Τετάρτη 3 Απριλίου 2024

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: Αναφορά στον Γκρέκο

 


    •   Σαν γνώρισα πιο καλά τη φύση του ανθρώπου, βλογώ τη βίτσα του (δάσκαλου) Πατερόπουλου. Αυτή μας έμαθε πως ο πόνος είναι ο πιο μεγάλος οδηγός στον ανήφορο που φέρνει από το ζώο στον άνθρωπο.

    • -Τι θα πει φαντασία; ρώτησα τον πατέρα μου

    -Αέρας κοπανιστός, μου απάντησε

    • Να σαι νέος, 25 χρόνων, γερός, να μην αγαπάς κανένα πρόσωπο ορισμένο, άντρα ή γυναίκα, που να σου στενεύει την καρδιά και να μη σε αφήνει ν’αγαπήσεις με ίση αφιλοκέρδεια και σφοδρότητα τα πάντα και να οδοιποράς πεζός, ολομόναχος μ’ένα δισάκι στον ώμο…

    • Μονάχα όταν γεράσει κανείς ή όταν πέσει σε αρρώστια ή δυστυχία χωρίζουν κι αντιμάχουνται το ένα το άλλο, και πότε θέλει το κορμί να κάνει κουμάντο, πότε η ψυχή σηκώνει σημαία δικιά της και θέλει να φύγει και το μυαλό ανήμπορο θωράει και καταγράφει την αποσύνθεση.

    • Χωρίς έλεος είναι η ομορφιά, δεν την κοιτάζεις, αυτή σε κοιτάζει και δε συχωρνάει

    • Γιατί το’ξερα καλά, οι θεοί ζηλεύουν κι είναι ύβρις να’σαι ευτυχής και να το ξέρεις. Για να ξορκίσω το κακό μάτι τους κατάφευγα σε κωμικά τεχνάσματα να ελαττώσω την ευτυχία μου… Ξανάβαζα τα στενά παπούτσια, ξαναγίνουμοουν δυστυχής κι οι θεοί δεν είχαν πια λόγο να επέμβουν. Πλέρωνα μαθές κι εγώ το φόρο του ανθρώπου.

    • Μυστήριο τι η μνήμη του ανθρώπου, απ’ όλα που τής δίνεις, διαλέγει να περισώσει.

    • Η ευτυχία απάνω στη γης είναι κομμένη στο μπόι του ανθρώπου.Δεν είναι σπάνιο πουλί να το κυνηγούμε πότε στον ουρανό, πότε στο μυαλό μας. Η ευτυχία είναι ένα κατοικίδιο πουλί στην αυλή μας.

    • Κιντύνευα… Ή να συνηθίσω τη χαρά και με τον καιρό να ξεθυμάνει και να εξευτελιστεί, ή να μην τη συνηθίσω, να τη νιώθω πάντα τόσο μεγάλη και τότε ήμουν χαμένος. Είδα κάποτε μια μέλισσα πνιγμένη μέσα στο μέλι και κατάλαβα.

    • Δεν υπάρχει δύναμη πιο ιμπεριαλιστική στον κόσμο από την ψυχή του ανθρώπου. Καταχτάει, καταχτάται κι όλο κι η αυτοκρατορία της τής φαντάζει στενή.

    • Και δε μ’ένοιαζε να βρω – μάντευα πως αυτό ήταν αδύνατο και μάταιο- ποιος αντικειμενικά είναι ο σκοπός της ζωής, παρά ποιος είναι ο σκοπός που εγώ, από δικού μου, τής δίνω, σύμφωνα με τις ψυχικές και πνευματικές μου ανάγκες.

    • Τους είχε ξεράνει το νου και την καρδιά η καθημερινή έγνοια της ζωής.

    • Είσαι κατσίκα κακόμοιρη ψυχή μου. Πεινάς κι αντί να φας κρέας και ψωμί και να πιεις κρασί, παίρνεις μια κόλλα άσπρο χαρτί και γράφεις: κρέας, ψωμί, κρασί. Και τρως το χαρτί.

    • Προσπαθούσα με το γράψιμο να παρηγορηθώ για την αναξιότητά μου.

    • (Στον Σικελιανό) Εσύ πιστεύεις πως βρήκες τη λύτρωση και λυτρώθηκες. Εγώ πιστεύω πως λύτρωση δεν υπάρχει και πιστεύοντάς το λυτρώθηκα.

    • Παλικαριά μεγάλη να θες να ξεπεράσεις τα σύνορα του ανθρώπου. Μα παλικαριά μεγάλη και ν’αναγνωρίζεις χωρίς τρόμο τα σύνορα και να μην απελπίζεσαι.

    • Ποια είναι η πιο αψηλή κορυφή, όπου μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος; Να νικήσει το Εγώ.

    • Χαρά στο νέο που θαρρεί πως έχει χρέος να ξαναδημιουργήσει τον κόσμο… Αλίμονο σε όποιον αρχίζει τη ζωή του χωρίς παραφροσύνη.

    • Αγαπούσα πάντα τους ανθρώπους, μα από μακρυά.

    • -Δε θα χωριστούμε ποτέ! Φώναξε ο φίλος μου. Θα ζευτούμε σαν δυο βόδια να οργώσουμε τη γης! (ο Σικελιανός)

    Πέρασαν τα χρόνια, είδαμε. Ζευτήκαμε σαν βόδια και οργώσαμε τον αέρα.

    • Τις μικρές αρετές φοβούμαι πιο πολύ από τις μεγάλες κακίες, γιατί έχουν ωραίο πρόσωπο κι εύκολα ξεγελούνε.

    • Όλη η σαδιστική λαχτάρα της Εκκλησίας να φοβερίσει τον άνθρωπο και να τον πάει στον Παράδεισο όχι με την αγάπη παρά με τον τρόμο.

    • Τίποτε δεν πάει χαμένο. Αν δε σωθούν αυτοί, θα σωθούμε εμείς, επιχειρώντας το αδύνατο.

    • Από τη νεότητά μου η πρωταρχική αγωνία μου, απ’όπου πήγαζαν όλες μου οι χαρές κι όλες μου οι πίκρες ήταν τούτη: η ακατάπαυστη ανήλεη πάλη ανάμεσα στο πνεύμα και τη σάρκα.

    • Ό,τι δεν πεθυμήσαμε αρκετά, αυτό λέμε ανύπαρκτο.

    • Το θάμα κουτουλάει την πραγματικότητα, ανοίγει τρύπα και μπαίνει.

    • Πιότερο από το κρασί κι από τον έρωτα, πιο ύπουλα κι από την ιδέα, η τέχνη μπορεί να μαυλίσει τον άνθρωπο και να τον κάμει να ξεχάσει.

    • Ποιο’ναι το πιο αιμοβόρο θεριό; Η νέα πίστη. Ποιο’ναι το πιο φυτοφάγο ζώο; Η πίστη που γέρασε.

    • Ο άνθρωπος δεν είναι αθάνατος, παρά υπηρετεί Κάτι ή Κάποιον αθάνατο.

    • Αν άκουγα τη φωνή του, όχι τη φωνή του, την κραυγή του, η ζωή μου θα’χε πάρει αξία… Μα δεν τόλμησα (για τον Ζορμπά)

    • Το ξέρω, ό,τι γράφω δε θα’ναι ποτέ άρτιο ως τέχνη. Γιατί η πρόθεσή μου μάχεται να ξεπεράσει τα σύνορα της τέχνης κι έτσι παραμορφώνεται η ουσία της ομορφιάς, η αρμονία… Σκοπός μου γράφοντας δεν είναι η ομορφιά, είναι η λύτρωση.

    • “Κοίταξε αν μπορείς το φόβο κατάματα κι ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει”.

    • Υπάρχει τίποτα αληθινότερο από την αλήθεια; Ναι, το παραμύθι. Αυτό δίνει νόημα αθάνατο στην εφήμερη αλήθεια.

    • “Εμείς οι άνθρωποι το λέμε παραμύθι. Η τριανταφυλλιά το λέει τριαντάφυλλο”.

    • Η ομορφιά της θάλασσας ήταν τόσο αβάσταχτη που μονάχα το Αχ! μπορούσε να τη χωρέσει.

    • Δεν έχω στην εξουσία μου παρά τα είκοσι τέσσερα γράμματα της αλφαβήτας. Θα κηρύξω επιστράτεψη, θα σηκώσω στρατό, θα παλέψω με το θάνατο.



    Σαν γνώρισα πιο καλά τη φύση του ανθρώπου, βλογώ τη βίτσα του (δάσκαλου) Πατερόπουλου. Αυτή μας έμαθε πως ο πόνος είναι ο πιο μεγάλος οδηγός στον ανήφορο που φέρνει από το ζώο στον άνθρωπο.

  • -Τι θα πει φαντασία; ρώτησα τον πατέρα μου

-Αέρας κοπανιστός, μου απάντησε

  • Να σαι νέος, 25 χρόνων, γερός, να μην αγαπάς κανένα πρόσωπο ορισμένο, άντρα ή γυναίκα, που να σου στενεύει την καρδιά και να μη σε αφήνει ν’αγαπήσεις με ίση αφιλοκέρδεια και σφοδρότητα τα πάντα και να οδοιποράς πεζός, ολομόναχος μ’ένα δισάκι στον ώμο…

  • Μονάχα όταν γεράσει κανείς ή όταν πέσει σε αρρώστια ή δυστυχία χωρίζουν κι αντιμάχουνται το ένα το άλλο, και πότε θέλει το κορμί να κάνει κουμάντο, πότε η ψυχή σηκώνει σημαία δικιά της και θέλει να φύγει και το μυαλό ανήμπορο θωράει και καταγράφει την αποσύνθεση.

  • Χωρίς έλεος είναι η ομορφιά, δεν την κοιτάζεις, αυτή σε κοιτάζει και δε συχωρνάει

  • Γιατί το’ξερα καλά, οι θεοί ζηλεύουν κι είναι ύβρις να’σαι ευτυχής και να το ξέρεις. Για να ξορκίσω το κακό μάτι τους κατάφευγα σε κωμικά τεχνάσματα να ελαττώσω την ευτυχία μου… Ξανάβαζα τα στενά παπούτσια, ξαναγίνουμοουν δυστυχής κι οι θεοί δεν είχαν πια λόγο να επέμβουν. Πλέρωνα μαθές κι εγώ το φόρο του ανθρώπου.

  • Μυστήριο τι η μνήμη του ανθρώπου, απ’ όλα που τής δίνεις, διαλέγει να περισώσει.

  • Η ευτυχία απάνω στη γης είναι κομμένη στο μπόι του ανθρώπου.Δεν είναι σπάνιο πουλί να το κυνηγούμε πότε στον ουρανό, πότε στο μυαλό μας. Η ευτυχία είναι ένα κατοικίδιο πουλί στην αυλή μας.

  • Κιντύνευα… Ή να συνηθίσω τη χαρά και με τον καιρό να ξεθυμάνει και να εξευτελιστεί, ή να μην τη συνηθίσω, να τη νιώθω πάντα τόσο μεγάλη και τότε ήμουν χαμένος. Είδα κάποτε μια μέλισσα πνιγμένη μέσα στο μέλι και κατάλαβα.

  • Δεν υπάρχει δύναμη πιο ιμπεριαλιστική στον κόσμο από την ψυχή του ανθρώπου. Καταχτάει, καταχτάται κι όλο κι η αυτοκρατορία της τής φαντάζει στενή.

  • Και δε μ’ένοιαζε να βρω – μάντευα πως αυτό ήταν αδύνατο και μάταιο- ποιος αντικειμενικά είναι ο σκοπός της ζωής, παρά ποιος είναι ο σκοπός που εγώ, από δικού μου, τής δίνω, σύμφωνα με τις ψυχικές και πνευματικές μου ανάγκες.

  • Τους είχε ξεράνει το νου και την καρδιά η καθημερινή έγνοια της ζωής.

  • Είσαι κατσίκα κακόμοιρη ψυχή μου. Πεινάς κι αντί να φας κρέας και ψωμί και να πιεις κρασί, παίρνεις μια κόλλα άσπρο χαρτί και γράφεις: κρέας, ψωμί, κρασί. Και τρως το χαρτί.

  • Προσπαθούσα με το γράψιμο να παρηγορηθώ για την αναξιότητά μου.

  • (Στον Σικελιανό) Εσύ πιστεύεις πως βρήκες τη λύτρωση και λυτρώθηκες. Εγώ πιστεύω πως λύτρωση δεν υπάρχει και πιστεύοντάς το λυτρώθηκα.

  • Παλικαριά μεγάλη να θες να ξεπεράσεις τα σύνορα του ανθρώπου. Μα παλικαριά μεγάλη και ν’αναγνωρίζεις χωρίς τρόμο τα σύνορα και να μην απελπίζεσαι.

  • Ποια είναι η πιο αψηλή κορυφή, όπου μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος; Να νικήσει το Εγώ.

  • Χαρά στο νέο που θαρρεί πως έχει χρέος να ξαναδημιουργήσει τον κόσμο… Αλίμονο σε όποιον αρχίζει τη ζωή του χωρίς παραφροσύνη.

  • Αγαπούσα πάντα τους ανθρώπους, μα από μακρυά.

  • -Δε θα χωριστούμε ποτέ! Φώναξε ο φίλος μου. Θα ζευτούμε σαν δυο βόδια να οργώσουμε τη γης! (ο Σικελιανός)

Πέρασαν τα χρόνια, είδαμε. Ζευτήκαμε σαν βόδια και οργώσαμε τον αέρα.

  • Τις μικρές αρετές φοβούμαι πιο πολύ από τις μεγάλες κακίες, γιατί έχουν ωραίο πρόσωπο κι εύκολα ξεγελούνε.

  • Όλη η σαδιστική λαχτάρα της Εκκλησίας να φοβερίσει τον άνθρωπο και να τον πάει στον Παράδεισο όχι με την αγάπη παρά με τον τρόμο.

  • Τίποτε δεν πάει χαμένο. Αν δε σωθούν αυτοί, θα σωθούμε εμείς, επιχειρώντας το αδύνατο.

  • Από τη νεότητά μου η πρωταρχική αγωνία μου, απ’όπου πήγαζαν όλες μου οι χαρές κι όλες μου οι πίκρες ήταν τούτη: η ακατάπαυστη ανήλεη πάλη ανάμεσα στο πνεύμα και τη σάρκα.

  • Ό,τι δεν πεθυμήσαμε αρκετά, αυτό λέμε ανύπαρκτο.

  • Το θάμα κουτουλάει την πραγματικότητα, ανοίγει τρύπα και μπαίνει.

  • Πιότερο από το κρασί κι από τον έρωτα, πιο ύπουλα κι από την ιδέα, η τέχνη μπορεί να μαυλίσει τον άνθρωπο και να τον κάμει να ξεχάσει.

  • Ποιο’ναι το πιο αιμοβόρο θεριό; Η νέα πίστη. Ποιο’ναι το πιο φυτοφάγο ζώο; Η πίστη που γέρασε.

  • Ο άνθρωπος δεν είναι αθάνατος, παρά υπηρετεί Κάτι ή Κάποιον αθάνατο.

  • Αν άκουγα τη φωνή του, όχι τη φωνή του, την κραυγή του, η ζωή μου θα’χε πάρει αξία… Μα δεν τόλμησα (για τον Ζορμπά)

  • Το ξέρω, ό,τι γράφω δε θα’ναι ποτέ άρτιο ως τέχνη. Γιατί η πρόθεσή μου μάχεται να ξεπεράσει τα σύνορα της τέχνης κι έτσι παραμορφώνεται η ουσία της ομορφιάς, η αρμονία… Σκοπός μου γράφοντας δεν είναι η ομορφιά, είναι η λύτρωση.

  • “Κοίταξε αν μπορείς το φόβο κατάματα κι ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει”.

  • Υπάρχει τίποτα αληθινότερο από την αλήθεια; Ναι, το παραμύθι. Αυτό δίνει νόημα αθάνατο στην εφήμερη αλήθεια.

  • “Εμείς οι άνθρωποι το λέμε παραμύθι. Η τριανταφυλλιά το λέει τριαντάφυλλο”.

  • Η ομορφιά της θάλασσας ήταν τόσο αβάσταχτη που μονάχα το Αχ! μπορούσε να τη χωρέσει.

  • Δεν έχω στην εξουσία μου παρά τα είκοσι τέσσερα γράμματα της αλφαβήτας. Θα κηρύξω επιστράτεψη, θα σηκώσω στρατό, θα παλέψω με το θάνατο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου