( Μετάφραση Γιώργος Βελούδης, 2000, εκδ. Πόλις)
Ι. Οριοθέτηση της Αισθητικής και αναίρεση ενστάσεων κατά της φιλοσοφίας της τέχνης
Η ωραιότητα της τέχνης είναι η ωραιότητα που γεννήθηκε και ξαναγεννήθηκε από το πνεύμα και στον ίδιο βαθμό που τα πνεύμα και τα παράγωγά του είναι ανώτερα από τη φύση και τα φαινόμενά της, είναι ανώτερο και το ωραίο της τέχνης από την ωραιότητα της φύσης (46)
Το ωραίο της φύσης εμφανίζεται μόνο ως μια αντανάκλαση του ωραίου που ανήκει στο πνεύμα (47)
...(το ωραίο και η τέχνη) μετριάζουν τη σοβαρότητα των σχέσεων και τις περιπλοκές της πραγματικότητας, εξαλείφουν τη ραστώνη με ένα διασκεδαστικό τρόπο και, όπου δεν υπάρχει τίποτε το καλό να εκτελεστεί, παίρνουν τουλάχιστον τη θέση του κακού πάντα με καλύτερο τρόπο απ’ό,τι το ίδιο το κακό. (48)
η τέχνη ανήκει περισσότερο στην ελάττωση, τη χαλάρωση του πνεύματος, ενώ τα ουσιαστικά συμφέροντα χρειάζονται την έντασή του. (49)
...εμφανίζεται μόνο ως μέσον.. το μέσον που χρησιμοποιεί σταθερά γι΄αυτό είναι η ψευδαίσθηση. Γιατί το ωραίο ζει μέσα στο φαινόμενο.
...προσφέρεται στην αίσθηση, στο αίσθημα, στην εποπτεία, στη δύναμη της φαντασίας, έχει ένα διαφορετικό πεδίο από τη σκέψη...(52)
Είναι ακριβώς η ελευθερία της παραγωγής και των μορφοποιήσεων που απολαμβάνουμε στην ωραιότητα της τέχνης...Δραπετεύουμε από τα δεσμά του κανόνα και του κανονισμένου.
Αν η αισθητική αφήσει κατά μέρος το ωραίο της φύσης...απομακρυνόμαστε από την αναγκαιότητα και τη νομοτέλεια...Στο πνεύμα όμως εν γένει και περισσότερο στη δύναμη της φαντασίας φαίνεται, σε σχέση με τη φύση, να βρίσκονται σαν στο σπίτι τους ιδιαίτερα η αυθαιρεσία και η ανομία)
δεν μπορούν να υπάρξουν γενικοί νόμοι του ωραίου και του γούστου.
Στα καλλιτεχνικά έργα οι λαοί έχουν καταθέσει τις ουσιαστικότερες εσωτερικές ιδέες και αντιλήψεις τους και για την κατανόηση της σοφίας και της θρησκείας η ωραία τέχνη αποτελεί συχνά, και σε μερικούς λαούς αποκλειστικά, το κλειδί.
Είναι το βάθος ενός υπεραισθητού κόσμου, στον οποίο διεισδύει η σκέψη και τον θέτει κατ’αρχήν ως ένα επέκεινα απέναντι στην άμεση συνείδηση και στο παροντικό αίσθημα.
Μόνο πέρα από την αμεσότητα τού αισθάνεσθαι και των εξωτερικών αντικειμένων μπορεί να βρεθεί η γνήσια πραγματικότητα.
Η ουσία εκφαίνεται βέβαια και στο συνηθισμένο εξωτερικό και εσωτερικό κόσμο, αλλά με τη μορφή ενός χάους τυχαιοτήτων… Η τέχνη προσδίδει ια ανώτερη, από το πνεύμα γεννημένη, πραγματικότητα. (58)
Ο σκληρός φλοιός της φύσης και του συνηθισμένου κόσμου κάνουν στο πνεύμα δυσκολότερο να διεισδύσει στην Ιδέα απ΄ό,τι τα έργα της τέχνης.
(από την άλλη) μόνο ένας ορισμένος κύκλος και μια βαθμίδα της αλήθειας είναι ικανά να παρασταθούν στο στοιχείο της τέχνης.
(σήμερα) η σκέψη και ο στοχασμός έχουν υπερκεράσει την τέχνη… Οι καλές ημέρες τής ελληνικής τέχνης και ο χρυσός αιώνας του όψιμου Μεσαίωνα έχουν παρέλθει… Ακόμα και ο ενεργός καλλιτέχνης δεν παραπλανάται και μολύνεται, ας πούμε, από το στοχασμό.
Η, μέσω μιας απομάκρυνσης από τις βιοτικές σχέσεις να μηχανεύεται και να διεκπεραιώνει μιαν ιδιαίτερη μοναχικότητα που αντικαθιστά ό,τι έχει χαθεί. (62)
Η επιστήμη της τέχνης είναι για τούτο στην εποχή μας μια πολύ μεγαλύτερη ανάγκη απ΄ό,τι στις εποχές στις οποίες η τέχνη παρείχε ήδη ως τέχνη δι’εαυτήν πλήρη ικανοποίηση.
Άποψη: η τέχνη μπορεί ίσως να αποτελέσει ένα αντικείμενο για φιλοσοφικές-στοχαστικές, όχι όμως για συστηματικές-επιστημονικές διερευνήσεις. Εγώ θεωρώ το φιλοσοφείν πέρα για πέρα αχώριστο από την επιστημονικότητα.( 63)
Όσο η αναγκαιότητα ενός αντικειμένου βρίσκεται ουσιαστικά στη λογική-μεταφυσική του φύση μπορεί και μάλιστα πρέπει να χαλαρώνει η επιστημονική αυστηρότητα.
Άποψη: το πραγματικό εν γένει, η ζωή της φύσης και του πνεύματος, παραμορφώνεται και φονεύεται από την κατανόηση, αντί με τη νόηση να έρχεται πιο κοντά, απομακρύνεται ακριβώς από μας.
Το πνεύμα είναι ικανό να παρατηρεί τον εαυτό του, να έχει μια συνείδηση και μάλιστα μια νοούσα συνείδηση για τον εαυτό του και για κάθετι που πηγάζει απ’ αυτό… Εξίσου αναγνωρίζει τον εαυτό του σ’αυτήν την εξωτερίκευσή του προς το αίσθημα και την αισθητότητα, κατανοεί τον εαυτό του στο άλλο με το να μεταβάλλει το αποξενωμένο σε σκέψη και έτσι να το επαναφέρει στον εαυτό του. (66)
Ούτε η ωραία τέχνη είναι ανάξια φιλοσοφικής διερεύνησης, ούτε η φιλοσοφική έρευνα είναι ανίκανη να γνωρίσει την ουσία της ωραίας τέχνης.
ΙΙ. Επιστημονικοί τρόποι διαπραγμάτευσης του ωραίου και της τέχνης
Κάθε καλλιτεχνικό έργο ανήκει στην εποχή του, στο λαό του, στο περιβάλλον του και η λογιοσύνη της τέχνης απαιτεί επιπλέον έναν ευρύ πλούτο και μάλιστα πολύ ειδικών γνώσεων.
Η φιλοσοφία της τέχνης δεν προσπαθεί να δώσει οδηγίες στους καλλιτέχνες, αλλά σκοπός της είναι να καθορίσει τι είναι ενγένει το ωραίο και πώς έχει εκδηλωθεί στο υπάρχον, στα καλλιτεχνικά έργα.
Ο Γκαίτε λέει: Η ύψιστη αρχή των αρχαίων ήταν το σημαίνον, το ύψιστο αποτέλεσμα όμως μια επιτυχημένης εκτέλεσης, το ωραίο.
Χαρακτηρίσαμε ως στοιχεία του ωραίου: ένα εσωτερικό, ένα περιεχόμενο και ένα εξωτερικό, που σημασιοδοτεί αυτό το περιεχόμενο. Το εσωτερικό εκφαίνεται στο εξωτερικό και γίνεται γνωστό μέσω αυτού με το να παραπέμπει το εξωτερικό πέρα από τον εαυτό του: στο εσωτερικό.
Το νοούν πνεύμα μπόρεσε να αναγνωρίσει βαθύτερα τον εαυτό του στη φιλοσοφία και με τον τρόπο αυτό παρορμήθηκε άμεσα στην πρόσληψη της ουσίας της τέχνης με ένα ριζικότερο τρόπο.
Πρέπει να ξεκινήσουμε στη φιλοσοφία της τέχνης από την ιδέα του ωραίου, αλλά δεν πρέπει να μείνουμε προσκολλημένοι μόνο σ’εκείνο το αφηρημένο είδος των πλατωνικών ιδεών με τις οποίες άρχισε η φιλοσοφία για το ωραίο.
ΙΙΙ. Έννοια του ωραίου και της τέχνης
Καλλιτεχνικό έργο είναι μόνο στο βαθμό που έχοντας εκπηγάσει από το πνεύμα, ανήκει και τώρα στο χώρο του πνεύματος, έχει πάρει το βάπτισμα του πνευματικού και τώρα αναπαριστάνει μόνο αυτό που έχει διαμορφωθεί σε εναρμόνιση με το πνεύμα...Με τον τρόπο αυτό το καλλιτεχνικό έργο βρίσκεται υψηλότερα από κάθε φυσικό προϊόν, που δεν έχει πραγματοποιήσει τη διάβαση μέσα από το πνεύμα.
Το θείο δεν υπάρχει απλά στον άνθρωπο, αλλά ενεργεί μέσα του με μια μορφή που είναι με έναν εντελώς διαφορετικό, έναν υψηλότερο τρόπο, σύμφωνη προς την ουσία του θεού απ’ό,τι στη φύση. Ο θεός είναι πνεύμα και μόνο στον άνθρωπο έχει το μέσο, μέσα από το οποίο διέρχεται το θείο, τη μορφή του ενσυνείδητου πνεύματος που παράγει ενεργητικά τον εαυτό του. (99)
Η τέχνη φαίνεται να πηγάζει από μιαν υψηλότερη φυσική ορμή και υψηλότερες ανάγκες. Ο άνθρωπος το κάνει αυτό για να αφαιρέσει, ως ελεύθερο υποκείμενο, και από τον εξωτερικό κόσμο τη σκληρή του κενότητα και να απολαύσει απλά στη μορφή των πραγμάτων μια εξωτερική πραγματικότητα του εαυτού του. (101)
και όχι μόνο με τα εξωτερικά πράγματα προβαίνει ο άνθρωπος μ’αυτόν τον τρόπο,αλλά και με τον ίδιο τον εαυτό του, με την ίδια τη φυσική του μορφή που δεν την αφήνει όπως τη βρήκε, αλλά την αλλάζει σκοπίμως. Σ’αυτό βρίσκεται η αιτία κάθε είδους καλλωπισμού και στολισμού.
Η γενική ανάγκη για την τέχνη είναι λοιπόν η λογική ανάγκη να ανυψώσει ο άνθρωπος τον εσωτερικό και εξωτερικό του κόσμο στην πνευματική συνείδηση ως ένα αντικείμενο, στο οποίο αναγνωρίζει τον ίδιο τον εαυτό του..έτσι ώστε ό,τι είναι μέσα του να το φέρει μ’αυτό
τον αναδιπλασιασμό του στην εποπτεία και τη γνώση γι’αυτόν τον ίδιο και για τους άλλους.
Όπου εκδηλώνονται τα μεγάλα πάθη και κινήματα μιας βαθιάς ψυχής, εκεί δεν πρόκειται πια για τις λεπτότερες διαφορές του γούστου και τις μικρολογίες του για λεπτομέρειες.
Το αισθητό στο καλλιτεχνικό έργο έχει υπόσταση μόνο όσο υπάρχει για το πνεύμα του ανθρώπου και όχι ως αισθητό αυτό δι’ εαυτό.(110)
Αυτά τα αισθητά σχήματα και ήχοι δεν εμφανίζονται στην τέχνη μόνο ως αυτοσκοπός και λόγω της άμεσης μορφής τους, αλλά με το στόχο να προσφέρουν μ’αυτή τη μορφή ικανοποίηση σε ανώτερα πνευματικά ενδιαφέροντα, επειδή έχουν τη δύναμη να προξενούν στο πνεύμα μια συνήχηση και αντήχηση απ’όλα τα βάθη της συνείδησης.Με τον τρόπο αυτό το αισθητό στην τέχνη είναι εκπνευματοποιημένο, αφού το πνευματικό σ’αυτήν εκφαίνεται ως αισθητοποιημένο (116)
Οι όψεις του πνευματικού και του αισθητού στην καλλιτεχνική παραγωγή πρέπει να είναι ένα… Αυτή η γνήσια παραγωγή αποτελεί την ενέργεια της καλλιτεχνικής φαντασίας. Ό,τι εν γένει τέτοια ταλέντα έχουν ήδη στη φαντασία τους, ό,τι κινεί και ταράζει το εσωτερικό τους, γίνεται αμέσως σχήμα, σχέδιο,μελωδία ή ποίημα. (120)
Κατά την απλή μίμηση η τέχνη δεν μπορεί να κερδίσει το στοίχημα με τη φύση κι έτσι όποιος προσπαθήσει να συρθεί πίσω από έναν ελέφαντα θα κερδίσει την υπόληψη ενός σκουληκιού.
Ο σκοπός της τέχνης πρέπει ως εκ τούτου να έγκειται σε κάτι άλλο από την απλά τυπική μίμηση του υπάρχοντος, η οποία σε κάθε περίπτωση, μπορεί να φέρει στο φως μόνο τεχνάσματα και όχι καλλιτεχνήματα.(128)
Όθεν ο σκοπός της τέχνης ορίζεται ως εξής: να αφυπνίζει και να ζωογονεί τα αποκοιμισμένα αισθήματα, τις κλίσεις και τα πάθη κάθε είδους, να γεμίζει την καρδιά και να κάνει τον άνθρωπο, τον ώριμο και τον ακόμα ανώριμο, να αισθανθεί πλήρως κάθε τι που κρύβει στα εσώτερα και τα μύχιά του το ανθρώπινο θυμικό, να γνωρίσει και να προβάλει ό,τι μπορεί να κινεί και να συγκινεί το στήθος του ανθρώπου στα βάθη του και στις πολυποίκιλες δυνατότητες και πτυχές του και οτιδήποτε άλλο το ουσιαστικό και υψηλό διαθέτει το πνεύμα προς απόλαυση στο συναίσθημα και στην εποπτεία της μεγαλοπρέπειας του ευγενούς, του αιώνιου, του αληθινού. Επίσης να κάνει κατανοητή τη δυστυχία και την αθλιότητα, έπειτα να γνωρίσει το κακό και το εγκληματικό,κάθε τι το αποτρόπαιο και φρικτό, καθώς και κάθε ηδονή και ευδαιμονία και να αφήσει τέλος τη φαντασία να παραδοθεί στα ξέγνοιαστα παιχνίδια της δημιουργικής της δύναμης να εντρυφήσει στη δελεαστική μαγεία ηδυπαθών θελκτικών ιδεών και αισθημάτων. (129-130)
Με τον τρόπο αυτό ο άνθρωπος θεάται τις ορμές και τις κλίσεις του και ενώ αυτές τον παρέσυραν πριν χωρίς αυτός να τις αντανακλά μέσα του, τώρα τις βλέπει μπροστά του, και αφού στέκονται απέναντί του, σαν κάτι το αντικειμενικό, αρχίζει να απελευθερώνεται από αυτές. Η τέχνη, όντας η ίδια μέσα στο χώρο των αισθήσεων, με τις αναπαραστάσεις απελευθερώνει ταυτόχρονα από την εξουσία της αισθησιακότητας.
Συστατικό στοιχείο της ηθικής είναι ο στοχασμός. ..Ο νόμος όμως αυτός, το καθήκον που επιλέγεται ως κανόνας και εκτελείται χάριν του καθήκοντος από ελεύθερη πεποίθηση και εσωτερική συνείδηση, είναι δι εαυτό το αφηρημένο γενικό της βούλησης, το οποίο έχει την άμεση αντίθεσή του στη φύση, τις αισθησιακές ορμές, τα ιδιοτελή συμφέροντα, τα πάθη και ό,τι χαρακτηρίζει κανείς περιληπτικά ως θυμικό και καρδιά. (143)
Η νεότερη παιδεία, η νεότερη διάνοια γεννάει στον άνθρωπο αυτή την αντίθεση, που τον μεταβάλλει σε αμφίβιο, από τη στιγμή που τον αναγκάζει να ζει σε δυο κόσμους, που αντιφάσκουν ο ένας με τον άλλο.
Καθήκον της φιλοσοφίας θα είναι να άρει αυτές τις αντιθέσεις, δηλαδή να καταδείξει ότι ούτε η μια, με την αφαίρεσή της, ούτε η άλλη μ’αυτή τη μονομέρεια, ενέχουν αλήθεια, αλλά και οι δυο τους είναι αυτό που αναιρεί τον εαυτό του. Η αλήθεια βρίσκεται μόνο στη συμφιλίωση και τη διαμεσολάβηση και των δυο τους και αυτή η διαμεσολάβηση δεν είναι ένα απλό αίτημα, αλλά το τετελεσμένο καθ’ εαυτό και δι’εαυτό και αυτό που τελείται αδιαλείπτως. (146)
Η τέχνη καλείται να αποκαλύψει την αλήθεια με τη μορφή αισθητής καλλιτεχνικής μορφοποίησης και να αναπαραστήσει, συμφιλιωμένη, την αντίθεση εκείνη και έτσι έχει τον τελικό σκοπό της εν εαυτή, σ’αυτή την ίδια αναπαράσταση και αποκάλυψη. Γιατί κάθε άλλοι σκοποί, όπως διδασκαλία, κάθαρση,βελτίωση,χρηματισμός, επιδίωξη δόξας και τιμής, δεν αφορούν καθόλου το καλλιτεχνικό έργο ως τέτοιο και δεν καθορίζουν την έννοιά του.
Ο Κάντ συλλαμβάνει την αισθητική κρίση έτσι ώστε αυτή να μην υποκύπτει ούτε απ΄τη διάνοια ως τέτοια, ως δύναμη των εννοιών, ούτε από την αισθητηριακή εποπτεία και την πολύχρωμη ποικιλία της ως τέτοιες, αλλά από το ελεύθερο παιχνίδι της διάνοιας και της φαντασίας.
Όταν έχουμε πχ ένα ενδιαφέρον της περιέργειας ή ένα αισθητηριακό ενδιαφέρον για την αισθησιακή ανάγκη μας ή μιαν επιθυμία της κατοχής και της χρήσης, τότε τα αντικείμενα δεν είναι για μας σπουδαία για χάρη των ίδιων των πραγμάτων, αλλά για χάρη τής ανάγκης μας… Η σχέση μας προς το ωραίο δεν είναι του είδους αυτού. Η αισθητική κρίση αφήνει το εξωτερικά υπάρχον να υφίσταται ελεύθερο δι’εαυτό και προκύπτει από μιαν ηδονή, στην οποία συναινεί το ίδιο το αντικείμενο για χάρη του ίδιου του εαυτού του, ενώ η ηδονή αυτή αναγνωρίζει στο αντικείμενο το δικαίωμα να έχει το σκοπό του μέσα στον ίδιο τον εαυτό του.
Κατά την παρατήρηση του ωραίου δεν έχουμε συνείδηση της έννοιας και του αθροίσματος κάτω απ’αυτήν και δεν αφήνουμε τα τεθεί σε λειτουργία ο διαχωρισμός του μεμονωμένου αντικειμένου και της γενικής έννοιας, που ενυπάρχει κατά τα άλλα στην κρίση
Το ωραίο δεν φέρει επάνω του τη σκοπιμότητα ως μια εξωτερική μορφή, αλλά η σκόπιμη αντιστοιχία του εσωτερικού και του εξωτερικού είναι εμμενής φύση ωραίου αντικειμένου.. Το ωραίο υπάρχει ως σκόπιμο εν εαυτώ, χωρίς το μέσο και ο σκοπόν να φαίνονται ως διαφορετικές πλευρές.
Το ωραίο έχει μια αναγκαιότητα τής ευαρέσκειας χωρίς καμία αναφορά σε έννοιες, δηλαδή σε κατηγορίες τής διάνοιας εν εαυτή.
Ενώ ο Σίλλερ βυθίστηκε στην παρατήρηση του εσωτερικού βάθους του πνεύματος, ο χαρακτήρας του Γκαίτε τον οδήγησε στη φυσική πλευρά της τέχνης, στην εξωτερική φύση.
Θα μπορούσαμε να φανταστούμε δυο τρόπους με τους οποίους ο άνθρωπος στο χρόνο συναντάται με τον άνθρωπο ως Ιδέα. Από τη μια το κράτος, ως το είδος του ηθικού, του δικαίου, του ευφυούς να αίρει την ατομικότητα, από την άλλη το άτομο να εξυψώνεται στο είδος.. Η αισθητική αγωγή καλείται να εκπληρώσει το αίτημα για τη διαμεσολάβηση και συμφιλίωσή τους. (160)
[Οι Σλέγκελ ισχυρίζονται ότι] ό,τι είναι, είναι μόνο μέσω του Εγώ και ό,τι είναι μέσω του εαυτού μου, μπορώ εγώ, επίσης μέσω και να το αφανίσω και πάλι.. Τότε όμως και το Εγώ θα μπορεί να μείνει κύριος και αφέντης πάνω σε όλα και δεν θα υπάρχει στη σφαίρα της ηθικότητας τίποτα..Κάθε τι θα ήταν ένα απλό φαίνεσθαι δια του Εγώ.. Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η σημασία τής “ιδιοφυούς θείας ειρωνείας” ως τής συγκέντρωσης του Εγώ στον εαυτό του..Εδώ έχουν την αφετηρία τους και τα αδιάκοπα παράπονα εκ μέρους της ειρωνείας για την έλλειψη βαθιού πνεύματος και ιδιοφυίας στο κοινό που δεν μπορεί να καταλάβει το ύψος αυτό της ειρωνείας.
Το περιεχόμενο της τέχνης είναι ηΙδέα και η μορφή της η αισθητή, εικονική της διαμόρφωση. Και τις δυο αυτές πλευρές οφείλει λοιπόν να τις διαμεσολαβήσει σε μιαν ελεύθερη συμφιλιωμένη ολότητα.
Το εξωτερικό της μορφής μέσω της οποίας το περιεχόμενο γίνεται εποπτεύσιμο και αντιληπτό, έχει ως σκοπό του να υπάρχει μόνο για το αίσθημα και το πνεύμα μας. Μόνο για το λόγο αυτό περιεχόμενο και καλλιτεχνική μορφή είναι διαμορφωμένα το ένα μέσα στο άλλο.
Το ύψος και η εξοχότητα της τέχνης στην αρμόζουσα με την έννοιά της πραγματικότητα θα εξαρτάται από το βαθμό της μυχιότητας και συμφωνίας στην οποία η Ιδέα και η μορφή έχουν φτάσει, διεισδύοντας η μια στην άλλη.
Οι καλλιτεχνικές μορφές είναι οι διαφορετικές σχέσεις μεταξύ περιεχομένου και μορφής.
Συμβολική καλλιτεχνική μορφή.. Η σημασία αδυνατεί να ενσωματωθεί πλήρως στην έκφραση και παρ΄όλο τον αγώνα και την προσπάθεια, η δυσαρμονία μεταξύ Ιδέας και μορφής εξακολουθεί να υφίσταται.
Κλασική καλλιτεχνική μορφή.. Η μορφή που έχει αφ΄εαυτής την Ιδέα ως πνευματική και μάλιστα την ατομικά προσδιορισμένη πνευματικότητα, όταν πρόκειται να εξέλθει στην έγχρονη έκφανση, είναι η ανθρώπινη μορφή.
Η τέχνη, εφόσον έχει να φέρει το πνευματικό στην εποπτεία με αισθητό τρόπο, οφείλει να προχωρήσει σ΄αυτήν την ανθρωποποίηση, αφού το πνεύμα εκφαίνεται αισθητά, με επάρκεια, μόνο μέσα στο σώμα του.
Το πνεύμα καθορίζεται εδώ, ταυτόχρονα ως μερικό, ως ανθρώπινο και όχι ως απλώς απόλυτο και αιώνιο, αφού είναι ικανό να εκδηλώνεται και να εκφράζεται μόνο ως πνευματικότητα.
Ρομαντική καλλιτεχνική μορφή. Όταν το καθ΄εαυτό της κλασσικής καλλιτεχνικής μορφής, δηλαδή η ενότητα ανθρώπινης και θείας φύσης, εξυψώνεται με έναν τέτοιο τρόπο από μιαν άμεση σε μια συνειδητή ενότητα, τότε το αληθινό στοιχείο για την πραγματικότητα αυτού του περιεχομένου δεν είναι πια η αισθητή άμεση ύπαρξη του πνευματικού, η σωματική ανθρώπινη μορφή, αλλά η αυτοσυνείδητη εσωτερικότητα.
Το εξωτερικό δεν έχει πια την έννοια και τη σημασία του μέσα του και πάνω του όπως στο κλασικό, αλλά στο θυμικό, το οποίο δεν βρίσκει την έκφανσή του στο εξωτερικό και στη μορφή της πραγματικότητας που του αντιστοιχεί, αλλά στον ίδιο τον εαυτό του.
Αυτές – η συμβολική, η κλασική, η ρομαντική – συνίστανται στην, επιδίωξη, επίτευξη, υπέρβαση του Ιδεώδους ως της αληθινής Ιδέας της ωραιότητας.
Η βασική μορφή της Αρχιτεκτονικής είναι η συμβολική καλλιτεχνική μορφή γιατί ανοίγει αυτή πρώτη το δρόμο στην αρμόζουσα πραγματικότητα του θεού και όντας στην υπηρεσία του μοχθεί με την αντικειμενική φύση .. τού οικοδομεί τον ναό του ως ένα χωρο για την εσωτερική περισυλλογή και τη στροφή προς τα απόλυτα αντικείμενα τού πνεύματος.
Η Γλυπτική προσλαμβάνει την κλασική καλλιτεχνική μορφή ως βασικό τύπο της. Γι αυτήν το πνεύμα οφείλει να στέκεται με τη σωματική του μορφή σε άμεση ενότητα, γαλήνιο και μακάριο και η μορφή οφείλει να ζωντανεύει μέσω του περιεχομένου πνευματικής ατομικότητας.
Η Ζωγραφική, η Μουσική και η Ποίηση προσλαμβάνουν τον τύπο τους από τη ρομαντική μορφή τέχνης. Η Ζωγραφική απελευθερώνει την τέχνη από την αισθητή χωρική τελειότητα του υλικού, αφού περιορίζεται στη διάσταση τής επιφάνειας.. Ολόκληρο το βασίλειο της μερικότητας, από την υψηλότερη πεμπτουσία του πνεύματος μέχρι το ταπεινότερο μεμονωμένο αντικείμενο τής φύσης, βρίσκει τη θέση του.
Η Μουσική προχωρεί σε ακόμη βαθύτερη υποκειμενικότητα και μερίκευση..Μια τέτοια αρχόμενη ιδεατότητα τής ύλης που δεν εμφανίζεται πια ως χωρική, αλλά ως χρονική ιδεατότητα, είναι ο ήχος, το αρνητικά τεθειμένο αισθητό του οποίου η αφηρημένη ορατότητα έχει μεταβληθεί σε ακουστικότητα.
Στην Ποίηση ο ήχος γίνεται λέξη ως εν εαυτώ αρθρωμένος φθόγγος, το νόημα του οποίου συνίσταται στο να σημαίνει παραστάσεις και σκέψεις. Με τον τρόπο αυτό, το αληθινό στοιχείο τής ποιητικής αναπαράστασης είναι η ίδια η ποιητική παράσταση και πνευματική απεικόνιση και, αφού το στοιχείο αυτό είναι κοινό σε όλες τις μορφές τέχνης, η Ποίηση τις διαπερνά όλες και αναπτύσσεται μέσα τους αυτόνομα.. Όταν βρίσκεται η τέχνη σε αυτή την ύψιστη βαθμίδα ξεπερνάει και τον εαυτό της, με το να εγκαταλείπει το στοιχείο συμφιλιωτικής αισθητοποίησης του πνεύματος και να περνάει από την ποίηση της παράστασης στην πρόζα της νόησης.. Το χαρακτηριστικό στοιχείο της είναι η ωραία φαντασία, και η φαντασία είναι αναγκαία για κάθε παραγωγή τής ωραιότητας, σε οποιαδήποτε καλλιτεχνική μορφή και να ανήκει.
Αυτό λοιπόν που πραγματοποιούν οι επιμέρους τέχνες στα επιμέρους καλλιτεχνικά έργα δεν είναι, σύμφωνα με την έννοιά τους, παρά οι γενικές μορφές της εξελισσόμενης Ιδέας της ωραιότητας, ως εξωτερική πραγματοποίηση της οποίας υψώνεται το ευρύ Πάνθεο της Τέχνης, του οποίου κύριος και πρωτομάστορας είναι το πνεύμα του ωραίου που κατανοεί τον εαυτό του, το οποίο όμως η παγκόσμια ιστορία θα ολοκληρώσει μόνο μέσα στην εξέλιξη της σε ολόκληρες χιλιετίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου