποιητές αλλά και οι μουσικοί, οι χορογράφοι, οι διοργανωτές των δαπανηρών λαϊκών ή θρησκευτικών παραστάσεων είχαν τις ανάγκες και τις απαιτήσεις, τις κλασικά υπερβολικές, που έχουν όλοι οι ιμπρεσάριοι και όλοι οι βιρτουόζοι εκτελεστές. Αυτή η πολυτελής τέχνη, που έφθασε στο απώγειό της στα χρόνια της ευμάρειας μετά τη Σαλαμίνα, φαίνεται πως δεν άντεξε στις συμφορές του Πελοποννησιακού πολέμου, ή τότε μπορεί και να έσβησε από την ίδια της τη φθορά.
Όποια κι αν υπήρξαν τα ελαττώματα του ανθρώπου, τα λίγα που σώζονται από το λυρικό έργο του Σιμωνίδη χαρακτηρίζονται από ένα πλατύ και ανθρώπινο μεγαλείο, πολύ διαφορετικό από τη θρησκευτική μεγαλοπρέπεια του Πίνδαρου, με τον οποίον από ένα καθαρά ποιητικό πρίσμα, έχουν περίπου την ίδια σχέση που έχει ο Σοφοκλής με τον Αισχύλο.
ΠΙΝΔΑΡΟΣ (6ος και 5ος πΧ)
Ασφαλώς είναι ένας αναχρονισμός το να βλέπουμε τους περσικούς πολέμους σαν μια σύγκρουση εθνική ή φυλετική, όπως το εννοούμε σήμερα, σαν μια συνειδητή και οργανωμένη αναμέτρηση για την άμυνα της Δύσης. Και αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση του Πινδάρου. Εκπρόσωπος μιαε κατάστασης πραγμάτων που θα μπορούσε ήδη να θεωρηθεί ημιαρχαϊκή, ποιητής περισσότερο του ημιθεϊκού και ιερού γένους παρά των πόλεων-κρατών που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους, τίποτε σε όσα μας μένουν από το έργο του, δεν αποδίδει απόλυτα τον πατριωτικό και πολεμικό ήχο που έχουν τα επιγράμματα και τα νεκροτράγουδα που ο Σιμωνίδης είχε συνθέσει για τους νεκρούς εκείνων των ίδιων μαχών.
Το έργο του Πίνδαρου περιέχει όλα τα λυρικά είδη της εποχής: ύμνους, ωδές, επινίκους, θρηνητικές μελωδίες, ποιήματα για να τραγουδηθούν και να χορευτούν σε γιορτές ή ν΄απαγγελθούνε σε δείπνα...Αλλά μια σύγκριση θα επιβαλλόταν αν δεν σκεφτόμασταν μόνον την ποιητική, αλλά και τη μουσική και τη χορογραφική μεγαλοφυία ενός Πινδάρου: είναι όμοια με των μεγάλων μουσικών του 17ου και 18ου αιώνα, που έγραψαν κατά παραγγελία για τις αυλές του καιρού τους μια μουσική που ήταν πάντα θαυμάσια και ορισμένες φορές θεϊκιά… Αυτό που κυριαρχεί σ΄αυτόν είναι η ηρωϊκή ολυμπιότητα ενός ανθρώπου που είναι όσο τέλειος του επιτρέπει το ανθρώπινο φυσικό του να είναι, που όμοια με τους θεούς υποτάσσεται στους νόμους του σύμπαντος και τους τηρεί με μόνο το γεγονός πως υπάρχει. Ίσως αυτή η φωτεινή και χρυσαφιά αχλύ των ψυχών και των σωμάτων σε συνδυασμό με την ήρεμη αποδοχή των αναπόφευκτων δεινών, να είναι το στοιχείο που συγγενεύει περισσότερο τον Πίνδαρο με τον αθώο κόσμο του Ομήρου.
Κόσμος αρμονικός όπου η αρμονία ανάμεσα στην ανθρώπινη προσπάθεια και το θείο νόμο, ανάμεσα στην πραγματικότητα και το μύθο, δεν έχει ολωσδιόλου κοπεί και όπου θα μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι οι δυνάμεις του φωτός εξισορροπούν ακόμα τις δυνάμεις του σκότους. Στην πραγματικότητα είναι μια κοσμοθεωρία που χαρακτηρίζει περισσότερο τον ίδιο τον ποιητή παρά την εποχή του και που μπορεί να ερμήνευε μια σχεδόν νοσταλγική επιστροφή σε αυτό που ήδη είχε γίνει παρελθόν. Η τέχνη του Πινδάρου είναι τόσο ένα τέλος όσο και ένα απόγειο.
ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ ( 5ος πΧ)
Ο άνθρωπος αυτός, ο προικισμένος με μια πραγματική επιστημονική μεγαλοφυία, είχε ισχυρές θεουργικές και μαγικές κλίσεις που μερικούς αιώνες αργότερα, μέσα στη μεταβατική ατμόσφαιρα του ειδωλολατρισμού που έσβηνε, δεν θα παραξένευαν κανέναν, αλλά εντυπωσιάζουν μέσα στην καρδιά αυτού που επιμένουμε να θεωρούμε ως τον διαυγή και κλασικό 5ο αιώνα.
Λιγότερο λογικός από τον Παρμενίδη, λιγότερο αριθμολόγος από τον Πυθαγόρα, ελκόμενος περισσότερο από εκείνον από το μυστήριο καθαυτής της ζωής, στην περίπτωσή του θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια προβιολογία, για μια προεμβρυολογία, για μια προπαλαιοντολογία, για μια συγκριτική προμορφολογία.
Περισσότερο και από τις απόψεις του Ηράκλειτου για τη ροή των πραγμάτων και την ένωση των αντιθέτων, το πολύπλοκο κοσμογονικό σύστημα του Εμπεδοκλή προσεγγίζει σε ινδικές υποθέσεις. Υποθέσεις που θα πρέπει να ανταποκρίνονται αν όχι στην υπέρτατη αλήθεια, τουλάχιστον σε ορισμένες δομές του ανθρώπινου πνεύματος αφού τις ξαναβρίσκουμε αργότερα και σε τελείως διαφορετικά πλαίσια, στην ειδωλολατρική και τη χριστιανική Γνώση και στην Καββάλα, και αφού η σημερινή επιστήμη έχει την τάση να τις επαναφέρει ξεκινώντας από άλλα δεδομένα και κάτω από άλλες μορφές.
Όπως σε όλους σχεδόν τους προσωκρατικούς, αιωνίως,και ορισμένες φορές γόνιμα, η φυσική γλιστρά στη μεταφυσική, η λογική στο μύθο. Όμοια με όλους νιώθει άνετα μέσα στις αχανείς εκτάσεις του κοσμικού χρόνου, που μια στενόμυαλη ακριβολογία θα περιόριζε αργότερα στα έξι χιλιάδες χρόνια του βιβλικού θρύλου, με άλλα λόγια σ΄όσο πάνω κάτω διαρκεί η ανθρώπινη ιστορία και προϊστορία.
Ο παράξενος Εμπεδοκλής δεν λησμονήθηκε ποτέ.
ΤΡΑΓΩΔΙΑ- ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΑΤΤΙΚΗ ΚΩΜΩΔΙΑ
ΑΙΣΧΥΛΟΣ (6ος και 5ος πΧ)
Φαίνεται πως τον κατηγόρησαν ότι κοινολόγησε ορισμένα από τα ελευσίνια μυστικά, είτε βάζοντας στο στόμα των προσώπων του λόγια πολύ κοντινά με τη διδασκαλία που προοριζόταν για μυημένους, είτε μιμούμενος σε ένα από τα έργα του μια σκηνή του ιερού δράματος που παιζόταν μέσα στο ιερό. Θα πρέπει να ήταν λοιπόν ένας από τους πρώτους που υπέφεραν από αυτή την Εξέταση, την όχι Ιερή,αλλά Λαϊκή, που μέσα σε έναν αιώνα θα χτυπούσε τόσους μεγάλους Αθηναίους μέσα σ’αυτή την πόλη που ασφαλώς ευνοούσε την ευφυία αλλά όπου πάντοτε η προκατάληψη και η ανοησία κινητοποιούνταν πολύ εύκολα για να ζημιωθεί κάποιος.
Η λέξη ρεαλισμός είναι υπερβολικά μοντέρνα για την τέχνη του Αισχύλου: περισσότερο θα ταίριαζε να μιλούσαμε για μια πραγματικότητα τόσο περιεκτική και βαθιά που ανασχηματίζεται πέραν των ερμηνειών μας. Ποτέ πριν από τον Σαίξπηρ δεν σκηνοθετήθηκε καλύτερα η αιματηρή ανθρώπινη εμπειρία και οι ισχυρές θεμελιακές δυνάμεις στο κέντρο των οποίων εκτυλίσσεται, απ’ ό,τι τις σκηνοθέτησε αυτός ο αχάλινος, περήφανος [επίθετα του Αριστοφάνη που σεβόταν τον Αισχύλο], παθιασμένος για τη δικαιοσύνη, ικανός για οίκτο ποιητής, που αφιέρωσε το έργο του στο Χρόνο.
ΣΟΦΟΚΛΗΣ (5ος πΧ)
Αυτό που συνάγεται από μια επιπόλαιη ανάγνωση αυτών των αποσπασμάτων ή από τους τίτλους των χαμένων τραγωδιών και από τις λιγοστές παρατηρήσεις των Αρχαίων γι’αυτές είναι ότι αν είχαμε στα χέρια μας το πλήρες έργο, οι απόψεις μας θα είχαν πολύ βαθύτερα τροποποιηθεί για τον Σοφοκλή απ’ ό,τι για τον Αισχύλο. Το στοιχείο της ιλαρότητας καθώς και το θέλγητρο του λόγου που κατά τα φαινόμενα ήταν πολύ έντονα τόσο στον ποιητή όσο και στον άνθρωπο Σοφοκλή θα ξανάπαιρναν τη σπουδαιότητα που τα βαριά αριστουργήματα που μας μένουν από αυτόν δεν μας επιτρέπουν να τους αποδώσουμε.
Είπαν πως η αψιά απεικόνιση ενός ημιβάρβαρου κόσμου σε ορισμένα από αυτά τα επτά έργα του που μας απομένουν είναι μια πολύ συνειδητή μορφή αρχαϊσμού από μέρους του. Θα λέγαμε ότι περισσότερο πηγάζει από μια ματιά χωρίς ψευδαισθήσεις πάνω στην ανθρώπινη μοίρα του καιρού του και όλων των εποχών. Γύρω από την αναπόφευκτη κατάρρευση του Οιδίποδα, τους μάταιους θρήνους του Φιλοκτήτη που ένας αναποφάσιστος Νεοπτόλεμος έχει προδώσει, τη σύγκρουση της Αντιγόνης με τη λογική του Κράτους φυσάει ένας άνεμος αιώνιας επικαιρότητας.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ (5ος πΧ)
Μελαγχολικός, φιλάσθενος, μοναχικός – για να γράψει κατάφευγε σε μια σπηλιά του κτήματος που είχαν στη Σαλαμίνα – όχι απλά θεατράνθρωπος αλλά και άνθρωπος των γραμμάτων ( υπήρξε από τους πρώτους Αθηναίους που συγκέντρωσαν μια πλούσια βιβλιοθήκη), ο Ευριπίδης δεν μοιάζει με κανέναν από τους δυο προκατόχους του.
Χρειάζεται κάποια προσπάθεια για να κατανικήσουμε τον πειρασμό και να μην περιγράψουμε, βασισμένοι στα λιγοστά στοιχεία που κατέχομε, έναν Ευριπίδη που φεύγει, μακριά απ’ αυτήν την κακόλογη, επιπόλαιη πόλη, τη φθαρμένη και πικρόχολη από τα επακόλουθα ενός μακροχρόνιου και στερημένου απ’ οποιοδήποτε νόημα πολέμου που θα πρέπει να έβλεπε καθαρά την πολύ κοντινή πτώση της, αλλά μια τέτοια εικόνα θα παράμενε στο χώρο της μυθιστορηματικής βιογραφίας.
Η παράδοση ισχυρίζεται ότι πέθανε σε ένα ατύχημα: πως σκυλιά-φύλακες τον έριξαν καταγής και τον κατασπάραξαν. Από αυτά τα σκυλιά που καταβροχθίζουν, οι σχολιαστές κατασκεύασαν μια αλληγορία της κριτικής.
Τα απατηλά θεατρικά κόλπα και τα καθόλου πειστικά σφάλματα γύρω από την ταυτότητα του προσώπου, είτε το θέλησε συνειδητά είτε όχι, γίνονται ένας τρόπος για να μας πει ότι όλα είναι και πιο παράδοξα και πιο περίπλοκα απ΄όσο πιστεύαμε. Ως και αυτ΄ς οι διαξοδικές επιχειρηματολογίες των προσώπων που υπερασπίζουν τη θέση τους ή προσπαθούν να εξηγήσουν τις πράξεις τους αντηχούν σαν αυθεντική ηχώ της λειτουργίας του συλλογισμού μέσα στον οποίο σχεδόν όλοι μας είμαστε βυθισμένοι.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ(5ος πΧ)
Η κωμωδία είχε κληρονομήσει περισσότερα από την παράδοση: κρατούσε από βακχικούς χορούς σε πανηγύρια, από πομπές χωρικών που φορούσαν φαλλούς και ικέτευαν γονιμότητα για τα χωράφια τους, από γκροτέσκα ή αισχρά αποτρόπαια [απελατικά] τυπικά (που είχαν δηλαδή τον προορισμό να αποτρέπουν το κακό ή την κακιά τύχη)
Είναι χάρη στα έντεκα από τα σαράντα δύο έργα του Αριστοφάνη που μας έχουνε μείνει καθώς και σε μερικά αποσπάσματα άλλων δασκάλων της Αρχαίας Κωμωδίας που γνωρίζομε πώς ήταν στην πραγματικότητα η λαϊκή ζωή της Αθήνας. Χωρίς αυτούς τελικά θα είχαμε πιστέψει στην Αθήνα του λευκού μαρμάρου που κατοικούσαν μόνο ο Περικλής, η Ασπασία, οι ακόλουθοι της πομπής των Παναθηναίων και οι ωραίοι έφηβοι της συντροφιάς του Σωκράτη που ονειρεύονταν με νοσταλγία οι ποιητές προς τα τέλη του 19ου αιώνα.
Θα ήταν μια κοροϊδία το να κατασκευάζαμε από αυτόν τον ανυπέρβλητο γελωτοποιό ένα μεταρρυθμιστή της ηθικής ή της κοινωνίας ή έναν ηρωικό κατήγορο αδίκων πολέμων. Αυτός ο σκληρός και ανάλαφρος άνθρωπος, ο πιθανά κακός, ο μέχρι την ευτέλεια σχεδόν συνετός και όμως ώς την παραφροσύνη ποιητής είναι από αυτούς που τα ανθρώπινα λάθη δεν τους κάνουν τόσο να αγανακτούν ή να λυπούνται, όσο τους κάνουν να σκάνε στα γέλια.
Σε πείσμα των πολύ φανερών τουρκικών επιδράσεων, το θέατρο σκιών του Καραγκιόζη, όπως εγώ τουλάχιστον το είδα στα ελληνικά νησιά πάνε σαράντα περίπου χρόνια, θύμιζε αριστοφανική διακωμώδηση με τα κυνικά του αστεία, τις αισχρές του χειρονομίες και το ανακάτεμα του φανταστικού με το προσγειωμένα χειροπιαστό.
[Προσπερνάω το κεφάλαιο “ Από τον Πλάτωνα στον Λουκιανό” και από το κεφάλαιο “Από τους Ορφικούς ως τον Δαμάσκιο” θα καταγράψω αναφορές μόνο σε δυο ποιητές της μΧ εποχής , τότε που κλείνει πια ο κύκλος για το αρχαίο ελληνικό μυθολογικό πνεύμα. Φ. Χ ]
ΠΑΛΛΑΔΑΣ (5ος μΧ )
Ο Παλλαδάς που γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια προς τα τέλη του 4ου αιώναείναι μια περίεργη μορφή εκείνου του λυκαυγούς ανάμεσα στο τέλος του αρχαίου κόσμου και τον θρίαμβο του επίσημου χριστιανισμού.
Ήταν ειδωλολάτρης όπως οι περισσότεροι σοφοί των ημερών του που γατζώνονταν με κάθε τους ίνα από την αρχαία παιδεία, συνεπώς και από τους θεούς του Ομήρου.
Το ευγενικό επίγραμμα που τον δείχνει να παρακολουθεί τις ομιλίες της περίφημης μαθηματικού και φιλοσόφου Υπατίας που κατακρεούργησε το 415 ο χριστιανικός όχλος στους δρόμους της Αλεξάνδρειας, χρονολογείται οπωσδήποτε από τα σπουδαστικά χρόνια του.
Οι στίχοι του για “τους Έλληνες”, για τους ειδωλολάτρες δηλαδή( και το ότι η αυτή λέξη σήμαινε για ένα διάστημα και τα δυο αυτά πράγματα είναι μια ένδειξη), που επιζούσανε σαστισμένοι μέσα σ΄ένα κόσμο όπου εκείνα που εξυμνούσαν μοιάζαν νεκρά, είναι από τις πικρότερες διαπιστώσεις που έχουμε για το τέλος ενός κόσμου.
ΔΑΜΑΣΚΙΟΣ (6ος μΧ)
Υπήρξε ο τελευταίος σχολάρχης της νεοπλατωνικής Σχολής των Αθηνών. Το 526 ο Ιουστινιανός έκλεισε τη Σχολή. Οι φιλόσοφοι που είχαν καταδικαστεί σε σιωπή με επικεφαλής τον Δαμάσκιο δέχτηκαν μια πρόσκληση να παν στην Περσία, που προερχόταν από τον καλλιεργημένο εκείνον θαυμαστή της ελληνικής παιδείας πρίγκιπα, τον Χοσρόη…
Δεν είναι από τις μικρότερες ειρωνείες της Ιστορίας αυτή η προστασία που παραχώρησε ο θρυλικός Σασσανίδης σε έλληνες φιλοσόφους χίλια χρόνια μετά από τους μηδικούς πολέμους, οχτακόσια από την παροδική κατάλυση της περσικής αυτοκρατορίας από τον Αλέξανδρο: ήταν στην αυλή ενός δεσπότη, τον οποίο οι έλληνες των κλασικών χρόνων θα είχαν χαρακτηρίσει σαν “βάρβαρο”, που η νεοπλατωνική φιλοσοφία διδάχθηκε ελεύθερα για τελευταία φορά πριν από την Αναγέννηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου