Μονόπρακτο. Σκηνικό με ανεμόμυλο
Πρόσωπα: Γεωργός, Κόρακας, Γυναίκα, Κότα ,Πουλί
ΓΕΩΡΓΟΣ: Ουφ!
Τι μέρα κι αυτή! Από τα χαράματα να κουβαλώ σιτάρι στο μύλο. Κοψομεσιάστηκα. Η
γυναίκα μου θα ευχαριστηθεί πολύ. Θα έχουμε αλεύρι για όλο το χρόνο. Θάχουμε να
φάμε πίτες, ψωμιά, κουλούρια, τραχανά… ένα σωρό καλούδια. Εεεμ, χαλάλι οι κόποι
μου. Αν είχα όμως κι ένα βοηθό, θάταν καλύτερα. Να μπορούσα να πάρω έναν
υπνάκο, έτσι λίγο να ξεκουραστώ ο καημένος…
(Έρχεται ο
Κόρακας)
ΚΟΡΑΚΑΣ
: Καλημέρα γεωργέ! Πώς πάει η σοδειά;
ΓΕΩ: Καλώς
τον Κόρακα; Γιατί ρωτάς; Μήπως ήρθες να μου κλέψεις σιτάρι;
ΚΟΡ: Μα τι
λες κυρ Γεωργέ; Εγώ δεν είμαι κλέφτης! Να σου δουλέψω ήρθα κι άμα θες με
πληρώνεις με σιτάρι.
ΓΕΩ: Ε, αν
είναι έτσι ήρθες πάνω στην ώρα! Θέλω να πάω να ξεκουραστώ λιγάκι εκεί δα στον
ίσκιο. Θα κάτσεις να μου φυλάς το σακί με το σιτάρι;
ΚΟ: Ναι αμέ!
Ματς, μουτς!
ΓΕΩ: Μα τι
κάνεις εκεί; Εννοώ να το προσέχεις όχι να του δίνεις φιλάκια!
ΚΟΡ: Α, να
το προσέχω, βέβαια και μπορώ. Ο καλύτερος φύλακας θα γίνω στο σιτάρι σου
γεωργέ.
ΓΕΩ: Δεν θα
αφήσεις κανέναν να το πειράξει! Τα μάτια σου τέσσερα!
ΚΟΡ:
Τέσσερα; Μα… έχω μονάχα δύο. Πού θα τα βρω τα άλλα δυο;
ΓΕΩ: Μα δεν
εννοώ αυτό! Α, είσαι και μπουμπούνας! Θα προσέχεις να μην πλησιάσει κανείς το
σιτάρι μου, εντάξει; Κι εγώ θα σε πληρώσω με ένα σακουλάκι μετά για τη δούλεψή
σου.
ΚΟΡ:
Εντάξει, μείνε ήσυχος αφεντικό. Θα είμαι ο καλύτερος φύλακας σου λέω!
(Ο Γεωργός φεύγει. Ο Κόρακας μονολογεί)
ΚΟΡ:
Κατάλαβα γιατί μου είπε να έχω τέσσερα μάτια. Με τα δυο μάτια προσέχεις δυο
φορές. Με τα τέσσερα μάτια προσέχεις τέσσερις φορές. Κι άμα έχεις είκοσι μάτια
προσέχεις … είκοσι φορές. Χμ… Είμαι έξυπνος τελικά. Μπα, ένα Πουλάκι.
ΠΟΥΛΙ:
Καλημέρα Κόρακα, τσίου!
ΚΟΡ: Καλή
σου μέρα κι εσένα σπουργιτάκι! Πώς από δω;
ΠΟΥ: Ε, να,
μυρίστηκα σιτάρι κι ήρθα. Έχω να φάω από χτες, η κοιλίτσα μου είναι άδεια. Και
τα πουλάκια μου περιμένουν στη φωλιά με ανοιχτό το στόμα.
ΚΟΡ: Από
τούτο το σιτάρι δεν πρόκειται να πάρεις, να το ξέρεις. Είμαι φύλακας με δυο
μάτια.
ΠΟΥ: Μα,
ούτε που θα το καταλάβει ο γεωργός αν του λείψουν λίγα σποράκια… Έλα Κόρακα,
λυπήσου τα παιδάκια μου…
ΚΟΡ: Καλά,
αν είναι για λίγα σποράκια… πάρτα και φύγε γρήγορα.
(Καθώς τσιμπολογάει, εμφανίζεται ο Γεωργός)
ΓΕΩ: Τι
γίνεται εδώ; Τι βλέπω; Άφησες το Πουλί να κλέψει το σιτάρι μου; Ξου! (διώχνει το Πουλί)
ΚΟΡ: Δεν το
πήρε για λογαριασμό του, για τα παιδιά του το πήρε αφεντικό, που πεινάνε.
ΓΕΩ: Και τι
με νοιάζουν εμένα τα παιδιά του; Σου είπα, ότι κανείς δε θέλω να πλησιάσει το
σιτάρι μου, δεν καταλαβαίνεις;
ΚΟΡ:
Εντάξει, εντάξει αφεντικό. Κατάλαβα. Πήγαινε να ξεκουραστείς.
(φεύγει ο Γεωργός )
ΚΟΡ: Τι να
σου κάνουν τα τέσσερα και τα είκοσι μάτια;; Λυπησιάρης είμαι και γι’ αυτό την
πάτησα με το Πουλί. Μπα, μια Κότα κατά δώ. Αυτή τη φορά θα είμαι αυστηρός.
ΚΟΤΑ:
Καλημέρα Κόρακα! !
ΚΟΡ: ( με αυστηρή φωνή) Καλημέρα σου και σένα
Κότα! Πώς από δω;
ΚΟΤΑ: Ε, να
, λίγο φαγάκι γυρεύω… Έχεις βλέπω μπόλικο σιτάρι.
ΚΟΡ: Μα δεν
είναι δικό μου. Δουλεύω για το Γεωργό και το προσέχω για να με πληρώσει. Και μη
μου ζητάς γιατί δεν πρόκειται να σου δώσω!
ΚΟΤΑ: Μπα,
έτσι; Όταν εσύ ήρθες κάποτε στο κοτέτσι και μου ζήτησες λίγο καλαμπόκι που
πεινούσες, εγώ σου έδωσα , θυμάσαι; Είσαι αχάριστος;
ΚΟΡ: Χμμ…
ναι , σωστά. Θυμάμαι… Καλά, θα πάρεις γρήγορα γρήγορα λίγα σποράκια και θα
εξαφανιστείς , εντάξει;
ΚΟΤΑ: Έννοια
σου, θα κάνω γρήγορα!
(Καθώς η Κότα τσιμπολογά, έρχεται ο Γεωργός)
ΓΕΩ: Τι;;;
Καλά κάνω και δεν σε εμπιστεύομαι! Αφήνεις την Κότα να μου κλέβει το σιτάρι; Τι
φύλακας είσαι; Άχρηστος! Ξού! Φύγετε κι οι δυο από μπροστά μου!( Η Κότα φεύγει)
ΚΟΡ: Αχ, μη,
σε παρακαλώ, δώσε μου μια ευκαιρία αφεντικό! Είδες πόσο τίμιος είμαι, εγώ ούτε
που το ακούμπησα το σιτάρι σου. Όμως είμαι ψυχοπονιάρης, αυτό είναι το πρόβλημά
μου. Λυπάμαι τους άλλους. Αλλά στο υπόσχομαι, δεν πρόκειται να λυπηθώ κανέναν
πια! Θα είμαι σκληρός! Θα έχω δυο μάτια και καμία καρδιά!
ΓΕΩ: Καλάαα…
Τελευταία ευκαιρία. Θα προσπαθήσω να ξεκουραστώ λιγάκι κι όταν γυρίσω να μη
λείπει ούτε ένα σπυρί. ΚΑΝΕΙΣ δεν θα πάρει το σιτάρι μου. ΚΑΝΕΙΣ!
ΚΟΡ: ΚΑΝΕΙΣ!
Έγινε αφεντικό. ΚΑΝΕΙΣ
(Φεύγει ο Γεωργός. Ο Κόρακας μονολογεί)
ΚΟΡ: Αχ, πιο
εύκολο θα ήταν να έχω μάτια τέσσερα , παρά καρδιά καμία. Αλλά αν θέλω να
πληρωθώ, πρέπει να το καταφέρω. Μπα, μια κυρά έρχεται.
ΓΥΝΑΙΚΑ:
Κόρακα, κάνε στην άκρη να πάρω σιτάρι για να κάνω κόλλυβα.
ΚΟΡ: Μα τι
μου λες κυρά μου; Το σιτάρι δεν το ακουμπά ΚΑΝΕΙΣ!
ΓΥΝ: Καλέ,
είμαι η γυναίκα του Γεωργού. Το σιτάρι είναι δικό μας κι εσύ θα μου πεις να μην
το ακουμπήσω;
ΚΟΡ: Άκου να
σου πω, μπορεί να έχω μόνο δυο μάτια, αλλά δεν έχω καμιά καρδιά! Ο Γεωργός μου
είπε ΚΑΝΕΙΣ να μην πλησιάσει το σιτάρι. Φύγε!
ΓΥΝ: Τι
είναι αυτά που μου λες; Εσύ φύγε από το σιτάρι μου!
ΚΟΡ: Εσύ
φύγε!
(Αρχίζει ένας τσακωμός. Αρπάζονται στα
χέρια. Φωνάζει η Γυναίκα. Έρχεται ο Γεωργός)
ΓΕΩ: Μα τι
γίνεται εδώ;Τι συμβαίνει; Γυναίκα, τι γυρεύεις εδώ;
ΓΥΝ: Να
άντρα μου, ήρθα να πάρω λίγο σιτάρι να κάνω κόλλυβα και τούτος εδώ ο Κόρακας
άρχισε να με κοπανά και να με σπρώχνει.
ΓΕΩ: Τι
γυναίκα μου έδιωχνες μωρέ μπουμπουνοκέφαλε;
ΚΟΡ:
Αφεντικό, μου είπες ΚΑΝΕΙΣ να μην πλησιάσει, έτσι μούπες. Δε μου είπες άφησε
μόνο τη γυναίκα μου. Εγώ έκανα ό,τι μου είπες…
ΓΕΩ: Μα δεν
έχεις καθόλου μυαλό; Εννοούσα κανένα ξένο, όχι τη γυναίκα μου! Έλα γυναίκα,
πάμε σπίτι.
(Παίρνει το σακί και φεύγουν)
ΚΟΡ: Ε,
αφεντικό, δε θα με πληρώσεις;
ΓΕΩ: Να σε
πληρώσω; Τα έκανες σαλάτα και θες και να σε πληρώσω; Χάσου από τα μάτια μου,
άχρηστε!
ΚΟΡ: (μόνος) Πεινάω! Τελικά, κι αν δεν έχεις καρδιά, πάλι δουλειά δε
γίνεται, άμα δεν έχεις μυαλό. Ουφ! Δύσκολο!
(Μπαίνουν η Κότα και το Πουλί)
ΠΟΥΛΙ: Έ,
φίλε Κόρακα! Σούφερα ένα νόστιμο σκουληκάκι!
ΚΟΤΑ! Κι εγώ
καλαμπόκι!
ΚΟΡ: Τώρα
κατάλαβα! Μπορεί να μην έχεις τέσσερα μάτια, να μην έχεις μυαλό, αλλά άμα έχεις
φίλους όλα θα πάνε καλά!
(Αγκαλιάζονται κι όλοι μαζί το ρίχνουν στο
τσιμπολόγημα χαρούμενοι)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου